Λάλος, λάλα και παλαλός, παλαλέσσα ….
Απο την Παναγιωτα Ιωακειμίδου
Λάλος, λάλα και παλαλός, παλαλέσσα: δύο λέξεις που μοιάζουν συγγενείς, αλλά έχουν διαφορετικές ρίζες
Στην αρχαία ελληνική, η λέξη λάλος σήμαινε τον φλύαρο, τον πολυλογά. Ο Ευριπίδης στις Ικέτιδες (462) δίνει μια από τις πιο καθαρές χρήσεις: «Ἧσσον λάλον σου πεμπέτω τιν’ ἄγγελον» —στείλε κάποιον αγγελιοφόρο λιγότερο φλύαρο από σένα.
Οι αρχαίοι σχολιαστές σημειώνουν ακόμη ότι «μετέχειν τα βρέφη τοῦ λάλου»· τα βρέφη, δηλαδή, είναι γεμάτα λαλιά, φωνητική δραστηριότητα χωρίς ακόμη νόημα.
Η παιδική φλυαρία γίνεται έτσι γέφυρα για τη σημασιολογική μετατόπιση: ο πολυλογάς θεωρείται άσκεφτος, και ο άσκεφτος ταυτίζεται με τον μωρό.
Αυτή η διαδρομή εξηγεί απόλυτα τη χρήση της λέξης στη Διάλεκτο. Το λάλα δεν είναι πια μόνο «φλύαρη», αλλά «ανόητη».
Το επίθετο λαλωτός και η λαλωτέσσα διατηρούν την αίσθηση μιας νοητικής αδυναμίας που προκύπτει από την υπερβολική λαλιά.
Η προέλευση είναι καθαρή, αρχαιοελληνική, και η σημασία εξελίσσεται φυσικά από την εξωτερική συμπεριφορά προς τον εσωτερικό χαρακτηρισμό.
Αντίθετα, η λέξη παλαλός —αν και μοιάζει πολύ και ηχητικά και σημασιολογικά— δεν προέρχεται από το λάλα. Ο Α. Α. Παπαδόπουλος την αποδίδει σε μια εντελώς διαφορετική ρίζα: στο αρχαίο ἀπολωλώς, μετοχή του ἀπόλλυμι = χάνομαι, φθείρομαι.
Το ἀπολωλώς μέσα στην προφορική εξέλιξη μπορεί να γίνει πολωλός, παλωλός και τελικά παλαλός.
Η διαδοχική απλοποίηση, η αλλαγή του φωνήεντος και η διπλή συλλαβή με το -λα- δίνουν τον σημερινό τύπο.
Έτσι εξηγείται γιατί ο Παπαδόπουλος φαίνεται να λέει δύο διαφορετικά πράγματα:
το λάλα είναι αρχαιοελληνικής καταγωγής, ενώ το παλαλός έχει ρίζα στη μετοχή ἀπολωλώς.
Οι δύο λέξεις συναντιούνται στη χρήση, γιατί και οι δύο δηλώνουν τον άμυαλο, τον παιδαριώδη, εκείνον που «δεν έχει τα φρένα του στη θέση τους».
Στη φωνητική τους μορφή συναντιούνται επίσης: το -λα- είναι οικείο, ζωντανό, σχεδόν παιδικό.
Δεν είναι περίεργο που οι ομιλητές τις ένιωσαν ως παραλλαγές της ίδιας ιδέας.
Το αποτέλεσμα είναι μια φαινομενική συγγένεια που όμως δεν στηρίζεται στην ετυμολογία. Είναι προϊόν της ζωντανής προφορικότητας.
Η διάλεκτος πήρε δύο διαφορετικές λέξεις —τη μία από τον κόσμο της φλυαρίας, την άλλη από τον κόσμο της απώλειας— και τις άφησε να συμπέσουν σε έναν κοινό χαρακτήρα: τον άμυαλο άνθρωπο, εκείνον που είτε μιλά χωρίς να σκέφτεται είτε έχει «απολεστεί» από τη σύνεση.
Η σύγκλιση αυτή είναι ένα από τα ωραιότερα παραδείγματα του πώς η χρήση μπορεί να ενώσει ό,τι η ιστορία της γλώσσας ξεκίνησε χώρια.
Το σχόλιο σας θα δημοσιευθεί αφου εγκριθεί πρώτα απο τον διαχειριστή για την αποφυγή υβριστικού η προσβλητικού περιεχομένου.