Το vima365.gr είναι μια έντιμη προσπάθεια, ανιδιοτελής, που αξίζει την στήριξή σας.Απλά γαρ εστί της αλήθειας επη

Γιάννης Παλαβός: Η Καρυά Ολύμπου είναι ένα καταφύγιο για το βλέμμα και τον νου

Ο συγγραφέας Γιάννης Παλαβός γράφει για την Καρυά Ολύμπου

Γιάννης Παλαβός: Στην Καρυά Ολύμπου, μακριά απ’ τη θάλασσα

Τη θάλασσα ποτέ δεν τη συμπάθησα. Μεγάλωσα στη Δυτική Μακεδονία, σε μια λωρίδα γης μεταξύ των Πιερίων και του Αλιάκμονα, σ’ έναν αγροτικό τόπο που τον ορίζουν, χαράσσοντάς τον σαν νυχιές, χείμαρροι και φαράγγια. Τη θάλασσα την πρωτοείδα στα οκτώ μου, άλλη μία στα δώδεκα κι έπειτα ξανά στα δεκαεπτά: τα καλοκαίρια δουλεύαμε στο χωράφι και δεν είχαμε χρόνο για διακοπές.

Κοντεύω 45 ετών, αλλά νησιά έχω επισκεφτεί όλα κι όλα τρία ή τέσσερα – και, εννοείται, δεν ξέρω κολύμπι. Δεν λέω, γλυκός ο φλοίσβος πλάι στο αρμυρίκι, όμως ο αχός του νερού που αφρίζει στη ρίζα του πλατάνου, του νερού που γλείφει την πρασινωπή πέτρα ή λουφάζει, μαύρο και παγερό, στο κοίλωμα του βράχου, είναι για μένα ανυπέρβλητος: νιώθω ότι φέρνει από βαθιά κάτι παρηγορητικό και μαζί ανησυχαστικό.

Μ’ αυτές τις εικόνες και μ’ αυτό το αίσθημα μεγάλωσα. Γι’ αυτό και αποφεύγω ό,τι συμβατικά συνδέεται με το ελληνικό καλοκαίρι, το οποίο ανέκαθεν μου φαινόταν μια μάλλον τυπική ελληνική κομπίνα, με θύμα τον ανυποψίαστο επισκέπτη, πρωτίστως αλλοδαπό, στον οποίον παρέχονται πανάκριβα κακές υπηρεσίες. Πιστεύω ότι η κλιματική κρίση που ήδη καθιστά το μεσογειακό καλοκαίρι ανυπόφορο, το αυξημένο κόστος παραθερισμού στις ακτές, η υποβάθμιση του νησιωτικού τοπίου και η δυσφορία που προκαλεί σε όλο και περισσότερους η αρπακολλατζίδικη λογική του τουρισμού στη χώρα μας σύντομα θα στρέψουν πολλούς παραθεριστές προς το βουνό.

Κι αυτό με χαροποιεί: και χωριά θα ξαναζωντανέψουν, κι ετοιμοθάνατες τοπικές οικονομίες θα πάρουν τα πάνω τους, και τα νησιά θα ανασάνουν από τις ορδές των πλεόντων, οδοιπορούντων και καμνόντων για μια σέλφι στα ασβεστωμένα απ’ τον Μεταξά εξωκλήσια.

Μ’ αυτές τις εικόνες και μ’ αυτό το αίσθημα μεγάλωσα. Γι’ αυτό και θεωρώ μεγάλη τύχη ότι η γυναίκα μου κατάγεται από την Καρυά, ένα χωριό του Ολύμπου στα όρια μεταξύ Λάρισας και Πιερίας. Εκεί παραθερίζουμε οικογενειακώς δέκα χρόνια τώρα, γιατί αυτός ο οικισμός των 400 κατοίκων, χτισμένος σε υψόμετρο 900 μέτρων κάτω από την Τιτνάτα, την κορυφή όπου κατά τη μυθολογία έλαβε χώρα η Τιτανομαχία, είναι ένα καταφύγιο για το βλέμμα και τον νου.

Το σκεφτόμουν πάλι το Πάσχα, που περάσαμε εκεί λίγες μέρες: απόγευμα Μεγάλης Παρασκευής, περπατούσα στο χωριό και στις γύρω πλαγιές και, επί σχεδόν δύο ώρες, δεν άκουσα ανθρωπογενή ήχο, μόνο κελαηδήματα, βελάσματα, το θρόισμα των φύλλων, το κελάρυσμα ενός ρέματος, το γάβγισμα των σκύλων που οδηγούσαν ένα κοπάδι στο μαντρί, αίφνης το σύρσιμο μιας αλεπούς όταν με αντιλήφθηκε στο λιβάδι και, πιο κάτω, επιστρέφοντας προς τον οικισμό, το βούισμα από ένα σμάρι μύγες πάνω απ’ το κουφάρι μιας γάτας – ώσπου, όχι μακριά απ’ τα πρώτα σπίτια, σήμανε η καμπάνα. Κι αργότερα τη νύχτα, στο πηχτό σκοτάδι, άκουγα για ώρα τον γκιώνη, όπως το καλοκαίρι ακούω τ’ αηδόνια από την καρυδιά του κήπου.

