Το vima365.gr είναι μια έντιμη προσπάθεια, ανιδιοτελής, που αξίζει την στήριξή σας.Απλά γαρ εστί της αλήθειας επη

ΜΑΘΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ 13 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
ΤΟ ΨΕΥΔΕΠΙΓΡΑΦΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ (1961-1989)

    Ταξίαρχος Διερμηνέας εα Όθων Κυπριωτάκης, πτ Νομικής Θεσσαλονίκης
Πρώην Διευθυντής Γραμματειακής και Μεταφραστικής Υποστήριξης  Γενικού Επιτελείου Στρατού

ΤΑ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ
Η οικοδόμηση και η πτώση του Τείχους του Βερολίνου δεν υπήρξαν μεμονωμένα
επεισόδια της γερμανικής, ευρωπαϊκής και παγκόσμιας ιστορίας. Εντάσσονται σε όσα
διαδραματίσθηκαν τον 20ό αιώνα και ιδίως στην επικράτηση του κομμουνιστικού
καθεστώτος στη Σοβιετική Ένωση (1917-1991), το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1939-1945) και τον Ψυχρό Πόλεμο (1945-1992).

Η Σοβιετική Ένωση, από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής της έπασχε από μια
ανασφάλεια ως προς τα δυτικά σύνορά της, η οποία οφειλόταν στον εμφύλιο πόλεμο με
τους «Λευκούς Ρώσους», που υποστηρίχθηκαν από δυτικές δυνάμεις. Στην αρχική της
ιδεολογία (Λενινισμό), προέβλεπε προσπάθεια των «επαναστατικών δυνάμεων» να
επεκτείνουν την ιδεολογική επιβολή του κομμουνισμού σε όλο τον κόσμο. Όταν
επεκράτησε ο Στάλιν, για να παγιωθεί το καθεστώς του, υιοθέτησε το δόγμα του
«σοσιαλισμού σε μια χώρα» (1922-1941). Στα πλαίσια αυτά, συνεργάσθηκε στρατιωτικά με
τη Γερμανία (Δημοκρατία της Βαϊμάρης) για να τη βοηθήσει να ξεπεράσει τους
περιορισμούς της συνθήκης των Βερσαλλιών, ακόμη και μετά την επικράτηση του
ναζιστικού καθεστώτος του Χίτλερ (1931). Τέλος, δεν δίστασε να προωθήσει το διαβόητο
σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ, με βάση το οποίο Γερμανία και Σοβιετική Ένωση
παρέμειναν σύμμαχοι μέχρι την ναζιστική εισβολή στην ΕΣΣΔ την 22 Ιουνίου 1941, και οι
δύο μαζί εισέβαλαν και διαμοίρασαν την Πολωνία.
Στη διάρκεια του πολέμου, μετά τη μεγαλειώδη νίκη των Σοβιετικών στο
Στάλινγκραντ (Φεβρουάριος 1943) και μετά τη διαπίστωση ότι η συμμαχική νίκη κατά του
Άξονα ήταν βέβαιη, η σοβιετική πολιτική άλλαξε και στις διασκέψεις των ηγετών της
Τεχεράνης (28 Νοεμβρίου-1 Δεκεμβρίου 1943) και Γιάλτας (4-11 Φεβρουαρίου 1945), ο
Στάλιν απαίτησε τα εδάφη, που θα «απελευθέρωνε» ο Κόκκινος Στρατός, να περιέρχονταν
στη σοβιετική σφαίρα επιρροής, καθώς επίσης η Γερμανία και η Αυστρία, όπως και οι
πρωτεύουσές τους, Βερολίνο και Βιέννη, να διαιρούνταν και να διοικούνταν από τις
νικηφόρες δυνάμεις, το οποίο και έγινε.


