Το vima365.gr είναι μια έντιμη προσπάθεια, ανιδιοτελής, που αξίζει την στήριξή σας.Απλά γαρ εστί της αλήθειας επη

Ὅταν οἱ ρεμπέτες τραγούδησαν γιὰ τὸν πόλεμο τοῦ ’40

Ἡ ἐλευθερία ὡς μουσικὴ τῆς ψυχῆς

Τὰ τραγούδια ποὺ ἀκούγονται στὴν ἐπέτειο γιὰ τὸν πόλεμο τοῦ 1940 εἶναι συνήθως αὐτὰ τῶν δημιουργῶν τοῦ ἐλαφροῦ τραγουδιοῦ. Γιὰ παράδειγμα, τέτοια τραγούδια εἶναι τὸ «Βάζει ὁ Ντοῦτσε τὴ στολή του» τοῦ Θεόφραστου Σακελλαρίδη, τὸ «Παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος παιδιὰ» τοῦ Μιχάλη Σιουγιούλ, τὸ «Κορόϊδο Μουσολίνι» καὶ ἄλλα παρόμοια. Τὰ περισσότερα ἀπὸ αὐτὰ τὰ τραγούδια ἑρμηνεύτηκαν ἀπὸ τὴ Σοφία Βέμπο, ἡ ὁποία ἔχει ὀνομαστεῖ καὶ «τραγουδίστρια τῆς νίκης».

Ὡστόσο, στὸν πόλεμο τοῦ ’40 ἦταν «παρόντες» καὶ ἄλλοι καλλιτέχνες μὲ τὰ τραγούδια τους. Οἱ δημιουργοὶ καὶ οἱ ἑρμηνευτὲς τοῦ ρεμπέτικου τραγουδιοῦ ‒ἂν καὶ τότε θεωροῦνταν ἄνθρωποι τοῦ περιθωρίου, ποὺ δὲν ἄξιζαν τὴν προσοχὴ τῆς καλῆς κοινωνίας‒ δὲν ἔμειναν ἀπαθεῖς ἀπέναντι στὸν ἀγῶνα τῆς Ἑλλάδας καὶ τὴν ἀντίστασή της ἐνάντια στὸν φασισμό. Δημιούργησαν τραγούδια μὲ σκοπὸ νὰ συμβάλουν στὴν ἐμψύχωση τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας καὶ τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ μετώπου. Μέχρι τὴν ἄνοιξη τοῦ 1941, ὅσο ἀκόμα λειτουργοῦσαν οἱ δισκογραφικὲς ἑταιρεῖες, πρόλαβαν νὰ τὰ ἠχογραφήσουν. Ὅμως, καθὼς δὲν ἀκούγονταν οὔτε στὸ ραδιόφωνο οὔτε στὰ θέατρα, δὲν ἔγιναν γνωστὰ ὅσο τὰ τραγούδια τοῦ ἐλαφροῦ τραγουδιοῦ· ἀλλὰ οὔτε ὕστερα ἀπὸ τὸν πόλεμο ἔγιναν γνωστά, καθὼς ἡ ἐπίσημη ἀφήγηση τοῦ ἔπους πρόβαλε κυρίως τὸ σχετικὸ ἐλαφρὸ τραγούδι.

Μπορεῖ, λοιπόν, τὰ ρεμπέτικα τραγούδια γιὰ τὸν πόλεμο τοῦ ’40 νὰ ἔμειναν στὸ περιθώριο, ὡστόσο δὲν χάθηκαν. Σήμερα μποροῦμε νὰ μιλήσουμε γι’ αὐτὰ χάρη στοὺς μελετητές του ρεμπέτικου, οἱ ὁποίοι ἐντόπισαν τοὺς δίσκους καὶ κατέγραψαν τὴν ἱστορία τους. Στὸ παρὸν κείμενο θὰ ἀναφερθοῦμε σὲ κάποια ἀπὸ αὐτά, περιγράφοντας τὸ περιεχόμενό τους καὶ μιλῶντας γιὰ τοὺς δημιουργοὺς καὶ τοὺς ἑρμηνευτές τους.

