Τα Δίδυμα της Βυδίσοβας
Η ιστορία μας, διαδραματιζεται στα 1.779 στη Βυδίσοβα της Μεσσηνίας, εκεί που τα βουνά αγκαλιάζουν τον ουρανό και τα ελαιόδεντρα ψιθυρίζουν αρχαίες ιστορίες!!!
Η Αρετή, ένιωθε την κοιλιά της να μεγαλώνει με δύο μικρές ζωές. Ο άντρας της, ο Λάμπρος, καλός στην ψυχή μα δέσμιος των εθίμων, βρισκόταν μακριά σε εμπορικό ταξίδι όταν έφτασε η ώρα του τοκετού. Δεν υπήρχε περίπτωση να αποδεχτεί ότι δεν θα είναι αγόρι ο διάδοχος του. Πολύ αυστηρός δέσμιος!! Δεν ήθελε, όπως και πολλοί άλλοι συντοπίτες του κορίτσια!!
Το πεπρωμένο όμως σε συνετιζει!

Μια νύχτα με πανσέληνο, η μαμή του χωριού, η γερόντισσα Ευδοκία, βοήθησε την Αρετή να φέρει στον κόσμο δύο πανέμορφα κοριτσάκια.
Μα αντί για χαρές και πανηγύρια, βαριά σιωπή απλώθηκε στο σπίτι. Η οικογένεια του Λάμπρου περίμενε διάδοχο – ένα γερό αγόρι να συνεχίσει το όνομα.
«Πρέπει να τα κρύψουμε,» ψιθύρισε η Ευδοκία, με μάτια που έλαμπαν από εξυπνάδα. «Ξέρω το τέλειο μέρος.»
Πίσω από το μοναστήρι της Παναγίας της Βυδισοβίτισσας, χτισμένο ψηλά στο βραχο, υπήρχε ένα παλιό κελί που κανείς δεν χρησιμοποιούσε πια. Η Ευδοκία είχε μια αδερφή καλόγρια εκεί, την Θεοδώρα, που δέχτηκε να βοηθήσει. Το κελί μεταμορφώθηκε σε μυστικό καταφύγιο. Πίσω από βαριές κουρτίνες και ψηλά ράφια με βότανα, δημιούργησαν ένα κρυφό δωμάτιο όπου τα δίδυμα θα μεγάλωναν ασφαλή.
Τα κορίτσια, που τα ονόμασαν Ζωή και Ελπίδα, μεγάλωναν σαν αγριολούλουδα στο μυστικό τους καταφύγιο. Η Θεοδώρα τους δίδασκε γράμματα από τα παλιά χειρόγραφα του μοναστηριού, ενώ η Ευδοκία τους μάθαινε τη γνώση των βοτάνων και την τέχνη της θεραπείας.
Κανείς στο χωριό δεν υποψιαζόταν την ύπαρξή τους, αν και μερικοί έλεγαν πως άκουγαν παράξενα γέλια τις νύχτες με πανσέληνο και έβλεπαν δύο σκιές να χορεύουν στο φως του φεγγαριού. Οι φήμες έλεγαν πως το μοναστήρι είχε τα δικά του μυστικά πνεύματα, μα κανείς δεν τολμούσε να ψάξει παραπάνω.

Καθώς τα χρόνια περνούσαν, η Αρετή ζούσε με ένα βάρος στην ψυχή της. Κάθε βράδυ, όταν ο Λάμπρος αποκοιμιόταν, εκείνη έκλαιγε σιωπηλά, θυμούμενη την ημέρα που αναγκάστηκε να του πει το ψέμα: «Τα μωρά μας γεννήθηκαν νεκρά.» Ηταν κορίτσια, δύο δίδυμες.