Η ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΡΑΪΧ
Πριν το τέλος των εχθροπραξιών στο έδαφος του Ράιχ και την άνευ όρων παράδοση
των ναζιστικών γερμανικών δυνάμεων (8-9 Μαΐου 1945), είχαν ήδη ορισθεί τα σημεία
επαφής μεταξύ των σοβιετικών από την Ανατολή και των δυτικών συμμάχων (ΗΠΑ,
Ηνωμένου Βασιλείου και Γαλλίας) από τη Δύση. Ελλείψει χαρτών με ακριβή στοιχεία, η
διαίρεση Γερμανίας και Αυστρίας, Βερολίνου και Βιέννης, αποτέλεσαν σημεία προστριβών
μεταξύ Σοβιετικών και Δυτικών. Για να αποφύγουν άμεση σύγκρουση, οι Δυτικοί
συμβιβάσθηκαν και άφησαν τους Σοβιετικούς να χαράξουν τα όρια ευθύνης στο έδαφος.
Αποτέλεσμα της λανθασμένης αυτής πολιτικής, υπήρξαν οι διαχωρισμοί ολόκληρων
κατοικημένων περιοχών, ακόμη και μεμονωμένων οικημάτων από τις γραμμές των ορίων

μεταξύ των δυνάμεων κατοχής του Ράιχ. Έφθασαν μάλιστα σε ευτράπελο σημείο, αντί στο
μέσο του δρόμου, τα όρια να είναι μεταξύ ενός πεζοδρομίου και οδοστρώματος, ή μεταξύ
της πρόσοψης οικημάτων και του πεζοδρομίου.
Στο παρόν δεν γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην Αυστρία και τη Βιέννη, γιατί η
διαίρεσή τους δεν εμπόδισε τη συγκρότηση εκεί εθνικών αρχών διακυβέρνησης και
διοίκησης (1945-55). Με συμφωνία των νικηφόρων δυνάμεων, η Αυστρία ανέκτησε την
ανεξαρτησία και κυριαρχία της, υπό την προϋπόθεση της απόλυτης ουδετερότητας και μη-
συμμετοχής της σε στρατιωτικούς συνασπισμούς. Έτσι, έως σήμερα, παρά τους
δημοκρατικά εκλεγμένους θεσμούς της και την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η χώρα
δεν συμμετέχει στο ΝΑΤΟ.
Μεταξύ 1945 και 1949, η Γερμανία και το Βερολίνο παρέμειναν υπό συμμαχική
διοίκηση. Μια προσπάθεια του Στάλιν να υφαρπάξει τους τομείς του (Δυτικού) Βερολίνου,
που έλεγχαν οι δυτικές δυνάμεις (ΗΠΑ, ΗΒ και Γαλλία), με οδικό και σιδηροδρομικό
αποκλεισμό, απέτυχε, γιατί ΗΠΑ και ΗΒ ανεφοδίασαν τους κατοίκους με την περίφημη
«αερογέφυρα», την οποία η Σοβιετική Αεροπορία δεν είχε την ισχύ να αναχαιτίσει. Ο
Ψυχρός Πόλεμος πέρασε στην πιο ενεργή του φάση, όταν η ΕΣΣΔ απέκτησε πυρηνικά όπλα.


Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν τους Δυτικούς στο να επιτρέψουν στους Γερμανούς να
συνενώσουν διοικητικά τις τρεις αντίστοιχες ζώνες κατοχής και να συγκροτήσουν την
Ομόσπονδη Δημοκρατία της Γερμανίας, με ελεύθερη οικονομία και πολυ-κομματική
διακυβέρνηση. Αντιδρώντας, η Σοβιετική Ένωση μετέτρεψε τη σοβιετική ζώνη κατοχής,
πλην του Δυτικού Βερολίνου, σε σοσιαλιστικό κράτος, τη Γερμανική Λαοκρατική
Δημοκρατία, με κατευθυνόμενη οικονομία και ένα κόμμα εξουσίας, το SED ή Ενιαίο
Σοσιαλιστικό Κόμμα Γερμανίας. Οι δύο χώρες, πιο γνωστές ως Δυτική και Ανατολική
Γερμανία, εντάχθηκαν στις οικονομικές και στρατιωτικές δομές Δύσης (ΕΟΚ, ΝΑΤΟ) και
Ανατολής (ΚΟΜΕΚΟΝ, Σύμφωνο Βαρσοβίας) αντίστοιχα.
Τέλος, σημειώνεται ότι οι Σοβιετικοί από το 1945 είχαν επιβάλει σε όλες τις χώρες
επιρροής τους κομμουνιστικά καθεστώτα, με την ανοχή ή και τις ευλογίες των Δυτικών, και
εμπόδιζαν με κάθε τρόπο την έξοδο των κατοίκων, που δεν ανέχονταν τη σοσιαλιστική
πολιτική και τη κατευθυνόμενη οικονομία, στα πλαίσια αυτού που ο Ουίνστον Τσώρτσιλ
ονόμασε «Σιδηρούν Παραπέτασμα». Το ίδιο συνέβη και στο σοβιετικό / ανατολικο-
γερμανικό τομέα. Μόνη ανοικτή δίοδος μεταξύ των δύο Γερμανιών ήταν η πόλη του
Βερολίνου, γιατί ο αστικός ιστός και τα μέσα μαζικής μεταφοράς εντός αυτής (προαστιακός
και μετρό, τραμ και λεωφορεία) δεν ελέγχονταν πλήρως.

Η ΑΦΑΙΜΑΞΗ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ
Η προέλαση του Κόκκινου Στρατού δια των Βαλτικών κρατών και της Πολωνίας με
στόχο και έπαθλο το Βερολίνο, προκάλεσε κύμα προσφύγων από την Ανατολική Πρωσία
(σήμερα Καλίνινγκραντ της Ρωσίας), την Πομερανία και τη Βαλτική (σήμερα δυτική
Πολωνία) προς τα όρια της Γερμανίας, όπως διαμορφώθηκαν στο τέλος του πολέμου. Οι
αγριότητες, που οι Ναζί Γερμανοί και οι σύμμαχοί τους είχαν διαπράξει στις κατεχόμενες
χώρες και ιδίως την ΕΣΣΔ, έκαναν τους άνδρες και τις γυναίκες του Κόκκινου Στρατού να
ζητούν εκδίκηση. Οι κυβερνήτες, που οι Σοβιετικοί επέβαλαν σε όλη τη σφαίρα επιρροής
τους (Ανατολική Γερμανία, Πολωνία, Τσεχοσλοβακία, Ουγγαρία, Ρουμανία, Βουλγαρία),
ήσαν παλαιοί κομμουνιστές, είτε θύματα των Ναζί, είτε άνθρωποι που είχαν καταφύγει

στην ΕΣΣΔ πριν τον πόλεμο και στη διάρκειά του, και θέλησαν να επιβάλουν την πολιτική
τους χωρίς να υπολογίζουν τις δυσμενείς συνέπειες για τον πληθυσμό.