α. Ὁ Στελλάκης Περπινιάδης καὶ τὸ τραγούδι «Ἄκου Ντοῦτσε μου τὰ νέα»

Ὅπως καὶ τὰ ἐλαφρὰ τραγούδια ποὺ γράφτηκαν γιὰ τὸν πόλεμο, πολλὰ ἀπὸ τὰ ρεμπέτικα τραγούδια ἔχουν κι αὐτὰ σατιρικὸ χαρακτῆρα. Ἕνα τέτοιο σατιρικὸ τραγούδι εἶναι τὸ «Ἄκου Ντοῦτσε μου τὰ νέα». Ἡ μελωδία του δὲν γράφτηκε τὸ 1940, ἀλλὰ ἕξι χρόνια πρὶν γιὰ τὸ τραγούδι «Ἡ Βαρβάρα», σὲ στίχους καὶ μουσικὴ τοῦ Παναγιώτη Τούντα, ἂν καὶ πραγματικὸς δημιουργός του θεωρεῖται ὁ Γιοβὰν Τσαοὺς (Ἰωάννης Ἰντζερίδης). Ὅταν ξέσπασε ὁ πόλεμος, ὁ Τούντας τὸ ξανακυκλοφόρησε μὲ στίχους ἐμπνευσμένους ἀπὸ τὴν ἐπικαιρότητα, μετατρέποντάς το σὲ σατιρικὸ σχόλιο ἀπέναντι στὸν Μουσολίνι καὶ τὴν ἀλαζονεία του.

Τὸ τραγούδι καὶ στὶς δύο ἐκδοχές του τὸ ἑρμηνεύει ὁ Στελλάκης Περπινιάδης, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε μία ἀπὸ τὶς πιὸ χαρακτηριστικὲς φωνὲς τοῦ τραγουδιοῦ τοῦ Μεσοπολέμου. Ὅταν τὴ δεκαετία τοῦ ’30 γυρνοῦσαν οἱ δίσκοι πάνω στὰ γραμμόφωνα, στὰ τραγούδια ποὺ ἀκούγονταν ξεχώρισε ἡ φωνή του. Μὲ πατέρα Τηνιακὸ καὶ μάνα Χιώτισσα, τὰ ἕξι πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς του, μέχρι τὸ 1906, τὰ ἔζησε στὴν Ἀλεξάνδρεια, ἐνῷ ὕστερα γιὰ βιοποριστικοὺς λόγους ἡ οἰκογένεια μετακινήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη. Τὸ 1919 μὲ τὴν ἀπόβαση τῶν ἑλληνικῶν στρατευμάτων στὴ Σμύρνη, ὁ Στελλάκης ἐπιστρατεύτηκε καὶ στάλθηκε στὸ μέτωπο. Μὲ τὴν κατάρρευση τοῦ μετώπου τὸν Αὔγουστο τοῦ 1922 πέρασε στὴ Χίο κι ἔφτασε πρόσφυγας στὸν Πειραιά, ὅπου ἔμαθε κιθάρα καὶ ἄρχισε νὰ παίζει καὶ νὰ τραγουδάει μὲ κάποιες ὀρχῆστρες. Ἐκεῖ τὸν ἄκουσε ὁ Παναγιώτης Τούντας κι ἔκανε μαζί του τὴν πρώτη ἠχογράφηση τὸ 1930, ποὺ ἦταν ἡ ἀφετηρία μιᾶς μεγάλης καλλιτεχνικῆς πορείας. Τὰ λόγια τοῦ συγκεκριμένου τραγουδιοῦ ἔχουν ὡς ἑξῆς:

Ὁ Μπενίτο κάθε βράδυ στὸ Παλάτσο ξενυχτάει,
γιὰ νὰ μάθει ἔχει μανία, κάτι ἀπὸ τὴν Ἀλβανία.

Τὸ τηλέφωνο στὸ χέρι, ὅλη νύχτα στὸ καρτέρι,
πές μου φίλε Καβαλλέρο, τὸ τί γίνεται νὰ ξέρω.

