Χουβαρντάδες των Ξένων
Tης Λιλίκας Άρνακη
Μανιφέστο
Ζούμε σε μια εποχή που πολλοί άντρες ξοδεύουν εύκολα εκεί όπου δεν νιώθουν τίποτα, κι όμως μετράνε τα πάντα εκεί όπου υπάρχει αγάπη.
Είναι η εποχή που ο λογαριασμός της ψυχής δεν ισοδυναμεί με τον τραπεζικό.
Υπάρχει ένα παράδοξο που δεν το πιάνει κανένα εγχειρίδιο οικονομίας, αλλά το βλέπεις καθημερινά στις ζωές των ανθρώπων:
οι περισσότεροι άντρες δυσκολεύονται να ξοδέψουν για εκείνη που αγαπούν — τη σύντροφο, τη σύζυγο, την ερωμένη — μα γίνονται απλόχεροι, γενναιόδωροι, σχεδόν επιδεικτικά χουβαρντάδες όταν πρόκειται για τρίτους.
Εκεί που δεν υπάρχει δέσμευση, ούτε τρυφερότητα, ούτε βάθος. Εκεί που υπάρχει μόνο το φευγαλέο βλέμμα, το ποτό της παρέας, η ψευδαίσθηση της ευχαρίστησης.
Κι αναρωτιέσαι: γιατί;
Γιατί αυτός που μοιράστηκε μαζί σου το ψωμί, τον χρόνο, το κορμί, δυσκολεύεται να σου πάρει ένα δώρο με καρδιά, ενώ στον άγνωστο κάνει το τραπέζι με άνεση και χαμόγελο;
Η απάντηση δεν είναι απλή, αλλά έχει όνομα: φόβος της οικειότητας.
Ο άντρας που αγαπά — αν δεν έχει δουλέψει τον εαυτό του — φοβάται την υποχρέωση που κουβαλά το συναίσθημα. Φοβάται πως το «δώρο» θα σημαίνει «δέσμευση».
Πως το να δώσει, είναι σαν να παραδέχεται ότι ανήκει.
Έτσι, για να κρατήσει τη φαντασίωση του ανεξάρτητου, του αυτάρκη, αποσύρει το πορτοφόλι από εκεί που υπάρχει ψυχή — και το ανοίγει εκεί που δεν υπάρχει τίποτα.
Στους τρίτους είναι άνετος. Δεν κινδυνεύει. Δεν θα του ζητήσουν αγάπη, δεν θα τον δουν γυμνό συναισθηματικά. Εκεί μπορεί να είναι ο «μάγκας», ο «άντρας που τα σκάει».
Η επιφάνεια είναι ασφαλής.
Το βάθος είναι απειλητικό.
Κι έτσι γεννιέται το φαινόμενο του οικονομικού καμουφλάζ:
ο άντρας επενδύει σε καταστάσεις όπου δεν χρειάζεται να δώσει τον εαυτό του, μόνο χρήματα.
Η γενναιοδωρία του δεν είναι ένδειξη ψυχής, είναι πρόσοψη εξουσίας.
Στην πραγματική του σχέση, εκεί που θα έπρεπε να υπάρξει ισορροπία, δοτικότητα, αμοιβαιότητα, η γενναιοδωρία στερεύει — γιατί εκεί, τα χρήματα δεν αγοράζουν τίποτα.
Η γυναίκα που αγαπά δεν αγοράζεται. Κι αυτό τον αποσταθεροποιεί.
Προτιμά να χαρίσει ένα ποτό σε μια παρέα, παρά ένα λουλούδι σ’ εκείνη που ξέρει ποιος πραγματικά είναι.
Στην πραγματικότητα, δεν είναι θέμα χρημάτων. Είναι θέμα ιεράρχησης αξιών.
Αν ο άντρας δεν έχει μάθει να τιμά τη γυναίκα που στέκεται δίπλα του, θα συνεχίσει να προσφέρει προς τα έξω για να νιώθει σπουδαίος — ενώ μέσα του παραμένει φτωχός.
Δεν έχει μάθει να συνδέει την ευχαρίστηση με το μοίρασμα. Νομίζει πως το να περνά καλά σημαίνει «να ξοδεύει για να εντυπωσιάζει».
Η ουσία όμως είναι αλλού: στην απλότητα της προσφοράς χωρίς σκοπιμότητα.
Κι εκεί φαίνεται η ποιότητα του ανθρώπου:
όχι πόσα δίνει, αλλά πού τα δίνει.
Η γυναίκα δεν θέλει τα λεφτά του — θέλει να βλέπει πως την υπολογίζει.
Να μην νιώθει δεύτερη μετά την παρέα, το καφενείο ή το τραπέζι των εντυπώσεων.
Να καταλαβαίνει ότι για εκείνον, η χαρά της έχει αξία.
Όμως ο άντρας που δεν ξέρει να αγαπά, δεν ξέρει ούτε να προσφέρει.
Κι αν δεν έχει καλλιεργήσει τη γενναιοδωρία ως στάση ζωής, θα την εξαντλήσει στα επιφανειακά, γιατί εκεί δεν υπάρχει ρίσκο.
Αυτή είναι η οικονομία των σχέσεων:
Άλλοι κρατούν λογαριασμό με την καρδιά, κι άλλοι με το πορτοφόλι.
Κι όσο πιο βαθιά εμπλέκονται συναισθηματικά, τόσο πιο σφιχτά κρατούν το δεύτερο.
Κάποτε θα έρθει, βέβαια, η στιγμή που θα συνειδητοποιήσει — συχνά αργά — πως εκεί που δεν έδωσε, έχασε.
Κι εκεί που ξόδεψε χωρίς ψυχή, έμεινε με άδειες τσέπες και πιο άδεια μέρα.
Γιατί η αληθινή ευχαρίστηση δεν αγοράζεται με χαρτονομίσματα, αλλά με το να έχεις δίπλα σου έναν άνθρωπο που δεν μετράει τα πάντα.
Επίλογος
Ο άντρας που δίνει στους ξένους για να νιώσει μεγάλος,
και μετράει στα ψιλά τη γυναίκα που τον αγαπά,
ζει πλούσιος στις αποδείξεις — και φτωχός στην ψυχή.