Τα αποτυχημένα πολυετή προγράμματα της κατευθυνόμενης οικονομίας της
ανατολικής Ευρώπης, συγκρινόμενα με τη ανάκαμψη της Δυτικής Γερμανίας και της δυτικής
Ευρώπης γενικότερα, με κεφάλαια από τις ΗΠΑ, οδήγησαν πολύ σύντομα σε ένα θεαματικό
ρεύμα μετανάστευσης μέσω των γερμανικών εδαφών προς τη Δύση. Μετά το κλείσιμο των
συνόρων μεταξύ Δυτικής και Ανατολικής Γερμανίας και τους ταξιδιωτικούς περιορισμούς
μεταξύ των κρατών υπό σοβιετική επιρροή, η ροή περιορίσθηκε στους Ανατολικο-
Γερμανούς μέσω Βερολίνου.
Καθοριστικό ρόλο στην έξοδο αυτή του πληθυσμού, έπαιξε η εξέγερση των
Ανατολικο-Γερμανών εργατών την 16 Ιουνίου 1953, που καταπνίγηκε στο αίμα από τα
σοβιετικά άρματα, αφού η ανατολικο-γερμανική κυβέρνηση δεν μπόρεσε να αντιδράσει. Η
εξέγερση των Ούγγρων το 1956 κατά των Σοβιετικών επέτεινε τις σχέσεις Ανατολής και
Δύσης και έριξε βαριά σκιά στο μελλοντικό καθεστώς του Βερολίνου.
Από το 1945 έως το 1961, περισσότερο από το ένα τρίτο του πληθυσμού της
Ανατολικής Γερμανίας, κυρίως υψηλής μόρφωσης και νέας ηλικίας, πέρασε και
εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Δυτική, τα τελευταία χρόνια δια του Βερολίνου. Το καθημερινό
θέαμα ήταν απογοητευτικό. Οικογένειες και μεμονωμένα άτομα με ελάχιστα προσωπικά
είδη διέβαιναν τα σημεία ελέγχου μεταξύ δυτικού και ανατολικού τομέα ή μετακινούνταν
με τα διαθέσιμα μέσα μεταφοράς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το νοσοκομείο Charité στα
όρια των δύο τομέων εντός του Ανατολικού Βερολίνου δεν είχε προσωπικό για να
λειτουργήσει, κάτι που δεν συνέβη ούτε στη διάρκεια του πολέμου, με τους
βομβαρδισμούς, και της κατάληψης του Βερολίνου από τους Σοβιετικούς. Στο Δυτικό
Βερολίνο λειτουργούσαν σταθμοί υποδοχής, για καταγραφή των προσφύγων και
μετακίνησή τους προς τα βιομηχανικά κέντρα της Δυτικής Γερμανίας.
Η ΑΙΦΝΙΔΙΑ ΑΝΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΤΕΙΧΟΥΣ
Η πατρότητα του έργου αποκλεισμού του Δυτικού Βερολίνου από την Ανατολική
Γερμανία ανήκει στην τριάδα των ηγετών, του σοβιετικού Νικήτα Χρουστσόφ, και των
Ανατολικο-Γερμανών Βάλτερ Ούλμπριχτ (τότε γενικού γραμματέα του SED) και Έριχ Χόνεκερ
(τότε υπεύθυνου ασφαλείας του SED και μετά το 1971 γενικού γραμματέα του). Το σχέδιο
με σοβιετική έγκριση ανατέθηκε, υπό άκρα μυστικότητα, σε δοκιμασμένα κομματικά
στελέχη για εφαρμογή. Η κινητοποίηση έπρεπε να είναι αιφνίδια και μαζική, ώστε η είδηση
να μη διαρρεύσει και να μην προκληθεί διαρροή του πληθυσμού προς το Δυτικό Βερολίνο.
Σε αυτήν έπρεπε να συμμετάσχουν όλες οι διαθέσιμες ανατολικο-γερμανικές δυνάμεις
(στρατιωτικές, αστυνομικές, μεθοριακές, μυστικές), ώστε να εμποδιστούν τυχόν
διασπαστικές κινήσεις μεταξύ του μη-κομματικού προσωπικού και να δοθεί στην κοινή
γνώμη η εικόνα ότι η Ανατολική Γερμανία προάσπιζε την ανεξαρτησία και κυριαρχία της. Γι’
αυτό και στο Τείχος δόθηκε από την ηγεσία της ο τίτλος: «Αντιφασιστικό Προστατευτικό
Τείχος», το οποίο κατασκευάσθηκε γιατί … «η Ανατολική Γερμανία είχε κάθε δικαίωµα να
προστατεύσει την εργατική εξουσία από την ιμπεριαλιστική επιθετικότητα».
Η επιλογή του χρόνου υλοποίησης ήταν επίσης σημαντική: θα έπρεπε να γίνει σε
περίοδο θερινών διακοπών, ημέρα Κυριακή για να μην υπάρχει πρωινή κίνηση (δεν ίσχυε
αργία του Σαββάτου) και πολύ πριν από την επάνοδο για το άνοιγμα των σχολείων (τέταρτη
εβδομάδα του Αυγούστου). Επιλέχθηκε, λοιπόν, η Κυριακή 13 Αυγούστου 1961. Το σχέδιο

διαβιβάσθηκε στα επιτελεία των εμπλεκόμενων μονάδων σε κλειστούς φακέλους με ρητή
εντολή να ανοιχθούν συγκεκριμένη πρωινή ώρα της ημέρας αυτής.