Στο μεταξύ, ο τοπικός άρχοντας, ο Νικηφόρος ο Σοφός όπως τον αποκαλούσαν, είχε καθιερώσει τα περίφημα «Παίγνια της Γνώσης». Κάθε χρόνο, στη γιορτή του Αγίου Δημητρίου, καλούσε όλους τους νέους του τόπου – μόνο αγόρια φυσικά – να διαγωνιστούν σε γρίφους, μαθηματικά και φιλοσοφία. Ο νικητής θα κέρδιζε το προνόμιο να σπουδάσει στην Κωνσταντινούπολη.
Η Ζωή και η Ελπίδα, τώρα δεκαέξι χρονών, είχαν ακούσει για τα παίγνια από τις συζητήσεις των καλογραιών. Μια μέρα, ενώ ξεφύλλιζαν τα αρχαία χειρόγραφα του μοναστηριού, ανακάλυψαν κάτι εντυπωσιακό: συνταγές για βαφές μαλλιών και τεχνικές μεταμφίεσης που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι ηθοποιοί.
«Αδερφή μου,» είπε η Ζωή στην Ελπίδα, «τι θα έλεγες να γίνουμε για λίγο αγόρια;»
Με τη βοήθεια της Θεοδώρας και της Ευδοκίας, τα κορίτσια άρχισαν να προετοιμάζονται. Έκοψαν τα μακριά τους μαλλιά, έφτιαξαν αντρικά ρούχα από παλιά ράσα, και εξασκήθηκαν στο περπάτημα και στη φωνή τους. Η Αρετή, όταν έμαθε το σχέδιό τους, τρόμαξε αρχικά, αλλά μετά θυμήθηκε τη δική της νιότη και πώς πάντα ονειρευόταν να σπουδάσει.

«Θα σας βοηθήσω,» τους είπε, «αλλά πρέπει να είστε πολύ προσεκτικές.»
Έτσι, την ημέρα των παιγνίων, δύο «αγόρια» από ένα μακρινό χωριό παρουσιάστηκαν στο αρχοντικό. Συστήθηκαν ως Ζήνων και Ελπιδοφόρος, δίδυμα αδέρφια που είχαν μεγαλώσει με τους μοναχούς. Κανείς δεν υποψιάστηκε την αλήθεια, εκτός ίσως από τον Λάμπρο, που ένιωσε μια παράξενη οικειότητα όταν τα είδε – μια αίσθηση που δεν μπορούσε να εξηγήσει.
Τα παίγνια ξεκίνησαν, και τα «αγόρια» εντυπωσίασαν όλους με τις γνώσεις τους. Η Ζωή έλυνε περίπλοκους μαθηματικούς γρίφους, ενώ η Ελπίδα απήγγειλε ολόκληρα αποσπάσματα από αρχαίους φιλοσόφους. Ο άρχοντας Νικηφόρος ήταν κατενθουσιασμένος.
Την ώρα που η Ελπίδα έλυνε τον τελευταίο γρίφο του διαγωνισμού, ένας απρόσμενος επισκέπτης έφτασε στο αρχοντικό: ο γέρο-Συμεών, ο τυφλός μοναχός από το μοναστήρι της Παναγίας της Βυδισοβίτισσας. Παρότι τυφλός, ο Συμεών ήταν γνωστός για το χάρισμά του να «βλέπει» την αλήθεια με την καρδιά του.
«Αρχοντά μου,» φώναξε μπαίνοντας στην αίθουσα, «σήμερα γίνεται ένα θαύμα στο αρχοντικό σου! Ακούω δύο φωνές που τραγουδούν σαν πουλιά της άνοιξης, όμοιες με εκείνες που ακούω κάθε βράδυ στο μοναστήρι!»
Η Ζωή και η Ελπίδα πάγωσαν. Ο Λάμπρος, που καθόταν στο ακροατήριο, ένιωσε την καρδιά του να χτυπά παράξενα. Η Αρετή, που παρακολουθούσε κρυφά από το παράθυρο, έτρεμε.
