ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΟΣΚΑΡ ΟΥΑΪΛΝΤ
Ο Όσκαρ Ουάιλντ επισκέπτεται την Ελλάδα το 1877. Έχει περάσει ένας χρόνος από τον θάνατο του πατέρα του και συνοδεύεται από τον φιλέλληνα και ελληνολάτρη Τζων Πέντλαντ Μάχαφφυ, σημαίνοντα ιστορικό και φιλόλογο και υπεύθυνο καθηγητή του στο Τρίνιτυ Κόλλετζ του Δουβλίνου. Πρόθεση του καθηγητή, ο οποίος είχε επισκεφθεί για πρώτη φορά την Ελλάδα δύο χρόνια πριν, είναι να αποτρέψει τον προσηλυτισμό του Ουάιλντ από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και προσπαθεί να τον μεταπείσει να μην ακολουθήσει την επιθυμία του για ένα, ακόμα, ταξίδι στη Ρώμη, σαν αυτό που είχαν κάνει μαζί το καλοκαίρι του 1875. Χριστιανός Προτεστάντης στο θρήσκευμα ο Μάχαφφυ, πιστεύει ότι η θέα της Ακρόπολης, η επαφή του με τον ιερό χώρο της Ολυμπίας και η επίσκεψη στις Μυκήνες, όπου θα έχουν, μάλιστα, την ευκαιρία να δουν τα πρόσφατα ευρήματα του Σλήμαν, θα συμβάλουν ώστε να διαμορφώσει ο εικοσιτριάχρονος τότε Όσκαρ παγανιστικές απόψεις, και ότι αυτό θα τον «γλιτώσει» από τον Ρωμαιοκαθολικισμό.
.

Χάρτης της Ελλάδος και της Ιονίου Πολιτείας. Greece and the Ionian Republic. New York, J.H. Colton 1856
.
Το ταξίδι αυτό δεν είναι η πρώτη γνωριμία του Όσκαρ Φίνγκαλ Ο’ Φλάερτυ Ουίλλς Ουάιλντ, όπως είναι ολόκληρο το όνομά του, με τον ελληνικό πολιτισμό. Η μητέρα του, Τζέην Φρανσέσκα Ουάιλντ, είχε μελετήσει τα ελληνικά από πολύ νεαρή ηλικία, πράγμα ασυνήθιστο για τα κορίτσια της εποχής της. Ένας βιογράφος της γράφει πως μετά τον θάνατο του συζύγου της συνήθιζε να κάθεται στο σαλόνι του σπιτιού της πλατείας Μέριον, και να διαβάζει στα ελληνικά, με δυνατή φωνή, τον Προμηθέα Αισχύλο, αδιαφορώντας αν την άκουγαν. Ο Όσκαρ, τρία χρόνια πριν το ταξίδι του στην Ελλάδα, είχε διακριθεί με ένα βραβείο στα αρχαία ελληνικά κατά την αποφοίτησή του από το Τρίνιτυ Κόλλετζ.
.

.
Ο ίδιος λέει χαρακτηριστικά: «ήμουν σχεδόν δεκαέξι χρόνων όταν άρχισα να αντιλαμβάνομαι το θαύμα και το κάλλος της αρχαίας ελληνικής ζωής. Ξαφνικά, μου φάνηκε πως έβλεπα λευκές φιγούρες να ρίχνουν πορφυρές σκιές πάνω στις ηλιόλουστες παλαίστρες, ομάδες γυμνών νέων και νεαρών παρθένων να κινούνται μέσα σ’ ένα βαθύ γαλάζιο φόντο σαν να ήταν πάνω στη ζωφόρο του Παρθενώνα… Από αγάπη σε όλα αυτά, άρχισα να μελετώ ελληνικά με ενθουσιασμό και όσο πιο πολύ τα μελετούσα, τόσο περισσότερο μαγευόμουν… Από μικρός συνήθιζα να ταυτίζομαι με κάθε ξεχωριστό χαρακτήρα που διάβαζα στα βιβλία, αλλά, εκεί ανάμεσα στα δεκαπέντε με δεκαέξι, παρατήρησα, με κάποια απορία, ότι μου ήταν πιο εύκολο να με φαντάζομαι ως Αλκιβιάδη ή Σοφοκλή, παρά ως Αλέξανδρο ή Καίσαρα. »
.
.
.
We hoisted sail; the wind was blowing fair
.
.
.
.
Θεωρείται ως το αριστούργημα από τις μετόπες του Παρθενώνα. Η παρουσίαση των αντίθετων δυνάμεων (Λαπίθης – Κένταυρος) που η μία αντιτίθεται στην άλλη επιτυγχάνεται με τη διαγώνια σύνθεση σε σχήμα V. Επικρατούν οι οριζόντιες και κάθετες γραμμές με το δόρυ σε διαγώνια. Οι πτυχώσεις της χλαμύδας στο φόντο της σύνθεσης αντιτίθενται στο λείο δέρμα των μορφών. (Βρετανικό Μουσείο)
.
.

