Το vima365.gr είναι μια έντιμη προσπάθεια, ανιδιοτελής, που αξίζει την στήριξή σας.Απλά γαρ εστί της αλήθειας επη

Η εξορία των γυναικόπαιδων

Γιαφει η Παναγιωτα Ιωακειμιδου

Ήταν 4 Οκτωβρίου του 1919, όταν ξαφνικά εμφανίζονται στο χωριό 40 ιππείς και δίνουν τη φοβερή εντολή: σε δυο ώρες να τα μαζεύουν και να φύγουν.
Πανικός έπεσε στο χωριό. Φωνές, κλάματα, οργή και κατάρες ακούγονταν απ’ άκρη σε άκρη. Έπρεπε να βιαστούν όμως, σε δυο ώρες πρέπει να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές εστίες τριάντα αιώνων.
Ήταν αρχές φθινοπώρου και οι γεωργικές εργασίες δεν είχαν τελειώσει ακόμα. Πολλοί βρίσκονταν στα χωράφια και όργωναν.
Θυμάμαι τη γιαγιά να διηγείται με απίστευτες λεπτομέρειες τη στιγμή που άκουσε την είδηση για την εξορία τους.
Βρισκόταν στο χωράφι και είχε καθίσει να ξαποστάσει και να φάει. Ένα ξερό φύλλο έπεσε στο γιαούρτι και ενώ προσπαθούσε να το βγάλει, ήρθε η φοβερή είδηση. «Πίσω στο χωριό όλοι, φεύγουμε σε λίγες ώρες».
Το κουτάλι έμεινε στο μετέωρο χέρι της, δεν πίστευε τη φοβερή είδηση. Τρέξανε όλοι τρομαγμένοι αλλόφρονες, ενώ οι τσετέδες και οι τζεντερμέδες επιτηρούσαν το ξερίζωμα των ανθρώπων.
Τους τελευταίους μήνες τα σημάδια ήταν πολλά και ανησυχητικά, αλλά η ζωή στον ήσυχο κόσμο τους συνεχιζόταν κανονικά.
Δεν περνούσε ποτέ από το μυαλό τους ότι θα ξεριζωθούν από τα χώματά τους και θα καταντήσουν για 3,5 χρόνια ανέστιοι και πένητες στα βάθη της Ανατολίας.
Δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι πρέπει έτσι ξαφνικά να εγκαταλείψουν τη γη τους, το βιος τους, τη ζωή τους. Να αφήσουν τα κοπάδια τους, τα νερά τους, τα βουνά τους και να «έρθουν στη γη των προγόνων τους».
Αυτοί όμως ένιωθαν δεμένοι με τη γη τους, την πατρίδα τους, τους Τούρκους φίλους τους. Χωρίς καλά-καλά να συνειδητοποιήσουν πού πάνε και γιατί, άρχισαν να ετοιμάζονται.
Οι γυναίκες τακτοποίησαν τα σπίτια σαν να επρόκειτο να γυρίσουν πίσω σε λίγες ώρες, τάισαν τα ζώα, έκλεισαν και τις αυλόπορτες και ξεκίνησαν. Για πού όμως; Απάντηση δεν υπήρχε.
Μάζεψαν σε μπόγους τα απαραίτητα εφόδια, στρώματα και φαγητά, τα παιδιά και τα φόρτωσαν πάνω στα κάρα.
Ήταν τραγικό το θέαμα της εγκατάλειψης του χωριού. Ένα κομβόι από κάρα και πεζούς έκλαιγε εγκαταλείποντας ζωή και πατρίδα.
Εκείνες οι φθινοπωρινές μέρες του Οκτώβρη του 1919 ήταν εντελώς διαφορετικές στο Αλτίνογλου Τσιφλίκ.
Ο ουρανός ήταν πιο γκρίζος, το ψιχάλισμα έσμιγε με τα δάκρυα των ανθρώπων που έπεφταν πικρά στα αγαπημένα χώματα.
