Πολιτισμός – Αταλάντη – Ανάμνηση!
Απο τον ΧΡΗΣΤΟ ΚΑΤΣΕΑ
Το τελευταίο γεμοφέγγαρο τ’ Αυγούστου – Αταλάντη, θησαυροί της Γης!
Από τον Χρήστο Κατσέα – dimopoliteian.blog
Καλοκαίρι του ΄24 —ένα απ’ τα ύστερα γεμοφέγγαρα τ’ Αυγούστου— βρέθηκα
στην Αταλάντη, να ξοδέψω τις θερινές μου αργίες. Μ’ είχε στείλει γνωστός·
μου το ’χε δώσει «προσταγή» σχεδόν: «Πήγαινε», μου λέει, «στο μουσείο· δε
φαντάζεσαι τι θησαυρούς έχουνε βγάλει εκεί!». Κ’ ευτυχώς που τον άκουσα –
γιατί βρέθηκα, κυριολεκτικά, μπρος σ’ έναν άγνωστο κόσμο.

Απ’ τα μέσα Οκτώβρη (του ΄18) η γη της Αταλάντης ξανάνοιξε το στόμα της.



Και μίλησε. Στην αρχή, ψιθυριστά: μ’ έναν κορμό. Έπειτα, με τρεις. Κ’ ύστερα,
βροντερά – μ’ ολόκληρο νεκροταφείο! Όλα ξεκίνησαν μ’ ένα απλό γύρισμα της
γης. Ήτανε άνθρωπος. Άνθρωπος λαξευμένος – πέτρινος, αρχαίος, γυμνός.
Κούρος, 0.86 μέτρα ύψος. Άγαλμα αντρικό, όρθιο.
Κι από ’κει άνοιξε η ιστορία – τυχαία, λες· μα τίποτα δεν είν’ στα αλήθεια
τυχαίο.


Το κανόνισε η Ειμαρμένη! Κι άρχισε η σκαπάνη: με αρχαιολόγους, με
τομές, με καταγραφές. Μ’ επιστημοσύνη. Κ’ η κάθε φτυαριά – μια ρωγμή στη
λησμονιά· σκίσιμο σε σάβανο.
Τέσσερις κούροι σηκώθηκαν απ’ τη γη. Άντρακλες πέτρινοι, από πωρόλιθο,
αρχαϊκοί, μ’ εκείνο το βήμα που πάντα πάει μπρος – κι ούτε πίσω κοιτάει, μήτε
φοβάται. Ο ένας, γενειοφόρος, 1.22 ύψος· ολόρθος, σα να σε καρφώνει. Ο
άλλος, πιο κουτσουρεμένος – απ’ τη μέση ως τις κνήμες σωσμένος. Ίχνος
πως κάποτε στεκόταν, στήλη κανονική, κάτω απ’ τον ήλιο· Σηματωρός του
καιρού του.