.
Την 1η Απριλίου, Κυριακή του Πάσχα, πήγαν στο Μπρίντεζι και το ίδιο βράδυ πήραν το πλοίο για την Ελλάδα. Ξύπνησαν το χάραμα και είδαν μπροστά τους την Κέρκυρα.
.

.
.
.
.
.
.
.
.

.
Ο Παρθενώνας ήταν «ο μόνος από τους ναούς που ήταν τόσο πλήρης, τόσο προσωπικός, τόσο σαν άγαλμα». Ο Ουάιλντ, ωστόσο, δεν είδε τα Ελγίνεια Μάρμαρα και μερικά χρόνια αργότερα, σε μια διάλεξη που θα έδινε σε φοιτητές καλών τεχνών, θα αποκαλούσε τον λόρδο Έλγιν κλέφτη. Εκτός από την απουσία των Μαρμάρων, η Ελλάδα ήταν όλα όσα έλπιζε ότι θα ήταν και η Ρώμη αποδείχθηκε μια απογοητευτική μετάπτωση.
(Εφημερίδα «Καθημερινή», Κυριακή 10 Μαΐου, 2009)
Ο Ουάιλντ έκανε μια τελευταία εκδρομή με τους φίλους του στις Μυκήνες, όπου το όνομα του Μάχαφφυ τους εξασφάλισε την πρόσβαση στους πρόσφατα ανακαλυφθέντες θησαυρούς του Σλήμαν.
.
.
Κατά την παραμονή του Όσκαρ στο Άργος, εκείνο που του προξένησε μεγάλη εντύπωση ήταν το αρχαίο θέατρο. Ερειπωμένο και μισοκατεστραμμένο, έχοντας χάσει πλέον την παλιά αίγλη του, έκανε τον ποιητή να εμπνευστεί και να γράψει ένα ποίημα για αυτό:
.
.
«Στο θέατρο του Άργους»
κανένας ποιητής στεφανωμένος με την ελιά της αθανασίας
δεν τραγουδά το ευχάριστο άσμα του, ούτε η γοερή Τραγωδία
τρομάζει τον αέρα, το πράσινο στάρι κυματίζει γλυκά
εκεί που κάποτε ο Χορός κινούνταν με γοργούς ρυθμούς
μακριά στην Ανατολή μια πορφυρή έκταση θάλασσας,
οι χρυσαφένιοι βράχοι που φυλάκισαν τη Δανάη
και το βεβηλωμένο Άργος μπρος στα πόδια μου.
.
Δεν είναι τώρα η εποχή να θρηνούμε τα περασμένα,
το ναυάγιο ενός έθνους πάνω στην πέτρα του Χρόνου,
ή τις φοβερές καταιγίδες της παμφάγου Μοίρας,
διότι τώρα οι άνθρωποι φωνασκούν μπρος στην πόρτα μας,
ο κόσμος γέμισε πανούκλα,
αμαρτία και έγκλημα,
ακόμα και ο Θεός έχει χάσει το μισό θρόνο του για Χρυσάφι!
Όσκαρ Ουάιλντ Άργος, 1877
.