Τα πόδια τους σαν να κόλλησαν στη γη τους και δεν έλεγαν να ξεκινήσουν το ταξίδι στο άγνωστο.
Ο θάνατος και η πείνα τους είχαν στήσει καρτέρι σε άξενες περιοχές. Ο βουβός πόνος και η θλίψη είχαν κατακαθίσει βαριά στις ψυχές τους.
Τα ζεμένα ζώα άλογα και βουβάλια, λες καταλάβαιναν και αυτά τον ξεριζωμό και τα πόδια τους είχαν βουλιάξει στα αφράτα χώματα του Πόντου.
Μούγκριζαν και αρνούνταν να ακολουθήσουν το κομβόι των ξεριζωμένων.
Άφηναν πίσω γεμάτα τα κελάρια με τις προμήθειες του χειμώνα: γεννήματα, βούτυρα, τουρσιά, ξύλα, άχυρα για τα ζώα.
Οι νοικοκυραίοι είχαν φροντίσει για όλες τις προμήθειες του επερχόμενου χειμώνα. Τα άφηναν όλα πίσω και έφευγαν με την «ψην ΄ς σο στόμαν».
Βουβό κλάμα έβγαινε από τις ψυχές των 850 κατοίκων που εγκατέλειπαν τον τόπο τους. Με τα κάρα φορτωμένα, κρατώντας στα χέρια τα παιδιά και όσα δεν χωρούσαν πάνω στα κάρα, ξεκίνησαν.
Γύρισαν και κοίταξαν πίσω τους για τελευταία φορά τη γη τους. Έκλεισαν μέσα τους τις εικόνες που τους συντρόφευσαν μέχρι το θάνατό τους.
Τα ποταμάκια, τους μύλους, τις αυλές, τα απέραντα χωράφια τους. Άφησαν τα τζάκια να καπνίζουν και αγκάλιασαν με το βλέμμα την εκκλησία του Αι-Γεώργη.
Τα βουνά χαμήλωσαν και μια ψιλή βροχούλα του Οκτώβρη συμμερίστηκε τη λύπη τους. Πίστευαν πως θα γυρίσουν σύντομα και έτσι άντεξαν το αναπάντεχο κακό που τους βρήκε.
Κάρα, άνθρωποι, μικρά ζώα, σκυλιά αποτέλεσαν ένα κομβόι. Τα κάρα έτριζαν, τα μωρά έκλαιγαν, οι γυναίκες μοιρολογούσαν, τα ζώα ήταν ανήσυχα και αυτά. Ακόμα και οι σκληροί τζεντερμέδες λύγισαν.
Ένας τσέτης πλησίασε και χάιδεψε στο μάγουλα το μικρό παιδί της γιαγιάς μου. Απορημένη αυτή τον ρώτησε για ποιο λόγο χαϊδεύει το παιδί. «Φεύγετε και το λυπάμαι, δεν ξέρω ποια θα είναι η τύχη του».
Οι Τούρκοι φίλοι τους από τα γειτονικά χωριά έκλαιγαν και αυτοί. Στέκονταν και κοίταζαν το καραβάνι με τους φίλους που έφευγαν κυνηγημένοι και τα δάκρυά τους ήταν αληθινά και ο πόνος τους ήταν αδελφικός.
Μετά από λίγες μέρες ήρθαν Τούρκοι έποικοι από το Ερζερούμ και εγκαταστάθηκαν στα σπίτια τους και λεηλάτησαν το βιος τους.
Οι δικοί τους Τούρκοι, οι φίλοι και αδελφοί τους, δεν το άγγιξαν.

Παναγιωτα  Ιωακειμιδου :  από το βιβλίο μου Ματωμένος Νόστος, εκδόσεις Κυριακίδη

Για το vima 365

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Το σχόλιο σας θα δημοσιευθεί αφου εγκριθεί πρώτα απο τον διαχειριστή για την αποφυγή υβριστικού η προσβλητικού περιεχομένου.

Με Μια Ματιά