Κι ο τέταρτος, 0.95 μέτρα. Απ’ τον λαιμό ως τους μηρούς. Πιο μικρός, γυμνός,
με βήμα ελαφρύ· νέος. Κι ακριβώς δίπλα του, μια πλίνθος —τριεδρική—
δουλεμένη, για να σηκώνει όχι έναν, μα τρεις. Ένα σύνολο. Μια σύνθεση.
Μέχρι τώρα, ξέραμε ζεύγη κούρων —απ’ την Κλένια, λ.χ. Τώρα όμως; Μήπως
υπήρξαν τριάδες; Μήπως οι νεκροί τιμούνταν με τριπλή εικόνα, με θρήνο και
θρύλο μαζί;
Η έρευνα πήγε βαθύτερα. Στα κατώτερα στρώματα, κάτω απ’ τους κούρους
και τις πλίνθους, βρέθηκε το νεκροταφείο. Οργανωμένο, απ’ τον 5ο ως τον 2ο
αιώνα π.Χ. – τάφοι, τουλάχιστον εφτά, με ευρήματα που μιλούν. Όπλα, σκεύη,
τελετουργικά αντικείμενα. Όλα τους, χορδές απ’ την αρμονία μιας εποχής που
μας γέννησε – κ’ εμείς την ξεχάσαμε.
Το πιο συγκλονιστικό: τούτο το κοιμητήρι, το αρχαίο, είναι σχεδόν γειτονιά με
τη σύγχρονη Αταλάντη.
Δηλαδή; Δηλαδή ο σημερινός κάτοικος βαδίζει πάνω
στους νεκρούς του – και δεν το ξέρει.
Μένει πλάι στον Οπούντα και δεν τον
ακούει. Αλλά οι κούροι τον αγρικάνε. Οι πέτρες μιλάνε. Κι ο αγρότης με τ’
αλέτρι του έγινε, άθελά του, ο πρώτος αναγνώστης αυτής της θαμμένης
Ιστορίας.
*
Επίμετρο:
Ο άνθρωπος της γης, εκείνος ο γεωργός που κρατούσε τ’ αλέτρι χωρίς γνώση
αρχαιολογίας, χωρίς οίστρο επιστημονικό ή φιλοδοξία ανακάλυψης, έγινε
άθελά του το ενδιάμεσο χέρι μίας αλήθειας που περίμενε αιώνες. Δεν
αναζήτησε τίποτε – κι όμως, έσκαψε στην ίδια του τη μοίρα. Γιατί αυτή η γη, η
ελληνική, δεν είναι μόνο έδαφος προς καλλιέργεια, αλλά υποστύλωμα
αιώνων, αχανής σκευή του παρελθόντος.
Η Αταλάντη, μικρή επαρχιακή πόλις, χωρίς τα μεγαλεία των μητροπόλεων,
απέδειξε ξανά —όπως τόσες άλλες φορές στην Ιστορία— πως η περιφέρεια
είναι ο πραγματικός θεματοφύλακας. Εκεί που οι φωνές είναι λιγότερες, οι
σιωπές λένε περσότερα. Και δεν είναι το άγαλμα που συγκινεί, μα τ’ άχρονό
του βλέμμα. Εκείνος ο γενειοφόρος νεανίας δεν απευθύνεται στο μάτι μας, μα
στο υποσυνείδητο της φυλής μας: στη μνήμη εκείνη που δεν έχει λέξεις, αλλά
έχει ρίζες.
Η εύρεση τούτων των κούρων – δεν είναι πολιτιστικό «γεγονός», όπως το λεν
οι επιδοτούμενοι κ’ οι κονδυλοφόροι. Είναι σεισμός υπαρξιακός. Είναι
χαστούκι – σ’ ένα έθνος που δεν ξέρει ούτε πού πατά, ούτε τί πατά. Γιατί κάτω
απ’ τα πεζοδρόμια, κάτω απ’ τις μάντρες των θερμοκηπίων, κάτω απ’ τις
ασφαλτοστρωμένες αυταπάτες μας, ζει ένας κόσμος αρχαίος – κι όμως
ξάγρυπνος. Δεν μας ξέχασε. Εμείς τον πετάξαμε. Μα εκείνος – μας περιμένει.
Σιωπηλός, μα όχι βουβός. Άγρυπνος, μα όχι νεκρός. Περιμένει να τον
θυμηθούμε – για να μας θυμίσει ποιοι είμαστε.
Και το άγαλμα, ακίνητο, γυμνό, ωραίο μέσ’ στην προαιώνια αφέλειά του,
στέκεται εκεί όχι για να κοσμήσει ένα μουσείο. Μα για να μας υποδείξει κάτι
ανώτερο: την ανάγκη της επιστροφής στο μέτρο, στο ήθος, στην ανάμνηση
του αρχαίου μέτρου, όχι ως νοσταλγία, αλλά ως πρόκληση. Διότι ο άνθρωπος
που ζει δίχως να γνωρίζει το τι κρύπτεται κατ’ απ’ τα πόδια του, βαδίζει επί
ερειπίων και τ’ αγνοεί. Ενώ εκείνος που γνωρίζει, σκάβει και μέσα του – και
στήνει εντός του εσωτερικούς κούρους: σύμβολα ήθους, κάλλους, θυσίας!
Κάπως έτσι, η Αταλάντη δεν αναδύεται μονάχα ως σημείο αρχαιολογικό, αλλά
ως παραβολή. Μια παραβολή για την Ελλάδα που επιμένει, την Ελλάδα που
δεν είναι μοντέρνα ούτε παλαιά, αλλά Ελλάδα διαρκής.
Κι ο γεωργός, με τ’ άροτρό του, ίσως έσκαψε βαθύτερα κι από πολλούς
ιστορικούς. Διότι το χώμα, κάποτε, έχει φωνή. Και κάποιος πρέπει να το
σκάψει για να μιλήσει.
Χρῆστος Κατσέας ἐπὶ τοῦ «Vima365.gr»