Ἄκου Ντοῦτσε μου τὰ νέα, φίνα, σοβαρὰ κι ὡραῖα,
ἕνα μπρὸς καὶ δέκα πίσω, πῶς νὰ σοῦ τ’ ὁμολογήσω.

Τί χαμπέρια νὰ σοῦ στείλω, ποὺ μᾶς ρήμαξαν στὸ ξύλο,
μᾶς τσακώνουνε ἀράδα καὶ μᾶς στέλνουν στὴν Ἑλλάδα.

Ὁ Μπενίτο χρῶμα ἀλλάζει καὶ τὸν Γκάϊντα τοῦ φωνάζει,
βάλε μπρὸς τὴ μηχανή σου καὶ τὴν ὄμορφη φωνή σου.

Πὲς πὼς ἔχουμε μιὰ νίκη καὶ τὸ μέλλον μας ἀνήκει,
μπρὸς γκρεμνὸς καὶ πίσω ρέμα, μέσα στ’ ἄλλα κι ἄλλο ψέμα.

https://www.youtube.com/watch?v=Td_VXut9Ij0

β. Ὁ Ἀπόστολος Χατζηχρῆστος καὶ τὸ τραγούδι «Τὸ ὄνειρο τοῦ Μπενίτο»

Ἕνα ἄλλο σατιρικὸ ρεμπέτικο τραγούδι γιὰ τὸν πόλεμο εἶναι τὸ χασάπικο «Τὸ ὄνειρο τοῦ Μπενίτο». Στὴν ἀρχική του μορφὴ κυκλοφόρησε τὸ 1939 μὲ τὸν τίτλο «Ὁ Ἀντώνης ὁ Βαρκάρης». Σύνθεση τοῦ Σπύρου Περιστέρη μὲ ἑρμηνευτὲς τὸν Μᾶρκο Βαμβακάρη καὶ τὸν Ἀπόστολο Χατζηχρῆστο. Τὸ 1940, μέσα στὸ κλίμα τοῦ πολέμου, τὸ τραγούδι ἐπανεκδόθηκε μὲ νέους στίχους, ποὺ σατιρίζουν τὸν Μουσολίνι καὶ μετατρέπουν τὴν εὔθυμη μελωδία του σὲ ἕνα εἰρωνικὸ σχόλιο τοῦ φασισμοῦ.

Οἱ ἑρμηνευτές του εἶναι ὁ Μᾶρκος Βαμβακάρης καὶ ὁ Ἀπόστολος Χατζηχρῆστος, ὁ ὁποῖος εἶχε γεννηθεῖ στὴ Σμύρνη στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰῶνα. Ἡ οἰκογένειά του ἦταν εὐκατάστατη καὶ εἶχε ἀποκτήσει μουσικὴ παιδεία ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία, ἔχοντας μάθει νὰ παίζει πιάνο καὶ κιθάρα. Τὸ 1919 ἔφηβος καὶ ἐνθουσιασμένος μὲ τὴν παρουσία τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ στὰ μικρασιατικὰ παράλια, κατετάγη ἐθελοντὴς στὴν ἐκστρατεία. Μὲ τὴν καταστροφὴ τοῦ 1922 πιάστηκε καὶ κρατήθηκε αἰχμάλωτος σὲ στρατόπεδο τῶν Τούρκων γιὰ τρία χρόνια. Ὡστόσο, κατόρθωσε νὰ δραπετεύσει. Τὸ γεγονὸς αὐτό τοῦ γέννησε τὸ αἴσθημα μιᾶς βαθιᾶς εὐγνωμοσύνης γιὰ τὴ ζωὴ καὶ μιᾶς μεγάλης ἀγάπης γιὰ τὴν ἐλευθερία. Ἔτσι, ὅταν οἱ Ἰταλοὶ ἐπιτέθηκαν στὴν Ἑλλάδα, τὰ βιώματά του αὐτὰ τροφοδότησαν τὴ θέλησή του νὰ γίνει καὶ αὐτὸς ἐκφραστὴς καὶ ἐμψυχωτὴς τοῦ νέου ἀγῶνα γιὰ τὴν ἐλευθερία. Οἱ στίχοι τοῦ τραγουδιοῦ λένε:

Ὁ Μπενίτο κάποια νύχτα ζαλισμένος,
εἶδε ὄνειρο ὁ καημένος,
πὼς βρισκόταν στὴν Ἀθήνα
σὲ μιὰ φίνα λιμουζίνα.