Ο αιφνιδιασμός όλων υπήρξε τέλειος. Οι δυνάμεις, που κινητοποιήθηκαν,
αναγκάσθηκαν να ενεργήσουν με συγκεκριμένο τρόπο. Σε πρώτη φάση, τείχος αποτέλεσαν
τα σώματα των στρατιωτικών και αστυνομικών δυνάμεων. Οι συγκοινωνίες και οι
τηλεφωνικές επικοινωνίες διακόπηκαν. Το ραδιόφωνο μετέδιδε εντολή προς τους πολίτες
της Ανατολικής Γερμανίας να μην βγαίνουν από τα σπίτια τους. Στη συνέχεια, άμεσα,
κινήθηκαν δυνάμεις κυρίως μυστικών υπηρεσιών με συρματοπλέγματα, που
τοποθετήθηκαν εμπρός από τις παραταγμένες δυνάμεις, στα όρια του σοβιετικού με τους
δυτικούς τομείς του Βερολίνου.
Οι Δυτικοί (Σύμμαχοι και Γερμανοί) δεν μπόρεσαν να χειριστούν την κατάσταση.
Υπήρχε ένα σχέδιο για αντιμετώπιση ενδεχόμενης στρατιωτικής εισβολής στο Δυτικό
Βερολίνο, αλλά είχε περιπέσει σε αδράνεια. Μόνον οι αστυνομικές αρχές της πόλης,
ενημέρωναν για τις ενέργειες των Ανατολικών. Όταν οι Δυτικοί διαπίστωσαν ότι σε κανένα
σημείο δεν υπήρξε παραβίαση της ακεραιότητας του Δυτικού Βερολίνου, ανέπνευσαν και
ηρέμησαν. Μετά την πτώση του Τείχους και την ενοποίηση των Γερμανιών, διαπιστώθηκε
ότι Σοβιετικοί και Ανατολικο-Γερμανοί είχαν σχέδιο κατάληψης του Δυτικού Βερολίνου και,
μάλιστα, είχαν στείλει σε κλειστούς φακέλους στις μονάδες πρώτης γραμμής παράσημα για
τη συμμετοχή των μαχητών, στην «απελευθέρωση» της πόλης.
Από την επομένη, άρχισε η ανοικοδόμηση μόνιμου τείχους, στην πρώτη φάση με
ευκαιριακά υλικά, όπως τσιμεντόλιθοι και πέτρες. Με την πάροδο των ετών, το τείχος
βελτιώθηκε και απέκτησε εικόνα μόνιμης εγκατάστασης. Τελική μορφή, κυρίως στο αστικό
τμήμα της πόλης, με τα γνωστά κομμάτια σε στυλ “L”, έλαβε χώρα μετά τη 10ετία του 1970.
Οι διαμήκεις γραμμές σιδηροδρομικές και μετρό αρχικά διακόπηκαν. Μετά, λειτούργησαν
χωρίς οι διερχόμενοι δυτικοί συρμοί να σταματούν στους υπάρχοντες σταθμούς στο
Ανατολικό Βερολίνο, τους οποίους φύλαγαν συνοριακοί φρουροί. Οι άλλες γραμμές
περιορίστηκαν εντός των αντίστοιχων τομέων. Τα τραμ συνέχισαν να λειτουργούν εντός του
Ανατολικού Βερολίνου, ενώ στο Δυτικό καταργήθηκαν. Τα δίκτυα ηλεκτροδότησης,
ύδρευσης, αποχέτευσης και τηλεφωνίας διαχωρίστηκαν. Σχάρες τοποθετήθηκαν για να μην
μπορούν να διέλθουν άνθρωποι μέσω των δικτύων αποχέτευσης και ομβρίων. Σε μεγάλες
πλημμύρες, οι σχάρες συσσώρευαν φερτές ύλες, προκαλώντας έξοδο των λυμάτων στους
δρόμους. Σε ποτάμια και κανάλια, τοποθετήθηκαν φράγματα.
Σταδιακά το Τείχος έγινε απαγορευμένος χώρος που διευρύνθηκε από την
ανατολική πλευρά, όπου χτίστηκε άλλο ένα εσωτερικό τείχος. Ανάμεσα στα δύο υπήρχε
νεκρός χώρος με εμπόδια, περιπολίες, συστήματα συναγερμού και φύλακες σκύλους. Κάθε
απόπειρα διέλευσης αντιμετωπιζόταν σαν στρατιωτικό επεισόδιο και οι υποψήφιοι
φυγάδες πυροβολούνταν. Κάποια στιγμή, για θέματα διαδικασίας Αμερικανοί και
Σοβιετικοί στρατιωτικοί βρέθηκαν αντιμέτωποι στο Τείχος.

