Η ομηρική λέξη ……….. ΄΄Πόκος΄΄
Απο την Παναγιωτα Ιωακειμιδου
Η λέξη είναι ομηρική και σημαίνει τουλούπα, τούφα μαλλιού. Τη συναντάμε ακόμη στον Ευριπίδη, τον Αριστοφάνη, στον Θεόκριτο, την Παλαιά Διαθήκη.
Στην Ποντιακή διάλεκτο τη βρίσκουμε πόκιν = δράγμα ερίου. Με την ίδια σημασία απαντάται και σε άλλα ιδιώματα, όπως στο Λευκαδίτικο ιδίωμα ποκάριν, στα βλάχικα πόκο και στα νέα ελληνικά ποκάρι= μεγάλη ποσότητα μαλλιού, όπως μαζεύεται μετά το κούρεμα του προβάτου.
Ποκάδες είναι οι τούφες μαλλιών.
Ποκάρης ως επώνυμο με την έννοια ίσως του εμπόρου μαλλιών ή του μαλλιαρού.
Στους Βατράχους του Αριστοφάνη υπάρχει η έκφραση: «εις όνου πόκας», σε μέρος όπου κουρεύουν τα γαϊδούρια, δηλαδή πουθενά.
Οι φράσεις «όνου πόκαι», μαλλιά γαιδάρου, και «όνου πόκας ζητείς» σημαίνουν πράγματα ανύπαρκτα.
Ο κάτοχος ζώων, τα οποία του έδιναν μαλλί, τον έκαναν πλούσιο, μαζί με τα νομίσματα, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη. Από τη λέξη πόκος οι Ρωμαίοι ονόμασαν τα χρήματά τους pecunia (ρήμα πέκω, λατινικό peco.
Στο Ανθολόγιο του Στοβαίου κάποιος νέος ήθελε να φοιτήσει στην Ακαδημία του Πλάτωνα χωρίς να γνωρίζει όμως μαθηματικά, αστρονομία και μουσική.
Λέγεται ότι ο Ξενοκράτης τον απέπεμψε με τη φράση: «Το ποκάρι δεν πλένεται από τον λαναριστή», το μαλλί του προβάτου πλένεται πριν πάει για επεξεργασία.
Ο ύμνος προς την Παναγία αναφέρει επίσης την ίδια λέξη, με την έννοια όμως του πνευματικού πλούτου. «Χαίρε ο πόκος ο ένδροσος…..».
«Κούρεψα αρνιά και πρόβατα και είδα τη μάνα μου να μαζεύει σε «ποκάρι» τα μαλλιά του κάθε πρόβατου ή να μαζεύει το αρνοκόπι όλο μαζί….», απόσπασμα από το βιβλίο του Νίκου Κατσαρού, Οι αρχαιοελληνικές ρίζες του Σαρακατσάνικου λόγου.
Παναγιωτα Ιωακειμιδου -vima365
Το σχόλιο σας θα δημοσιευθεί αφου εγκριθεί πρώτα απο τον διαχειριστή για την αποφυγή υβριστικού η προσβλητικού περιεχομένου.
