Καραμπουρνάκι Θεσσαλονίκης, το λοιμοκαθαρτήριο

Απο την Παναγιώτα Ιωακειμίδου
Καραμπουρνάκι Θεσσαλονίκης, το λοιμοκαθαρτήριο
απόσπασμα από το βιβλίο μου «Ματωμένος Νόστος» εκδόσεις Κυριακίδη 2018
Κατευθύνονται στο λοιμοκαθαρτήριο.
Τους δίνουν πράσινο σαπούνι και τους στριμώχνουν κάτω από τα ντους. Νιώθουν να έχουν χάσει κάθε ίχνος αξιοπρέπειας καθώς περιμένουν ολόγυμνοι τα ρούχα τους από τους κλιβάνους. Ζεστοί καθώς είναι τους θερίζει ο Βαρδάρης και πουντιάζουν.
Οι αδύναμοι πεθαίνουν από πνευμονία.
Οι βιτσιές του παγωμένου αέρα τους αποτελειώνουν. Περπατάνε με τα πόδια 1000 μέτρα για να φτάσουν στους θαλάμους.

Τα καράβια κάθε μέρα κουβαλάνε.
Το ρωσικό Αραράτ, το γαλλικό Ελιάν και τα ελληνικά καράβια.
Η πίκρα μπουκώνει την ψυχή, οι μέρες όλες κυλάνε σταχτερές και ασάλευτες, γκρίζο τοπίο, γκρίζες ζωές. Οι αρρώστιες τους θέριζαν. Τύφος, ιλαρά, ελονοσία, πνευμονία, φθίση.
Οι υπάλληλοι του λοιμοκαθαρτηρίου ήταν όλοι παλαιοελλαδίτες και αντιβενιζελικοί. Τους πρόσφυγες τους έβλεπαν σαν εχθρούς και όχι σαν αδέλφια.
Δεν τους ενδιέφερε, αν πέθαιναν όλοι. Τους νεκρούς τους έριχναν σε ομαδικούς λάκκους, άψαλτους και αδιάβαστους.
Βαλτόνερα και λάσπες παντού. Η περιοχή ονομάστηκε Καλαμαριά κατ΄ ευφημισμόν «καλή μεριά » καλός τόπος δηλαδή, αλλά μόνον τέτοιος δεν ήταν.

Έτσι την έλεγαν οι Καπουτζηδιανοί (Καπουτζήδα το παλιό όνομα της Πυλαίας),οι κάτοικοι της Πυλαίας, γιατί η μαύρη λάσπη ήταν εύφορη και κάρπιζε δυο φορές το χρόνο.
Όσοι είχαν εδώ χωράφια ήταν τυχεροί, αλλά τόπος κατοικίας δεν ήταν. Μόνον μπάμιες έσπερναν εδώ, ούτε νερό δεν υπήρχε.
Μιλιούνια τα κουνούπια, οι σκνίπες, τα βατράχια. Βούρλα και αγκάθια παντού. Οι μέρες στο λοιμοκαθαρτήριο είναι όλες ίδιες γκρίζες και ασάλευτες.
Νιώθουν εξόριστοι στην ίδια την πατρίδα τους, μακριά από την πόλη σαν χολεριασμένοι.
Ένας κόμπος σφίγγει το λαρύγγι και πολλά αναπάντητα «γιατί» στοιβάζονται μέσα τους και τους πνίγουν. Αυτόν τον ερημότοπο τον πότισαν τα δάκρια τους και πολλοί από αυτούς άφησαν εδώ την τελευταία τους πνοή.
Οικογένειες και αποσκευές στοιβαγμένες στα άθλια και βρώμικα παραπήγματα. Από τα παράθυρα ξεπροβάλλουν κουβέρτες λιωμένες, στρώματα βρώμικα και άνθρωποι σκελετωμένοι. Ακόμα και αυτήν την αθλιότητα οι πονεμένοι αυτοί άνθρωποι την θεωρούν «τύχη», γιατί σώθηκαν και βρήκαν κάπου να απαγκιάσουν.
Εδώ σε αυτές τις παράγκες στοιβάζονται όσοι τελείωσαν την καραντίνα, αλλά και όσοι περιμένουν να καθαριστούν.
Η σίτισή τους περιλαμβάνει ένα ψωμί μιας οκάς για κάθε τετραμελή οικογένεια και δυο κουταλιές σούπας κακάο. Κάθε βράδυ έχει συσσίτιο με μαγειρεμένο φαγητό συνήθως όσπρια και σπάνια κρέας. Το φαγητό είναι λίγο.
Δε χορταίνουν και ούτε τους επιτρέπεται να αγοράσουν ο,τιδήποτε από έξω. Βέβαια κάποιοι ατσίδες εμπορεύονται τον ανθρώπινο πόνο και τους πουλάνε κρυφά έξω από τα συρματοπλέγματα σε εξωφρενικές τιμές ψωμί και καρπούζια.