 

ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΛΗΘΥΣΜΟ
Η αιφνίδια ανέγερση του Τείχους διαχώρισε για 28 έτη τους Βερολινέζους.
Οικογένειες βρέθηκαν διχασμένες. Ανατολικο-Γερμανοί, που εργάζονταν στο δυτικό τομέα,
έχασαν τις εργασίες τους. Δυτικο-Βερολινέζοι, που διέμεναν σε φτηνά διαμερίσματα του
ανατολικού τομέα, έχασαν τις κατοικίες τους. Οι επαφές μεταξύ τους δεν επιτρέπονταν για

αρκετά χρόνια. Μόλις τα Χριστούγεννα του 1964, Δυτικο-Βερολινέζοι έλαβαν σύντομες
άδειες να επισκεφθούν τους συγγενείς τους.
Τις πρώτες ημέρες, δεκάδες Ανατολικο-Γερμανοί δραπέτευσαν, περνώντας από εκεί
που τα συρματοπλέγματα δεν ήσαν πυκνά ή κόπηκαν. Το ίδιο έκανε και ένας συνοριακός
φρουρός. Στην Μπερνάουερστρασσε, όπου το σύνορο μεταξύ των δύο τομέων ήταν οι
προσόψεις των κτηρίων του Ανατολικού Βερολίνου, δεκάδες άτομα πήδηξαν από τα
παράθυρα για να προσγειωθούν σε στρώματα, που έστρωναν αστυνομικοί και
πυροσβέστες στο πεζοδρόμιο του Δυτικού Βερολίνου. Καθ’ όλο το χρόνο ύπαρξης του
Τείχους, εκατοντάδες Ανατολικο-Γερμανοί δραπέτευσαν με κάθε τρόπο, σκάβοντας
υπόγειες σήραγγες στο υγρό και ασταθές χώμα, κρυμμένοι σε αυτοκίνητα, με σύρματα και
αερόστατα πάνω από το Τείχος, κολυμπώντας σε ποταμούς και κανάλια, σπάζοντας το
Τείχος με τραίνα και φορτηγά. Αλλά, ο φόρος αίματος στο Τείχος υπήρξε σημαντικός:
υπολογίζεται ότι 164 άνθρωποι σκοτώθηκαν στην προσπάθειά τους να περάσουν στο
Δυτικό Βερολίνο, ενώ ένας Ανατολικο-Γερμανός συνοριακός φρουρός σκοτώθηκε
προσπαθώντας να σταματήσει φυγάδες, που δραπέτευαν μέσω υπόγειας σήραγγας.

