Το vima365.gr είναι μια έντιμη προσπάθεια, ανιδιοτελής, που αξίζει την στήριξή σας.Απλά γαρ εστί της αλήθειας επη

Ακροπύγια, η πλαστικότητα της Ποντιακής Διαλέκτου

   Απο την Παναγιωτα Ιωακειμίδου

Από το υπό έκδοση έργο μου «Το μαγικό ταξίδι των λέξεων»
Στα νέα ελληνικά δεν υπάρχει λέξη που να αποδίδει τα ρούχα τα γυναικεία που καλύπτουν τους γοφούς.
Η πλαστικότητα της ποντιακής έχει αυτή τη λέξη, η οποία δυστυχώς δεν επιβίωσε στα νέα ελληνικά. Υπάρχει η αρχαία λέξη πυγή = γλουτοί, γυναικεία οπίσθια, από εδώ η ποντιακή έπλασε την λέξη «ακροπύγια» = ρούχα που καλύπτουν τους γοφούς.
Από την ίδια λέξη έχουμε στα νέα ελληνικά σύνθετες λέξεις, το όνομα ενός πουλιού σεισοπυγίς = σουσουράδα και ενός εντόμου πυγολαμπίδα = κωλοφωτιά.
Στην αρχαία Σπάρτη τα κορίτσια γυμνάζονταν «Προς πυγήν άλλομαι = σηκώνω τα πόδια τόσο ψηλά, ώστε με τις φτέρνες μου να αγγίζω τους γλουτούς».
Ο γενναίος και τολμηρός είχε το επίθετο μελάμπυγος, ον = ο έχων τριχωτά οπίσθια, δείγμα ανδρείας. Στον Αρχίλοχο απαντάται η παροιμιακή φράση: «Μη τευ μελαμπύγου τύχης
Πρόσεχε να σε βρει κανείς μαλλιαρόκωλος).

πυγονιαίος = αυτός που φτάνει στο μήκος των οπισθίων. Μεταφορικά υπάρχει και η έκφραση «πυγή αγρού», χωράφι πολύ εύφορο και λιπασμένο.

Πυγαίος = ο ακόλαστος

Τα πυγαία, στην αρχιτεκτονική οι βάσεις των κιόνων.

Πυγονιπτήρ = νιπτήρας για πλύσιμο γλουτών, μπιντές

Πυγόριζα = κωλορίζι

Πυγοστόλος = ο στολίζων τα οπίσθιά του, ακόλαστη γυναίκα. «Μηδέ γυνή σε νόον πυγοστόλος εξαπατάτω ???? Μη σου εξαπατά τον νου γυναίκα με στολισμένα πισινά)», Ησιόδου Έργα, 373.

Πυγοστύλιον = το τελευταίο οστό της σπονδυλικής στήλης των πτηνών.

Πυγίζω = βατεύω

Πύγαργος = ο έχων λευκά οπίσθια, είδος ελαφιού στον Ηρόδοτο, αλλά και είδος αετού με λευκή ουρά (falco albicilla) πολύ ορμητικού.

Από το υπό έκδοση έργο μου «Το μαγικό ταξίδι των λέξεων)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Το σχόλιο σας θα δημοσιευθεί αφου εγκριθεί πρώτα απο τον διαχειριστή για την αποφυγή υβριστικού η προσβλητικού περιεχομένου.

Με Μια Ματιά