Ο γέρο-Συμεών προχώρησε προς το μέρος των διδύμων. «Αυτές οι φωνές… τις ακούω εδώ και δεκαέξι χρόνια να ψάλλουν στο μοναστήρι. Είναι οι φωνές των…»
Εκείνη τη στιγμή, η γερόντισσα Ευδοκία, που είχε έρθει μαζί με τον Συμεών, έκανε κάτι απρόσμενο. Σκόνταψε – σκόπιμα – πάνω σ’ ένα τραπέζι γεμάτο βιβλία, προκαλώντας μεγάλη αναστάτωση. Τα βιβλία έπεσαν με πάταγο, και ένα μπουκάλι μελάνι χύθηκε στο πάτωμα.
«Αχ, συγχωρέστε με!» φώναξε με προσποιητή αμηχανία. «Τα γέρικα πόδια μου δε με βαστούν πια!»
Η αναταραχή προκάλεσε γέλια και σχόλια, αποσπώντας την προσοχή από τα λόγια του Συμεών. Ο άρχοντας Νικηφόρος, που λάτρευε τα βιβλία του, έτρεξε να δει τη ζημιά.
Μέσα στη φασαρία, η Θεοδώρα, που είχε έρθει κι αυτή στο αρχοντικό τάχα για να βοηθήσει τον τυφλό μοναχό, πλησίασε τον Συμεών και του ψιθύρισε κάτι στο αυτί. Ο γέροντας σώπασε, και ένα μυστηριώδες χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπό του.
«Συγχωρέστε με, άρχοντά μου,» είπε τελικά. «Τα γηρατειά μάς κάνουν να μπερδεύουμε τις αναμνήσεις με την πραγματικότητα. Ίσως να ήταν απλώς ο αντίλαλος από τις ψαλμωδίες του μοναστηριού.»
Ωστόσο, ο Λάμπρος δεν μπορούσε να ησυχάσει. Κάτι στα λόγια του γέροντα, είχε ξυπνήσει μέσα του μια παλιά ανάμνηση, έναν πόνο που είχε θάψει βαθιά. Κοίταξε τα «αγόρια» προσεκτικότερα. Είχαν κάτι από την Αρετή στο βλέμμα τους…
Τα παίγνια συνεχίστηκαν μέχρι το ηλιοβασίλεμα. Ο «Ζήνων» και ο «Ελπιδοφόρος» εντυπωσίαζαν όλο και περισσότερο το κοινό με τις γνώσεις τους. Όταν ο άρχοντας Νικηφόρος έθεσε τον τελευταίο γρίφο, ένα περίπλοκο πρόβλημα αστρονομίας, τα δίδυμα αλληλοκοιτάχτηκαν με νόημα.
«Επιτρέψτε μας, άρχοντά μου, να απαντήσουμε μαζί,» είπε η Ζωή με τη βαθιά φωνή που είχε εξασκήσει. «Γιατί όπως ο ήλιος και η σελήνη συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον στον ουρανό, έτσι κι εμείς σκεφτόμαστε καλύτερα ως δύο μέρη ενός όλου.»
Ο Νικηφόρος, εντυπωσιασμένος από την ποιητική παρομοίωση, έγνεψε καταφατικά. Τα δίδυμα έδωσαν μια απάντηση τόσο εμπεριστατωμένη που άφησε άφωνους ακόμα και τους πιο μορφωμένους παρευρισκόμενους.
«Νικητές των φετινών παιγνίων,» ανακοίνωσε ο άρχοντας, «είναι οι δίδυμοι αδελφοί, Ζήνων και Ελπιδοφόρος!»
Η αίθουσα ξέσπασε σε χειροκροτήματα. Η Αρετή, που παρακολουθούσε ακόμη από το παράθυρο, έκλαιγε από χαρά και φόβο μαζί. Ο Λάμπρος χειροκροτούσε κι αυτός, αλλά το βλέμμα του ήταν σκεπτικό.
«Θα φύγετε σε μία εβδομάδα για την Κωνσταντινούπολη,» ανακοίνωσε ο Νικηφόρος. «Θα σπουδάσετε στη μεγάλη σχολή του Πατριαρχείου!»