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΤΩΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ
Όσο περνούσαν τα χρόνια, η Ανατολική Γερμανία, της οποίας το βιωτικό επίπεδο
ήταν το καλύτερο ανάμεσα στις χώρες του Ανατολικού Συνασπισμού, κατέρρεε. Η μη-
παραγωγικότητα της οικονομίας της, το παράλογο των κατευθυνόμενων πολυετών
σχεδίων, οι αδικαιολόγητες δαπάνες για την άμυνα και τη διατήρηση των συνόρων, την
οδήγησαν σε υπερβολικό εξωτερικό δανεισμό, ιδίως από τη Δυτική Γερμανία. Η διοίκηση
Χόνεκερ ήταν υπερβολικά σταλινική. Η μυστική αστυνομία Στάζι είχε φθάσει να απορροφά
τεράστια κονδύλια για να διατηρεί τον πληθυσμό υπό έλεγχο.
Η άνοδος των μεταρρυθμιστών Γιούρι Αντρόπωφ και Μιχαήλ Γκορμπατσώφ στη
Σοβιετική Ένωση έδωσε στον πληθυσμό της Ανατολικής Γερμανίας ελπίδα αλλαγής. Στα 40
χρόνια ύπαρξής της, δεν είχε ποτέ φτάσει σε επίπεδο πάνω από το ένα τρίτο της Δυτικής
Γερμανίας. Η αντίδραση άρχισε να φουντώνει, με κύριους φορείς την ίδια την εργατική
τάξη, που υποτίθεται ότι κυβερνούσε τη χώρα, και τους διανοούμενους. Όταν ο
Γκορμπατσώφ επισκέφθηκε τη χώρα για την επέτειο αυτή το φθινόπωρο του 1989, ήδη
κάθε Δευτέρα οι κάτοικοι της Λειψίας συγκεντρώνονταν διαμαρτυρόμενοι κατά της
«σοσιαλιστικής» διακυβέρνησης. Στη διάρκεια των εορτασμών, διαδηλωτές αψήφησαν για
πρώτη φορά Στάζι και αστυνομία και φωνάζοντας «Γκόρμπι», προσπάθησαν να πλησιάσουν
το σοβιετικό Πρόεδρο.
Με το τέλος των εκδηλώσεων, ο Χόνεκερ έπεσε και ανέλαβε ο Έγκον Κρεντζ, αλλά η
διαχείριση των προβλημάτων δεν ήταν εφικτή για το καθεστώς. Η Σοβιετική Ένωση είχε
πάρει την απόφαση να μην επεμβαίνει στα εσωτερικά των τέως δορυφόρων της. Η
Ουγγαρία άνοιξε τα σύνορα με την Αυστρία και χιλιάδες Ανατολικο-Γερμανοί διέρρευσαν,
προφασιζόμενοι διακοπές. Άλλοι βρήκαν την ευκαιρία να ζητήσουν άσυλο στην πρεσβεία
της Δυτικής Γερμανίας στην Πράγα. Με συμφωνία, στάλθηκαν ανατολικο-γερμανικά τραίνα,
που τους προώθησαν στη Δυτική Γερμανία. Το ζήτημα του ανοίγματος των συνόρων ήταν
επί τάπητος, εάν το καθεστώς του Ανατολικού Βερολίνου ήθελε να επιβιώσει.

Η ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΤΕΙΧΟΥΣ
Κάποιοι αποδίδουν την διάλυση των κομμουνιστικών κρατών σε διεθνή συνομωσία
σε συνεργασία με εσωτερικούς παράγοντες. Η αλήθεια είναι ότι το σύστημα ήταν ώριμο για
διάλυση, διοικητικά, πολιτικά και οικονομικά. Η κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου
δεν ήταν παρά η σταγόνα, που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει. Το Πολιτικό Γραφείο του SED
θεώρησε ότι μια λογισμένη χορήγηση αδειών εξόδου στους Ανατολικο-Γερμανούς πολίτες,
υπό αυστηρές προϋποθέσεις, θα απάλυνε την πίεση και θα επέτρεπε να ζητηθούν
πρόσθετες πιστώσεις από τη Δυτική Γερμανία.
Για το θέμα ενημερώθηκε συνοπτικά ο υπεύθυνος Τύπου του καθεστώτος, Γκύντερ
Σαμπόβσκι, που ήταν απών κατά τη συνεδρίαση του Πολιτικού Γραφείου και αγνοούσε τις
λεπτομέρειες της απόφασης. Στην καθιερωμένη συνέντευξη στα μέσα επικοινωνίας το
βράδυ της Πέμπτης 9 Νοεμβρίου 1989, αρχικά έδωσε άσχετες πληροφορίες και κατέληξε
ότι θα εγκρινόταν η μετάβαση των πολιτών της Ανατολικής Γερμανίας στη Δύση. Όταν
ρωτήθηκε πότε θα άρχιζε η διαδικασία, απάντησε: «άμεσα (sofort)». Η είδηση
αναμεταδόθηκε άμεσα από τα δυτικά μέσα και λίγο αργότερα από την ανατολικο-
γερμανική τηλεόραση. Έξαλλοι από χαρά, χιλιάδες Ανατολικο-Βερολινέζοι άρχισαν να
συρρέουν στα σημεία εισόδου-εξόδου, απαιτώντας να τους επιτραπεί να αναχωρήσουν.
Μπροστά στο πλήθος και την έλλειψη οδηγιών, οι συνοριοφύλακες άνοιξαν τις μπάρες.