Μὰ σὰ ξύπνησε καὶ ρίχνει ἕνα βλέμμα,
εἶπε κρῖμα νά ’ναι ψέμα,
ἕνα τέτοιο μεγαλεῖο,
βρὲ παιδιὰ δὲν εἶν’ ἀστεῖο.

Φέρτε πένα διατάζει καὶ μελάνι,
τηλεσίγραφο μᾶς κάνει.
μὰ τοῦ λέμε ἐν τῷ ἅμα,
ἂν βαστᾶς κάνε τὸ θάμα.

Δὲν περάσανε παρὰ ὀλίγες μέρες
κι οἱ θαυματουργές μας σφαῖρες
τὸ τσαρούχι κι ἡ ἀρβύλα
κάναν στὸν Μπενίτο νίλα

Βρὲ Μπενίτο μὴ θαρρεῖς γιὰ μακαρόνια
τὰ ἑλληνικὰ κανόνια,
τά ’χουν χέρια δοξασμένα
παλληκάρια ἀντρειωμένα

https://www.youtube.com/watch?v=IniGMMSYaAU

Ὁ Ἀπόστολος Χατζηχρῆστος, ὁ Στελλάκης Περπινιάδης, ὁ Παναγιώτης Τούντας, ὁ Σπύρος Περιστέρης καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἀκόμη δημιουργοὶ κι ἑρμηνευτὲς τοῦ ρεμπέτικου τραγουδιοῦ ἦταν ἄνθρωποι σημαδεμένοι ἀπὸ τὸν πόλεμο καὶ τὸν ξεριζωμό. Πρόσφυγες ἀπὸ τὴ Μικρασία, εἶχαν νωπὲς τὶς ἐμπειρίες ἀπὸ αὐτὰ τὰ βιώματα. Ἤξεραν τί σημαίνει ἀγῶνας γιὰ τὴν ἐλευθερία. Ἔτσι, στὰ τραγούδια τους ἀποτυπώνεται ἡ θέληση νὰ συμβάλουν στὸν νέο ἀγῶνα καὶ στὴν προσπάθεια νὰ κρατηθεῖ ζωντανὸ μέσα στὸ σκοτάδι τὸ φρόνημα τῆς ἐλευθερίας.

γ. Ὁ Μᾶρκος Βαμβακάρης καὶ τὸ τραγούδι «Μουσολίνι ἄλλαξε γνώμη»

Κι ἐνῷ τὸ «Ἄκου Ντοῦτσε μου τὰ νέα» καὶ «Τὸ Ὄνειρο τοῦ Μπενίτο» ἀποτελοῦν ἔκφραση τῆς σάτιρας, ὑπάρχει κι ἕνα ἄλλο σατιρικὸ τραγούδι τὸ ὁποῖο ξεπερνᾶ τὴ σάτιρα, γιὰ νὰ γίνει ἕνα ἀνθρώπινο σχόλιο στὴ μοῖρα τῶν λαῶν μέσα στὴ δίνη τῆς ἱστορίας. Εἶναι τὸ χασάπικο «Μουσολίνι ἄλλαξε γνώμη», τὸ ὁποῖο συνέθεσε καὶ τραγούδησε ὁ «πατριάρχης» του ρεμπέτικου, ὁ Μᾶρκος Βαμβακάρης.