Στους άρρωστους δίνουν επιπλέον γάλα. Το νερό λίγο και αυτό από μια βρύση για όλους, με αποτέλεσμα να γίνονται καβγάδες, φασαρίες και φωνές. Ένας τσολιάς στέκεται εκεί συνεχώς για να επιβάλλει την τάξη.
Καραβιές-καραβιές καταφτάνουν οι Πόντιοι και τους κρατούν για μέρες στα πλοία, μέχρι να αδειάσουν θέσεις στις παράγκες.
Το καράβι κουβαλά κατά μέσο όρο τρεις χιλιάδες ψυχές. Πολλοί πεθαίνουν εκεί μέσα πριν προλάβουν να πατήσουν τα ελληνικά χώματα.
Όσοι πάσχουν από κάποια αρρώστια φιλοξενούνται σε άθλια σκισμένα τσαντίρια, μακριά από τις παράγκες με τους υγιείς. Κινούμενοι σκελετοί σε έναν τόπο κρανίου.
Οι αρρώστιες από τις οποίες συνήθως πάσχουν είναι η ελονοσία και η δυσεντερία. Οι βαριά ασθενείς μεταφέρονται στο Νοσοκομείο ή στο Χαρμάνκιοϊ. Δεν υπάρχουν ούτε τα χρειώδη ούτε καν πρώτες βοήθειες.
Δεν υπάρχει γιατρός, δεν υπάρχει νοσοκόμος και εναποθέτουν τις ελπίδες τους στη Θεία Πρόνοια.
Ακόμα και στο θάνατο δεν έχουν τον πρέποντα σεβασμό.
Η εφημερίς των Βαλκανίων σε δημοσίευμα της στις 8 Νοεμβρίου 1922 γράφει χαρακτηριστικά: «Καθημερινώς αποθνήσκουν 10-15 άτομα,τα οποία τα αφήνουν εντός σταύλου χοίρων επί τινάς ημέρας, εκτεθειμένα εις το έλεος των χοίρων,οι οποίοι τα περιγλύφουσι και κατόπιν τα μεταφέρουν και τα θάπτουν μέσα σε έναν λάκκο».
Ταλαιπωρημένοι,τρομαγμένοι έφταναν εδώ μετά από πολλές περιπλανήσεις σε άλλα λιμάνια της χώρας,στα οποία δεν τους δέχονταν λόγω υπερκορεσμού.
Ζουν για μήνες εδώ μέσα στις λάσπες, παρέα με κάθε λογής τρωκτικά και έντομα. Συχνά ξεσπούσαν πυρκαγιές λόγω των εύφλεκτων υλικών και των καντηλιών που άναβαν, γιατί μπορεί η ελπίδα να τους εγκατέλειψε, αλλά η πίστη τους ποτέ.
Πολλοί θάλαμοι είχαν καεί και οι κάτοικοί τους έμειναν άστεγοι για πολύ καιρό. Τα 150 στρατιωτικά παραπήγματα δεν ήταν αρκετά να στεγάσουν 12 χιλιάδες ψυχές.

Υπήρξαν περιπτώσεις που σπίτι τους έγινε μια βάρκα ή μια σκηνή ή μια παράγκα από ευτελή και επικίνδυνα υλικά.
Οι μολυσματικές ασθένειες θέριζαν. Ο χώρος απομονώθηκε με συρματοπλέγματα και στρατιώτες ανέλαβαν την φρούρησή του.
Θα έλεγε κανείς ότι λειτουργούσε η καραντίνα με τους όρους ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης. Οι διαμαρτυρίες και οι ξεσηκωμοί ήταν συχνό φαινόμενο.
Ο προϊστάμενος του οικισμού επέβαλλε στέρηση τροφής, φυλάκιση και ξυλοδαρμό σαν ποινές στους διαμαρτυρόμενους.
Οι προμηθευτές κερδοσκόπησαν σε βάρος τους προμηθεύοντας τον οικισμό με χαλασμένα και ακατάλληλα τρόφιμα.
Γνωστός φούρναρης της Θεσσαλονίκης, όπως μας πληροφορεί η εφημερίδα «Μακεδονία» της εποχής εκείνης, καταδικάστηκε σε φυλάκιση, γιατί η ποιότητα του ψωμιού με το οποίο προμήθευε τον κατακλυσμό ήταν ακατάλληλη και επικίνδυνη.
Το σχόλιο σας θα δημοσιευθεί αφου εγκριθεί πρώτα απο τον διαχειριστή για την αποφυγή υβριστικού η προσβλητικού περιεχομένου.