Το
πλήθος ξεχύθηκε και ακολούθησαν τρελές ώρες χαράς και γλεντιού. Κάποιοι άρχισαν να
γκρεμίζουν σημεία του εξωτερικού τείχους ή ανέβηκαν πάνω σε αυτό.
Οι αρχές των Δυτικών αιφνιδιάστηκαν περισσότερο από τους Ανατολικούς,
ιδιαίτερα οι Αμερικανοί. Σύμφωνα με τα σχέδια, μια σοβιετική εισβολή θα είχε ακριβώς
αυτά τα χαρακτηριστικά: σιγή των Ανατολικών στο Τείχος, απόσυρση των Σοβιετικών
στρατευμάτων στους στρατώνες τους και ανεξέλεγκτη ροή προσφύγων. Μόλις μετά
3ήμερο, άνοιξε η διαβόητη δίοδος Checkpoint Charlie, που τώρα είναι το πιο επισκέψιμο
σημείο του τέως Τείχους.
Σε λιγότερο από μερικές εβδομάδες, το SED έχασε την εξουσία. Στις πρώτες πολυ-
κομματικές εκλογές της Ανατολικής Γερμανίας την 18 Μαρτίου 1990, οι κομμουνιστές είχαν
διαλυθεί και στη θέση τους εμφανίσθηκε το Κόμμα Δημοκρατικού Σοσιαλισμού, που έλαβε
μόλις 16% των ψήφων. Όλες οι υπόλοιπες παρατάξεις κατέβηκαν με πρόγραμμα την
ενοποίηση των δύο Γερμανιών, γεγονός που έλαβε χώρα την 3 Οκτωβρίου του ιδίου έτους,
οπότε και η Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία έπαψε να υπάρχει.
Μαζί της κατέρρευσε ένα καταπιεστικό σύστημα 45 ετών, αλλά και χάθηκαν πολλά
κοινωνικά κεκτημένα όπως η λαϊκή στέγη, η ασφάλεια της εργασίας, τα δικαιώματα στη
υγεία, την παιδεία και τον αθλητισμό, για τα οποία υπερηφανευόταν η Ανατολική
Γερμανία. Από την άλλη πλευρά, παρ’ ότι το ανατολικό τμήμα δεν έχει φτάσει ακόμη στο
επίπεδο του δυτικού, απολαμβάνει όλα εκείνα που έφεραν οι δημοκρατικές διαδικασίες
και το σύστημα της οικονομίας της αγοράς. Μόνο σκοτεινό σημείο, η ενίσχυση στην τέως
Ανατολική Γερμανία των δυνάμεων ναζιστικής επιρροής, που σημείωσαν εξαιρετικές
επιδόσεις στις τελευταίες εκλογές. Το Τείχος του Βερολίνου, ή μάλλον τα υπολείμματά του
και μια γραμμή στο έδαφος, υπήρξε μια ψευδεπίγραφη ουτοπία και σήμερα είναι ένα
προσοδοφόρο τουριστικό προϊόν.

Όθων Κυπριωτάκης

Για το vima365

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Το σχόλιο σας θα δημοσιευθεί αφου εγκριθεί πρώτα απο τον διαχειριστή για την αποφυγή υβριστικού η προσβλητικού περιεχομένου.

Με Μια Ματιά