Λεύκουρος, Λευκούρα
Απο την Παναγιωτα Ιωακειμίδου Λεύκουρος, Λευκούρα = αγελάδα με λευκή ουρά
Ο Πόντος φυλάει αρχαϊκά σύνθετα σαν σπόρους στο κελάρι της γλώσσας, μια λέξη που καταγράφει ο Ησύχιος, χάθηκε και την διατηρεί η Ποντιακή
μεταφορικά λευκούρης = ανόητος, μωρός. Πώς έγινε αυτή η σημασιολογική μετατόπιση; Μόνον υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε:
Η πιθανότερη διαδρομή είναι η εξής:
Επίκτητο, ορατό γνώρισμα. Το να ξεχωρίζεις ένα ζώο μόνο από την ουρά του και μάλιστα «άσπρη ουρά», είναι σαν να λες: «Το πιο ασήμαντο χαρακτηριστικό του είναι αυτό». Έτσι το επίθετο μπορεί να αποκτήσει χροιά «ελαφρότητας» ή «χωρίς άλλη ουσία».
Χλευαστική μεταφορά. Στα ελληνικά και σε πολλές άλλες γλώσσες, η αναφορά σε ζώο/ουρά περνάει συχνά σε ύβρη ή ειρωνεία: π.χ. «ουραγός», στην ουρά = τελευταίος, κατώτερος. Έτσι ο «λευκούρης» γίνεται ο τύπος που έχει να δείξει μόνο… την ουρά του,∙ κάτι άχρηστο.
Σημασιολογική απογύμνωση. Σταδιακά η λέξη αποσπάστηκε από το ζώο με λευκή ουρά και έμεινε μόνο με το δεύτερο, μεταφορικό φορτίο: «αφελής, μωρός».
Το σχόλιο σας θα δημοσιευθεί αφου εγκριθεί πρώτα απο τον διαχειριστή για την αποφυγή υβριστικού η προσβλητικού περιεχομένου.