Τὸ ἰδιαίτερο σ’ αὐτὸ τὸ χασάπικο εἶναι πώς, ἐνῷ σατιρίζει τον Μουσολίνι, δὲν στρέφεται ἐνάντια στὸν λαὸ τῆς Ἰταλίας· μιλᾶ μὲ συμπόνια γιὰ τὰ «καημένα τὰ παιδιά της». Μέσα ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς στίχους ὁ Βαμβακάρης δὲν βλέπει ὡς ἐχθρὸ ἕναν λαό, ἀλλὰ ἕνα καθεστώς, τὸ ὁποῖο συνθλίβει ἀνθρώπους καὶ συνειδήσεις. Δὲν ἀποτελεῖ ἔκφραση μίσους, ἀλλὰ οἴκτου. Αὐτὴ ἡ στάση δὲν εἶναι τυχαία. Ὁ Βαμβακάρης, μεγαλωμένος στὴν Ἄνω Χώρα τῆς Σύρου, μέσα σὲ καθολικὴ οἰκογένεια, εἶχε ἕναν παραπάνω λόγο νὰ δείξει κατανόηση στὴν ὀδύνη τοῦ λαοῦ τῆς Ἰταλίας, ὁ ὁποῖος ἔπεσε θῦμα τῆς προπαγάνδας του Μουσολίνι καὶ τοῦ φασισμοῦ. Τὰ λόγια τοῦ τραγουδιοῦ εἶναι τὰ ἑξῆς:

Βρὲ γρουσούζη Μουσουλίνι ποῦ ’ναι τὰ τόσα μεγαλεῖα,
πού ’ταζες κάθε λιγάκι στὴν καημένη Ἰταλία.

Τὴν ἐτάραξες στὴν πεῖνα κι εἶναι πιὰ ξελιγωμένη,
μονὰχα ἡ δική σου τσέπη εἶναι παραφουσκωμένη.

Τὰ καημένα τὰ παιδιά της δὲν τολμοῦν νὰ ποῦν κουβέντα,
τοὺς ἐράψατε τὸ στόμα σὺ ὁ Τζιάνος καὶ ἡ Ἔλντα.

Μουσουλίνι ἄλλαξε γνώμη ἔλα πιὰ στὰ σύγκαλά σου,
γιατί ἔφτασε ἡ ὥρα νὰ τινάξεις τὰ μυαλά σου.

https://www.youtube.com/watch?v=bsAQT4A4MLc

δ. Ὁ Παναγιώτης Τούντας καὶ τὸ τραγούδι «Δὲν μὲ φοβίζει ὁ πόλεμος»

Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ σατιρικὰ τραγούδια γιὰ τὸν πόλεμο τοῦ 1940 ὑπῆρξαν καὶ ρεμπέτικα ποὺ εἶχαν πιὸ ἔντονο τὸν ἐπικὸ κι ἐμψυχωτικὸ χαρακτῆρα. Ἕνα τέτοιο τραγούδι στὸν ρυθμό τοῦ ζεϊμπέκικου ἔχει τὸν τίτλο «Δὲν μὲ φοβίζει ὁ πόλεμος». Τὸ ἔγραψε ὁ Παναγιώτης Τούντας καὶ τὸ τραγούδησε πάλι ὁ Στελλάκης Περπινιάδης.