.
Ο 19ος αιώνας είχε ως πρότυπό του τον ελληνικό πολιτισμό. Τα ελληνικά κατέλαβαν εξέχουσα θέση στα σχολεία και τα πανεπιστήμια. Πιο συγκεκριμένα, η ελληνική κληρονομιά πέρασε σ’ ένα πλατύτερο κοινό μέσα από μεταφράσεις, μιμήσεις και προσηλυτισμό. Ο θρίαμβος του ελληνισμού ήταν, εν μέρει, το κατόρθωμα του ρομαντισμού. Ο Τόμας Μουρ είχε χρησιμοποιήσει τα ελληνικά για κοινωνική ανάλυση, ο Μπέικον για τη φιλοσοφία, ο Μίλτον για τη μεταφυσική, ο Πόουπ για τη λογική, ο Κητς σύγκρινε την πρώτη του ανάγνωση του Ομήρου με την ανακάλυψη του πλανήτη Ουρανού από τον Χέρσελ και ο Βύρωνας έδωσε τη ζωή του για την υπόθεση της ελληνικής ανεξαρτησίας. Ο αγγλόφωνος κόσμος, κι από τις δύο μεριές του Ατλαντικού, άνοιξε τα μάτια του από θαυμασμό διαβάζοντας το ποίημα «Κοιτάζοντας για πρώτη φορά τον Όμηρο» και έκλαψε με «Τα νησιά της Ελλάδας». Η ελληνική κουλτούρα έγινε ταυτόχρονα υπόθεση εκλεπτυσμένης παιδείας και λαϊκού ενθουσιασμού. Ο Κητς και ο Βύρωνας, ο ένας θεωρούμενος μάρτυρας της αισθητικής, ο άλλος της ελευθερίας κυριάρχησαν στο ρομαντικό όραμα του αιώνα και το μαρτύριό τους επαναλήφθηκε μια ακόμα φορά με τη φυλακή και τον κοινωνικό εξοστρακισμό του Όσκαρ Ουάιλντ.
.