Εκείνο το βράδυ, στο μυστικό κελί του μοναστηριού, η χαρά της νίκης σκιάστηκε από την αγωνία. Πώς θα μπορούσαν να ταξιδέψουν στην Πόλη; Πώς θα διατηρούσαν το μυστικό τους για τόσο καιρό;
«Ίσως ήρθε η ώρα να πούμε την αλήθεια,» ψιθύρισε η Ελπίδα.
«Όχι ακόμα,» απάντησε η Ζωή. «Πρέπει πρώτα να αποδείξουμε σε όλους ότι η γνώση δεν έχει φύλο.»
Την ίδια στιγμή, ο Λάμπρος καθόταν μόνος στην αυλή του σπιτιού του, κοιτάζοντας τα αστέρια. Θυμήθηκε ένα όνειρο που είχε δει πριν δεκαέξι χρόνια: δύο λαμπερά αστέρια που χόρευαν στον ουρανό. Τότε δεν του είχε δώσει σημασία, μα τώρα…
Το Όνειρο του Λάμπρου
Βρισκόταν σ’ ένα ψηλό βουνό, κάτω από έναν ουρανό γεμάτο αστέρια. Ξαφνικά, δύο από αυτά αποσπάστηκαν και άρχισαν να χορεύουν, σχηματίζοντας κύκλους φωτός στον σκοτεινό ουρανό. Τα αστέρια κατέβαιναν όλο και πιο χαμηλά, ώσπου έφτασαν μπροστά του. Καθώς τα κοιτούσε, μεταμορφώθηκαν σε δύο μικρά κοριτσάκια που έλαμπαν σαν το φεγγάρι.
«Πατέρα,» του είπαν με μια φωνή που έμοιαζε με κελάρυσμα νερού, «θα περιμένουμε. Θα μεγαλώσουμε κρυμμένες σαν τους σπόρους κάτω από το χιόνι, μα μια μέρα θα ανθίσουμε. Και τότε θα καταλάβεις πως η αγάπη είναι πιο δυνατή από κάθε κόλλημα .»
Στο όνειρό του, ο Λάμπρος άπλωσε τα χέρια να τις αγγίξει, μα εκείνες μεταμορφώθηκαν ξανά σε αστέρια και ανέβηκαν ψηλά στον ουρανό. Πίσω τους άφησαν ένα μονοπάτι από φως που οδηγούσε στο μοναστήρι της Παναγίας της Βυδισοβίτισσας.
Ξύπνησε τότε με δάκρυα στα μάτια, μα δεν μπορούσε να θυμηθεί το γιατί. Η Αρετή, που τον είδε να κλαίει, του είπε πως ήταν από τη θλίψη για τα χαμένα τους μωρά. Το όνειρο ήταν ένα μήνυμα, μια υπόσχεση πως η αγάπη και η αλήθεια θα έβρισκαν το δρόμο τους.
«Το όνειρο,» ψιθύρισε στην Αρετή εκείνο το βράδυ, «ήταν πάντα εδώ, μέσα στην καρδιά μου, να μου λέει πως τα παιδιά μας ζούσαν. Κι εγώ δεν το άκουσα…»
Πέντε χρόνια πέρασαν σαν νερό. Στην Κωνσταντινούπολη, η Ζωή και η Ελπίδα κατάφεραν να διατηρήσουν το μυστικό τους χάρη στη βοήθεια μιας σοφής δασκάλας, της Ειρήνης, που ανακάλυψε την αλήθεια αλλά είδε στα μάτια τους τη δίψα για μάθηση. Τις προστάτεψε και τις δίδαξε όχι μόνο γράμματα και επιστήμες, αλλά και πώς να παλεύουν για τα δικαιώματά τους.
Όταν επέστρεψαν στη Βυδίσοβα, δεν ήταν πια μεταμφιεσμένες. Φορώντας τα γυναικεία τους ρούχα, με τα μαλλιά τους να πέφτουν ελεύθερα στους ώμους, στάθηκαν μπροστά στο αρχοντικό όπου ο Νικηφόρος διοργάνωνε τα ετήσια παίγνια.