Ὁ συνθέτης τοῦ τραγουδιοῦ, ὁ Παναγιώτης Τούντας, ἦταν πρόσφυγας ἀπὸ τὴ Σμύρνη, ὁ ὁποῖος ἔζησε τὴν ἀπώλεια καὶ τὸν ξεριζωμό, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνάγκη γιὰ δημιουργία μέσα ἀπὸ τὴν τέχνη. Ἡ μουσική του καλλιέργεια τὸν ὁδήγησε στὴ θέση τοῦ διευθυντῆ μεγάλης δισκογραφικῆς ἑταιρείας, ἀπὸ τὴν ὁποία κατάφερε νὰ ἀναδείξει τὴ φωνὴ τῶν λαϊκῶν μουσικῶν. Ὅταν ἦρθε ὁ πόλεμος, ὁ Τούντας δὲν ἔμεινε ἀμέτοχος. Κουβαλοῦσε μαζί του ‒ὅπως καὶ τόσοι ἄλλοι πρόσφυγες ἀπὸ τὴ Μικρασία‒ τὴ μνήμη τῆς χαμένης πατρίδας, ἀλλὰ καὶ τὸ πάθος γιὰ τὴν ἐλευθερία. Τὰ βιώματα αὐτὰ τοῦ ἔδιναν μιὰ βαθύτερη συνείδηση γιὰ τὸν ἀγῶνα· καὶ αὐτὸ τὸ αἴσθημα ἔγινε ἡ ψυχὴ τῆς μουσικῆς του. Παρὰ τὸ ἄδοξο τέλος του μέσα στὰ χρόνια τῆς Κατοχῆς, πρόλαβε νὰ ἀφήσει πίσω του ἕνα ἔργο γεμᾶτο πίστη στὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν πατρίδα. Ἡ πίστη αὐτὴ ἀποτυπώνεται καὶ στὸ ζεϊμπέκικο «Δὲν μὲ φοβίζει ὁ πόλεμος», τὰ λόγια τοῦ ὁποίου ἔχουν ὡς ἑξῆς:

Τὸν ὅρκο στὴν πατρίδα μας π’ ἔκανα τὸν φυλάω,
κι ὥσπου νὰ πάψει ὁ πόλεμος, ἐγὼ θὰ πολεμάω.

Μὲ τὸν γυλιὸ στὸν ὦμο μου, τὸ χέρι στὴ σκανδάλη,
θὰ γράφω μὲ τὴ λόγχη μου καινούριες δόξες πάλι.

Ὅτι ἔκανα στὸν Μόροβα καὶ στοῦ Ἰβὰν τὴ ράχη,
τώρα θὰ κάνω πιότερα κι ἀλλοῦ ἂν τύχει μάχη.

Δὲ μὲ φοβὶζει ὁ πόλεμος γι’ αὐτὸ καὶ νύχτα-μέρα
μὲ περηφάνια μάχομαι, φωνάζοντας ἀέρα.

https://www.youtube.com/watch?v=TAdRbnzyp68

ε. Ὁ Στέλιος Χρυσίνης καὶ τὸ τραγούδι «Ὅλα τὰ Ἑλληνόπουλα»

Ἡ ἀγωνιστικὴ θέληση τῶν ἀνθρώπων του ρεμπέτικου ἀποτυπώνεται καὶ σ’ ἕνα ἄλλο ἐμψυχωτικὸ τραγούδι στὸ ρυθμὸ τοῦ συρτοῦ μὲ τὸν τίτλο «Ὅλα τὰ Ἑλληνόπουλα». Ἑρμηνευτὴς καὶ πάλι εἶναι ὁ Στελλάκης Περπινιάδης, ἐνῷ συνθέτης εἶναι ὁ Στέλιος Χρυσίνης. Γεννημένος στὸν Πειραιᾶ τὸ 1916, ὁ Χρυσίνης ἔχασε τὴν ὅρασή του σὲ μικρὴ ἡλικία· ὡστόσο, ἔδειξε ἀπὸ νωρὶς ξεχωριστὴ κλίση στὴ μουσική. Μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Παναγιώτη, συνόδευαν τὶς προβολὲς τῶν βουβῶν ταινιῶν, παίζοντας ζωντανὰ στοὺς κινηματογράφους. Ξεχώρισαν γιὰ τὴν ἱκανότητά τους νὰ ἀναπαράγουν μὲ πιστότητα τὴν μουσικὴ καὶ τὰ τραγούδια κι ἔγιναν γνωστοὶ στοὺς κύκλους τῶν μουσικῶν, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ οἱ ὀργανοπαῖκτες τοῦ μπουζουκιοῦ.