.
Το ενδιαφέρον όμως του Ουάιλντ για την Ελλάδα και την κουλτούρα της είχε τις ρίζες του και στην ποικίλη πολιτισμική κληρονομιά που αντλούσε από την πατρίδα του, την Ιρλανδία. Η ελληνική μυθολογία κυριαρχούσε σε πολλές από τις ποιητικές εικόνες των Κελτών ποιητών του 18ου αιώνα Ο Ουάιλντ ως γνωστόν έφυγε από το Τρίνιτυ και πήγε στην Οξφόρδη, όπου σπούδασε τους κλασικούς. Τα γράμματά του αποκαλύπτουν ότι η ελληνική κουλτούρα αποτελούσε γι’ αυτόν μια επιπλέον διάσταση για να εκφραστεί όσο κι ένα θέμα για εκπαιδευτική ειδίκευση. Μιλούσε τα ελληνικά, αναφερόταν σε αυτά, έκανε παραπομπές και τα χρησιμοποιούσε σε βολικές συντομογραφίες. Τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής του έχουν θέματα παρμένα από την αρχαία ελληνική κλασική αρχαιότητα. Πολλά έχουν ως «μότο» στίχους από αρχαίες ελληνικές τραγωδίες στο πρωτότυπο. Όταν ο Ουάιλντ σε ηλικία 21 ετών αργοπορεί και δεν συναντά ορισμένους φίλους του, αποδίδει την αργοπορία του αυτή στο γεγονός ότι «έχει φάει τα λουλούδια του λωτού της Αγάπης και το μώλυ της Λήθης». Ένας γνωστός του γράφει ότι «έχει το πιο ελληνικό πρόσωπο που έχω δει» και η περιγραφή ενός αγώνα διατυπώνεται με την αναφορά σε δύο χάλκινα αγάλματα Ελλήνων αθλητών που βρίσκονται τώρα στη Νάπολη.
Στα δύο τελευταία του χρόνια στο Πόρτορα το 1870-71, ο Όσκαρ βραβεύτηκε επί δύο συνεχείς χρονιές με το ανώτερο βραβείο των Κλασικών Σπουδών και εντελώς απροσδόκητα με το δεύτερο βραβείο για τη ζωγραφική το 1871. Έτρεφε λατρεία για ξεχωριστές εκδόσεις βιβλίων και θεωρούσε πολύτιμη τη χαρτόδετη έκδοση του Αγαμέμνονα του Αισχύλου, την οποία, αφού φύλαξε για καιρό, την πούλησε κατά την περίοδο των δικαστικών του αγώνων. Ο Όσκαρ είχε εκμυστηρευτεί κάποτε στον Φρανκ Χάρις: «Στο Τρίνιτυ ερωτεύτηκα το ελληνικό ιδεώδες…». Επίσης, ως ένδειξη φιλίας προς τον δάσκαλο του Μαχάφφυ, διόρθωσε τα τυπογραφικά δοκίμια του βιβλίου «Η κοινωνική ζωή στην Ελλάδα από τον Όμηρο ως τον Μένανδρο» και το «Περιπλανήσεις και μελέτες στην Ελλάδα».
Επειδή άργησε υπερβολικά να επιστρέψει από το ταξίδι του στην Ελλάδα, τον απέβαλαν από την Οξφόρδη για το υπόλοιπο εξάμηνο. Τότε ο Ουάιλντ θυμωμένος είπε: «Με διώξανε από την Οξφόρδη γιατί ήμουν ο πρώτος φοιτητής που επισκεπτόταν την Ολυμπία». Ύστερα από όλα αυτά θεωρούσε ότι η στάση του αυτή ήταν τοπικιστικά «αθηναϊκή» και περηφανευόταν γι’ αυτό, ενώ δεν παρέλειψε να χαρακτηρίσει ως «Boetian» (Βοιωτό) αντί για τη λέξη «boorish», τον καθηγητή του τον Κλασικών, ο οποίος πρωτοστάτησε για την πειθαρχική τιμωρία του.
Οι μεταφράσεις των ελληνικών έργων που εκπόνησε ο Ουάιλντ είναι προσεκτικές, αν και εκδηλώνονται κάποιες αναστολές στην επιλογή ομοιοκαταληξίας και του στίχου, οι οποίες δείχνουν όμως ευαισθησία στην κατανόηση του πρωτοτύπου. Χρησιμοποιούσε ακόμη τίτλους και επιγράμματα από τα ελληνικά έργα ως ένδειξη των πηγών της έμπνευσής του. Η ομηρική επίδραση είναι ολοφάνερη στο είδος και στην εκλογή των επιθέτων στο «Η Αληθινή Γνώση» (The True Knowledge), όπου χρησιμοποιεί ξανά τη μορφή και το θέμα του In Memoriam.
Η ελληνική επιρροή έδωσε μορφή στα ηθικά και θρησκευτικά συναισθήματα του Ουάιλντ και τον βοήθησε να γίνει ποιητής. Ο Ουάιλντ δεν ξέχασε ποτέ ότι το ξεκίνημα του στο δημιουργικό γράψιμο έγινε, όπως και με την αποδοχή του ως λόγιου, με την ελληνική λογοτεχνία και οι συνεχείς του αναφορές στους Έλληνες και στην κουλτούρα τους, σ’ όλο του το έργο δεν θα πρέπει να θεωρούνται πνευματικός σνομπισμός. Λέει χαρακτηριστικά στο «Κριτικός ως δημιουργός»: «…οι Έλληνες ήσαν έθνος τεχνοκριτών και ανακάλυψαν την κριτική της τέχνης όπως και κάθε άλλο είδος κριτικής. Σε τελευταία ανάλυση, ποιο είναι το κυριότερο χρέος μας στους Έλληνες; Το κριτικό πνεύμα, απλούστατα. Και το πνεύμα αυτό, που το άσκησαν επίσης και σε ζητήματα επιστήμης και θρησκείας, ηθικής και μεταφυσικής, πολιτικής και παιδείας, το άσκησαν επίσης και σε ζητήματα τέχνης. Μας άφησαν το τελειότερο, ως τώρα, σύστημα κριτικής πάνω σε δύο υπέρτατες και ευγενέστατες τέχνες… τη Ζωή και τη Λογοτεχνία…».
Για τον αναγνώστη που δεν γνωρίζει τίποτα από ελληνικά, μπορεί να είναι εκνευριστικές αυτές οι συνεχείς αναφορές στους Έλληνες, αλλά τον καιρό που έγραφε ο Ουάιλντ η γνώση και το ενδιαφέρον για την ελληνική κλασική λογοτεχνία και μυθολογία ήταν έντονο. Όσον αφορά στον ίδιο τον Ουάιλντ, αυτό που συμβαίνει με τις κατοπινές ελληνικές αναφορές είναι ότι αναζωογονείται με την επιστροφή του στην αρχική πηγή της λογοτεχνικής του δημιουργίας, είναι σαν να επικαλείται το πολιτισμικό του ξεκίνημα.
.