«Άρχοντά μου,» είπε η Ζωή με τη φυσική της φωνή πια, «είμαστε εμείς, ο Ζήνων και ο Ελπιδοφόρος. Ή μάλλον, η Ζωή και η Ελπίδα.»
Η αίθουσα πάγωσε. Ο Λάμπρος, που καθόταν στην πρώτη σειρά, σηκώθηκε όρθιος. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα καθώς η αλήθεια ξετυλιγόταν μπροστά του σαν παλιό παραμύθι.
«Τα μωρά μου…» ψιθύρισε η Αρετή, που στεκόταν στην είσοδο. «Τα κοριτσάκια μου που δεν πέθαναν ποτέ…»
Ο Λάμπρος στράφηκε προς τη γυναίκα του, και για πρώτη φορά είδε όλο τον πόνο που είχε κρύψει τόσα χρόνια στα μάτια της. Έτρεξε προς τις κόρες του, τις αγκάλιασε σφιχτά, κι ας μην τις είχε αγκαλιάσει ποτέ ως τώρα.
«Συγχωρέστε με,» έκλαιγε. «Συγχωρέστε με που η τυφλή προσκόλληση στις προκαταληψεις με έκανε να χάσω τόσα χρόνια από τη ζωή σας.»
Η Αρετή έτρεξε κι αυτή στην αγκαλιά τους. Τέσσερις καρδιές χτυπούσαν τώρα μαζί, κι ο γέρο-Συμεών, που στεκόταν στη γωνία, χαμογελούσε γαλήνια.
«Άρχοντά μου,» είπε η Ελπίδα στον Νικηφόρο, που παρακολουθούσε συγκινημένος, «σπουδάσαμε στην Πόλη ως αγόρια και αποδείξαμε την αξία μας. Τώρα στεκόμαστε μπροστά σας ως γυναίκες, με την ίδια γνώση, την ίδια σοφία, την ίδια αξία.»
Ο Νικηφόρος σηκώθηκε από το θρόνο του. «Σήμερα,» ανακοίνωσε με φωνή που έτρεμε από συγκίνηση, «δεν γιορτάζουμε μόνο τη γνώση, αλλά και την αλήθεια. Από σήμερα, τα παίγνια της Βυδίσοβας θα είναι ανοιχτά σε όλους – αγόρια και κορίτσια.»
Η Θεοδώρα και η Ευδοκία, που στέκονταν δίπλα στο γέρο-Συμεών, σκούπιζαν τα δάκρυά τους. Η αλήθεια είχε επιτέλους θριαμβεύσει.
Τα χρόνια που ακολούθησαν, η Ζωή και η Ελπίδα έγιναν οι πρώτες δασκάλες της Βυδίσοβας. Δίδαξαν γράμματα σε αγόρια και κορίτσια, ανοίγοντας το δρόμο για ένα νέο μέλλον. Κι όταν τα παιδιά τις ρωτούσαν για την ιστορία τους, τους έλεγαν πάντα: «Η γνώση δεν έχει φύλο. Έχει μόνο φως, και το φως αυτό λάμπει το ίδιο δυνατά σε κάθε ψυχή που διψά να μάθει.»
Και κάθε χρόνο, στη γιορτή του Αγίου Δημητρίου, όταν η Βυδίσοβα γέμιζε με νέα παιδιά που διαγωνίζονταν στα παίγνια, δύο αστέρια έλαμπαν πιο φωτεινά στον ουρανό – λες και χόρευαν από χαρά για όλα τα όνειρα που τώρα πια μπορούσαν να γίνουν αληθινά.
γράφει Στάθης Μητρόπουλος
Ομφαλός της γης
Το σχόλιο σας θα δημοσιευθεί αφου εγκριθεί πρώτα απο τον διαχειριστή για την αποφυγή υβριστικού η προσβλητικού περιεχομένου.