Ὁ Στέλιος Χρυσίνης ἔμαθε καὶ μπουζούκι καὶ μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του, ὁ ὁποῖος τὸν συνόδευε στὴν κιθάρα, ἔπαιζαν στὶς μπύρες τοῦ Πειραιᾶ ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ ’30. Τὸ 1934 μπῆκε στὴν δισκογραφία καὶ ἄρχισε τὶς ἠχογραφήσεις συνθέσεών του, πολλὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἔγιναν μεγάλες ἐπιτυχίες. Ὅταν ξέσπασε ὁ πόλεμος, δὲν μποροῦσε νὰ πολεμήσει μὲ ὅπλα· μποροῦσε ὅμως νὰ συνεισφέρει μὲ τὶς νότες του. Ἡ τέχνη του ἔγινε ὁ τρόπος νὰ σταθεῖ δίπλα στοὺς ἀνθρώπους ποὺ μάχονταν, νὰ μοιραστεῖ μαζί τους τὴν ἀγωνία, τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν πίστη πὼς μέσα στὶς πιὸ σκοτεινὲς ὧρες, ἡ ψυχὴ μπορεῖ νὰ βλέπει πιὸ καθαρὰ ἀπὸ τὰ μάτια. Τὰ λόγια τοῦ τραγουδιοῦ του ἔχουν ὡς ἑξῆς

Ὅλα τὰ Ἑλληνόπουλα μὲ λεβεντιὰ καὶ χάρη
τραβᾶνε γιὰ τὸ μέτωπο μὲ δόξα καὶ καμάρι.

Γιὰ ν’ ἀπαντήσουν τὸν ἐχθρό, πηγαίνουν ἀντρειωμένα
καὶ νὰ ξαναγυρίσουνε γοργὰ καὶ τιμημένα.

Βόηθα Χριστὲ καὶ Παναγιά, πάντοτε τὸ στρατό μας,
δῶσε μεγάλη δύναμη, τὸ δίκιο εἶναι δικό μας.

Γιὰ τ’ ἄδικο ποὺ ἔκαναν αὐτοὶ οἱ δολοφόνοι,
θὰ τοὺς πληρώσει γρήγορα τὸ Ἑλληνικὸ κανόνι.

https://www.youtube.com/watch?v=5wcuPV-T-hY

στ. Ὁ Δημήτρης Γκόγκος ἢ Μπαγιαντέρας καὶ τὸ τραγούδι «Τοὺς Κενταύρους δὲν φοβᾶμαι»

Ὁ Δημήτρης Γκόγκος ἢ Μπαγιαντέρας εἶναι κι αὐτὸς ἕνας σημαντικὸς δημιουργός τοῦ ρεμπέτικου, ὁ ὁποῖος τὸν Ἀπρίλη τοῦ 1941 ἔχασε τὴν ὅρασή του ἀπὸ γλαύκωμα. Γεννημένος στὸν Πειραιᾶ τὸ 1903, μεγάλωσε μέσα στὴ φτώχεια καὶ τὴ σκληρὴ καθημερινότητα τοῦ λιμανιοῦ. Ἀπὸ μικρὸς δούλευε γιὰ νὰ βοηθήσει τὴν οἰκογένειά του καὶ παράλληλα ἀσχολήθηκε μὲ τὴ μουσικὴ· ἔμαθε κιθάρα καὶ μπουζούκι καὶ ἄρχισε νὰ παίζει στὰ λαϊκὰ στέκια τοῦ Πειραιᾶ. Ἔγινε φίλος μὲ τὸν Μᾶρκο Βαμβακάρη κι ἐξελίχθηκε σ’ ἕναν ἀπὸ τοὺς πιὸ ἐκφραστικοὺς ἐκπροσώπους τοῦ ρεμπέτικου.