Ας μιλήσω, όμως, πιο συγκεκριμένα για την Καρυά. Άλλοτε κεφαλοχώρι του Ολύμπου, με 4.000 κατοίκους, η Καρυά σήμερα, μετά τη δοκιμασία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, του Εμφυλίου και της μετανάστευσης, είναι ένα μικρό κτηνοτροφικό χωριό, το κύριο θέλγητρο του οποίου, πέρα από την τοποθεσία του, είναι ότι αντιστέκεται γενναία στον τουρισμό. Ίσως επειδή η κτηνοτροφία αρκεί για να θρέψει τον τοπικό πληθυσμό, ίσως επειδή ο οικισμός, ρημαγμένος τον περασμένο αιώνα και ξαναχτισμένος δίχως να διατηρηθεί η παραδοσιακή του αρχιτεκτονική, δεν μπορεί να προσελκύσει επισκέπτες όσο άλλοι φωτογενείςορεινοί προορισμοί. Η Καρυά παραμένει ένα αψιμυθίωτο κομμάτι Ελλάδας, όπως τη ζήσαμε έως τη δεκαετία του ’80: μια μικρή, ανεπιτήδευτη πλατεία μ’ έναν πλάτανο και μια βρύση απ’ όπου, μέρα νύχτα, αναβλύζει δροσερό νερό, μια δεύτερη μικρή πλατεία 50 μέτρα παρακάτω, μ’ ένα καφενείο ξεχασμένο στο 1960, ένας φούρνος, δυο παντοπωλεία, δυο κρεοπωλεία, δυο ψησταριές.

Ιούλιο μήνα, όταν η χώρα βράζει και σε υψόμετρο κάτω των 500 μέτρων δυσκολεύεσαι να ανασάνεις, στην Καρυά πίνουμε τον καφέ μας στην πλατεία με ζακέτα, κι απ’ τον Δεκαπενταύγουστο ανάβουμε τζάκι. Η ποιότητα του αέρα και του νερού είναι μοναδική – χαίρεσαι να αναπνέεις, να πίνεις με τις χούφτες απ’ τις κρήνες στις γειτονιές και να τρως. Κυρίως να τρως: το κρέας, αποκλειστικά από ντόπια κοπάδια, είναι εξαιρετικό.

Αναφέρθηκα πιο πάνω στην τοποθεσία του χωριού· αξίζει να θαυμάσει κανείς το τοπίο που το περιβάλλει. Είτε ανεβαίνεις από τον θεσσαλικό κάμπο είτε από την Ελασσόνα είτε από τις ακτές της Πιερίας, δεν περιμένεις να δεις, καθώς παλεύεις με τις φιδογυριστές στροφές, να προβάλλει ξαφνικά μέσα από τα δέντρα, ψηλά, κάτω απ’ τις γυμνές κορφές, ένα εκτεταμένο οροπέδιο με χωράφια, βοσκές κι ένα ποταμάκι στη μέση, τη Ζηλιάνα, που, σχηματίζοντας ένα βαθύ φαράγγι, εκβάλλει πολλά χιλιόμετρα πιο κάτω, στα παράλια μεταξύ Σκοτίνας και Λεπτοκαρυάς.

Άλλα δυο χωριά απλώνονται στις παρυφές του οροπεδίου, η Σκαμνιά και η Κρυόβρυση, και πίσω από ένα πυκνό πευκόδασος κρύβεται η Καλλιπεύκη. Στα χωράφια βλέπει κανείς να βόσκουν, μακάρια ανάμεσα στις λεύκες, διάσπαρτα κοπάδια πρόβατα, αγελάδες και άλογα. Κι ακόμα, 4 χιλιόμετρα προς τα ανατολικά, στον δρόμο προς τα Λείβηθρα, βρίσκεται ο Ξερόλακκας, ένα καταπράσινο ξέφωτο πλάι στο ποτάμι, όπου μπορεί κανείς να γευματίσει στον καλαίσθητο χώρο που έχουν διαμορφώσει οι ντόπιοι. Εκεί πέρσι το καλοκαίρι, ενώ η γυναίκα μου κι ο γιος μου κοιμόντουσαν στην κουβέρτα που είχαμε στρώσει στο χορτάρι της πλαγιάς, ενώ τα έλατα θρόιζαν κι ο αχός ανέβαινε από την κοίτη, άκουσα το παρατεταμένο, επίμονο, εορταστικό πελέκημα ενός δρυοκολάπτη. Ελπίζω και φέτος να μου κάνει την τιμή

* Ο Γιάννης Παλαβός είναι συγγραφέας.

ΠΗΓΗ https://www.athensvoice.gr/li

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Το σχόλιο σας θα δημοσιευθεί αφου εγκριθεί πρώτα απο τον διαχειριστή για την αποφυγή υβριστικού η προσβλητικού περιεχομένου.

Με Μια Ματιά