Ἐκτὸς ἀπὸ μουσικὸς ὑπῆρξε καὶ ἀθλητής, μέλος συλλόγων στίβου καὶ πάλης τοῦ Πειραιᾶ. Τὸ ἀγωνιστικὸ αὐτὸ πνεῦμα καὶ ἡ πίστη στὴν προσπάθεια διαπερνοῦν καὶ τὰ τραγούδια του. Ὁ ἴδιος ἔλεγε ὅτι «τὸ τραγούδι εἶναι κι αὐτὸ ἀγῶνας». Στὴν συγκεκριμένη περίσταση τοῦ πολέμου ὁ Μπαγιαντέρας δὲν τραγουδᾶ ἁπλῶς γιὰ νὰ διασκεδάσει· τραγουδᾶ γιὰ νὰ δώσει κουράγιο, νὰ θυμίσει ὅτι ὁ ἀγῶνας εἶναι στάση ζωῆς ‒ ὅτι ἀκόμα κι ἂν ὅλα μοιάζουν χαμένα, ὁ ἄνθρωπος ἔχει πάντα «ὅπλο τὴν καρδιά του». Στὸ πρόσωπό του συναντῶνται ἡ ψυχὴ τοῦ ρεμπέτη καὶ τὸ ἦθος τοῦ ἀγωνιστῆ ‒ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ παλεύει γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἐλευθερία. Αὐτὰ τὰ στοιχεῖα ἀποτυπώνονται καὶ στὸ χασάπικο ποὺ ἔγραψε μὲ τὸν τίτλο «Τοὺς Κενταύρους δὲν φοβᾶμαι»:

Γιὰ ντουφέκι δὲν μὲ νοιάζει
οὔτε βάζω πιὰ μαράζι,
συντροφιὰ ἔχω τὴ λόγχη
τὴ γλυκιά μου ξιφολόγχη.

Ἀγκαλιὰ μ’ αὐτὴ κοιμᾶμαι
τοὺς Κενταύρους δὲ φοβᾶμαι
θαύματα μὲ κείνη κάνω
στὶς βουνοκορφὲς ἀπάνω.

Οἱ φρατέλοι σὰν μὲ εἰδοῦνε
ψάχνουν δρόμο γιὰ νὰ βροῦνε
μὰ τοὺς στρώνω στὸ κυνήγι
καὶ αὐτοὶ ὅπου φύγει φύγει.

https://www.youtube.com/watch?v=mNhEnlHie24

ζ. Ἐπίλογος

Τὰ ρεμπέτικα τραγούδια γιὰ τὸν πόλεμο τοῦ ’40 γράφτηκαν μὲ σατιρικὴ διάθεση καὶ καρδιακὴ θέρμη, προκειμένου νὰ δώσουν κουράγιο κι ἐλπίδα σ’ ἕναν λαὸ ποὺ δὲν πολέμησε μόνο στὰ βουνά, ἀλλὰ καὶ στὶς πόλεις, στὶς φτωχογειτονιές, στὰ χωράφια καὶ στὰ ἐργοστάσια. Οἱ δημιουργοὶ τοῦ ρεμπέτικου ἔγιναν οἱ ποιητὲς αὐτοῦ τοῦ ἀγῶνα, μετατρέποντας τὸν πόνο καὶ τὸν φόβο σὲ τραγούδι. Τὰ τραγούδια τους αὐτά, ποὺ γεννήθηκαν μέσα στὰ σοκάκια καὶ στὰ ὑπόγεια τοῦ Πειραιᾶ, ἔμειναν στὸ περιθώριο τῶν ἐπίσημων ἀφηγήσεων. Ὅμως, ἦταν ἡ φωνὴ ἑνὸς ὁλόκληρου κόσμου μέσα στὸ σκοτάδι, ἡ ὁποία, ὅπως καὶ τὸ ρεμπέτικο τὸ ἴδιο, ἀντηχεῖ ἀκόμη – σὰν χτύπος τῆς καρδιᾶς, ποὺ δὲν σταματᾶ, θυμίζοντας ὅτι ἡ ἐλευθερία εἶναι πρῶτα ἀπ’ ὅλα μουσικὴ τῆς ψυχῆς.

Στην εικαστική συμπλήρωση της σελίδας, σύνθεση ζωγραφικών έργων του Γιώργου Σικελιώτη και του Αλέξανδρου Αλεξανδράκη.

ΠΗΓΗ https://antifono.gr/

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Το σχόλιο σας θα δημοσιευθεί αφου εγκριθεί πρώτα απο τον διαχειριστή για την αποφυγή υβριστικού η προσβλητικού περιεχομένου.

Με Μια Ματιά