Το vima365.gr είναι μια έντιμη προσπάθεια, ανιδιοτελής, που αξίζει την στήριξή σας.Απλά γαρ εστί της αλήθειας επη

Η κρίση ως δίαυλος πολιτειακής μετάβασης – Μερος Β

Ο Αλέξανδρος και η στρατιωτική τακτική

ΠΑΡ’ όλο που θεωρούμε τον Αλέξανδρο ως τη μεγαλύτερη στρατιωτική φυσιογνωμία της ιστορίας, εν τούτοις δεν θα μακρηγορήσουμε, όπως στην περίπτωση του Φιλίππου, που δυστυχώς μόνο από τους θησαυρούς του τάφου του και όχι από τους στρατιωτικούς και πολιτικούς άθλους του είναι γνωστός. Πρώτον, διότι ο Αλέξανδρος βρήκε έτοιμη την πολεμική μηχανή και τα πάντα περί τακτικής διδάχθηκε από τον πατέρα του. Οσάκις το επέβαλαν οι περιστάσεις προέβαινε στις αναγκαίες καινοτομίες. Γενικά η τακτική του συνίστατο στο να χρησιμοποιεί στη μάχη όλα τα όπλα του (φάλαγγα, ψιλούς, μηχανές κ.λπ.) και ο ίδιος επικεφαλής του ιππικού -κατά το σύστημα της Λοξής Φάλαγγας- εισχωρούσε στο σημείο της αντίπαλης παράταξης, όπου έβλεπε ρήγμα, για να δώσει το οριστικό πλήγμα. Ακολουθούσε η καταδίωξη και η εξόντωση του αντιπάλου, τακτική την οποία ο Von Clawsevitz έχει ονομάσει «στρατηγική της ήττας».

Στην πρώτη μάχη εναντίον των Περσών, στο Γρανικό το 334 π.Χ., Αλέξανδρος, έχοντας ιδιοσυγκρασία ομηρικού ήρωα, προτίμησε την άμεση επέλαση. Νίκησε βέβαια, αλλά κινδύνευσε να σκοτωθεί. Έκτοτε χρησιμοποιούσε έναν συνδυασμό εμμέσου και αμέσου προελάσεως και αυτό φαίνεται απ’ όλη την πορεία του στη Μ. Ασία, που μοιάζει με πορεία «ζιγκ – ζαγκ». Η επίσκεψή του στο Γόρδιο, καίτοι ελέγχεται από απόψεως στρατιωτικής τακτικής, εντάσσεται ωστόσο στο πλαίσιο της Υψηλής Στρατηγικής. Οι πόλεμοι δεν κερδίζονται μόνο στα πεδία των μαχών αλλά και στις ψυχές των λαών. Η μάχη της Ισσού (333 π.Χ.) κατέδειξε όσο καμμία άλλη το πόσο ο Αλέξανδρος εκμεταλλεύονταν τον έμμεσο αιφνιδιασμό στον τομέα της τακτικής. Η κατάληψη της αγέρωχης Τύρου και της Γάζας απέδειξε το πολιορκητικό δαιμόνιο του Αλεξάνδρου (χρησιμοποίησε την τεχνική της επιχώσεως για την άνοδο στα τείχη)[21]. Ο στρατιωτικός ιστορικός J.R. Ellis θεωρεί την κατάληψη της Τύρου ως το μεγαλύτερο στρατιωτικό επίτευγμα του Αλεξάνδρου, που οφείλεται στο «μηχανικό», το οποίο είχε οργανώσει ο Φίλιππος και ακολούθως είχε τελειοποιήσει ο Αλέξανδρος.

Στην κρισιμότερη μάχη των Γαυγαμήλων (331 π.Χ.) ο Αλέξανδρος, για να αποφύγει την κύκλωση, λόγω της αριθμητικής υπεροχής του Δαρείου Γ ́, σχημάτισε για πρώτη φορά στην ιστορία την «αμφίστομη φάλαγγα». Παρέταξε δηλαδή το στρατό του σε δύο γραμμές. Η δεύτερη είχε μέτωπο προς τα πίσω για να αποκρούσει τα περσικά τμήματα που θα έκαναν την κυκλωτική κίνηση. Η πρώτη γραμμή είχε επιθετική διάταξη. Πρόκειται για μια νέα αντίληψη ολικής προστασίας που δίνει στην παράταξη μορφή τετραπλεύρου, όπου κάθε πλευρά έχει επιθετική δύναμη. Την τακτική αυτή θα αφομοιώσουν αργότερα οι Ρωμαίοι. Θα την χρησιμοποιήσουν όλοι όμως οι μεγάλοι στρατηλάτες σε νεώτερα χρόνια. Ακόμη, σύμφωνα με τον Πολύαινο, ο Αλέξανδρος μεταχειρίσθηκε ένα στρατήγημα, που χρησιμοποιείται έως σήμερα: την ψυχολογική ανατροπή. Οι στρατιώτες του μόλις πλησίασαν τις γραμμές του Δαρείου, γονάτισαν και έβαλαν τα χέρια στη γη («Γόνυ κλίναντες τον χέρον διατρίβωσι την γην»). Όταν όμως άκουσαν ένα σάλπισμα, σηκώθηκαν κι επιτέθηκαν. Το τέχνασμα, λέει ο Πολύαινος, πέτυχε, διότι οι Πέρσες, προετοιμασμένοι για μάχη, είδαν τους Έλληνες να γονατίζουν. Αυτό τους εξέπληξε. Κι ενώ πίστεψαν πως κέρδισαν τη μάχη χωρίς μάχη, είδαν τους στρατιώτες του Αλεξάνδρου να επιτίθενται. Πλήρης ψυχολογική ανατροπή. Ανάλογο στρατήγημα εφάρμοσε ο Αλέξανδρος εις βάρος του Πώρου, μετακινώντας συνεχώς το ιππικό του. Αυτό το «πήγαιν’ έλα» του ιππικού επέφερε τον κλονισμό της διανοητικής ισορροπίας του αντιπάλου, πράγμα που επέτρεψε στον Αλέξανδρο να περάσει τον Υδάσπη 30 χλμ βορειότερα με ασκούς γεμάτους άχυρο και να αιφνιδιάσει τον Πώρο.

Σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των δρεπανηφόρων αρμάτων που ο Δαρείος παρέταξε στα Γαυγάμηλα, η τεχνική της αντιμετώπισής τους ήταν γνωστή από τη μάχη, παρά τα Κούναξα (401 π.Χ.)[22]: διάνοιξη των γραμμών και σύλληψη των αρμάτων από ψιλούς στρατιώτες. Όσο για τους ελέφαντες, ούτε στα Γαυγάμηλα, ούτε στον Υδάσπη δημιούργησαν πρόβλημα. Ο τρόπος με τον οποίο διεξήγαγε τις μάχες ο Αλέξανδρος απεναντίας έκαναν πρόβλημα τους ελέφαντες σ’ αυτούς που τους χρησιμοποίησαν. Ουσιαστικά προβλήματα τακτικής αντιμετώπισε ο Αλέξανδρος, όταν καταδιώκοντας το Σατράπη Βήσσο, προχώρησε στις πιο δύσβατες περιοχές της Ασίας, στις περιοχές της Βακτρίας και αντιμετώπισε νέους λαούς υπό εντελώς νέες εδαφικές και οργανωτικές συνθήκες. Οι νέες συνθήκες απαιτούν αλλαγές που αποκαλύπτουν για μια ακόμη φορά τη μεγαλοφυΐα του. Ο Αλέξανδρος δεν είναι ένας απλός συνεχιστής· είναι καινοτόμος σ’ ό,τι αφορά στην οργάνωση στρατού. Οι αλλαγές επιβάλλονταν για τους ακόλουθους λόγους:

α) Αντιμετώπιζε τοπικούς ηγέτες, με ισχυρό φυλετικό φρόνημα και εξαιρετικές πολεμικές ικανότητες.

β) Ο πόλεμος δεν κρινόταν από μάχες εκ παρατάξεως, στις οποίες η Μακεδονική Φάλαγγα ήταν ακατανίκητη. Γινόταν πόλεμος φθοράς, είδος «Κλεφτοπόλεμου», με ξαφνικές επιθέσεις σε πολλά σημεία, ενέδρες, υποχωρήσεις και ξανά επιθέσεις.

γ) Οι αντίπαλοί του εκμεταλλεύονταν τον παράγοντα έδαφος (ορεινό και δύσβατο). Παρέσυραν τους Μακεδόνες σ’ επικίνδυνες διαβάσεις και απρόσιτα οχυρά.

Οι αλλαγές που επιχείρησε ο Αλέξανδρος είναι οι εξής:

α) Χώρισε το ιππικό σε δύο ιππαρχίες. Κάθε ιππαρχία πλαισιώθηκε από ελαφρότερα ιππικά τμήματα.

β) Οι τάξεις των ελαφρών μονάδων ενισχύθηκαν από περσικού τύπου τμήματα «ιππακοντιστών» και «ιπποτοξοτών».

Αξίζει ακόμη ν’ αναφερθεί ότι για να καταλάβει το ορεινό φρούριο του μεγιστάνα Οξυάρτη, που εθεωρείτο ανάλωτο, διότι εχρειάζοντο «πτερωτοί στρατιώτες», ο Αλέξανδρος δημιούργησε και την πρώτη μονάδα ορεινών καταδρομών. Οι στρατιώτες χρησιμοποίησαν, για ν’ ανέβουν στο φρούριο, μεθόδους συγχρόνων ορειβατών (καρφιά είναι ένας απλός σχοινιά, πασσάλους, κ.λπ.).

Οι ρωμαϊκές καινοτομίες

ΜΕΤΑ το θάνατο του Αλέξανδρου (323 π.χ.), καμμιά ουσιαστική μεταβολή δεν σημειώνεται στην ελληνική στρατιωτική πολιτική, εκτός ίσως από τη χρήση των ελεφάντων, που χρησιμοποιήθηκαν στην Ιψό (301 π.Χ.), στην απόκρουση των Γαλατών (Μάχη Ελεφάντων), και στην εκστρατεία του Πύρρου στην Ιταλία. Όμως η χρήση των ελεφάντων χωρίς βαθύτερη αλλαγή της στρατιωτικής δομής, δεν συνιστούσε αλλαγή. Έτσι επήλθε σταδιακά μια κρίση μακράς διαρκείας που δεν γινόταν αντιληπτή εφόσον πολεμούσαν Έλληνες εναντίον των Ελλήνων. Όταν όμως άρχισαν οι πόλεμοι εναντίον των Ρωμαίων, τότε καταδείχτηκε η υπεροχή της ρωμαϊκής λεγεώνας έναντι της ελληνικής και Μακεδονικής φάλαγγας. Η παράταξη του Ρωμαϊκού στρατού, κατά τετράγωνα με ισομεγέθη κενά, έδινε ευχέρεια κινήσεων και ελιγμών. Ο ρωμαϊκός στρατός στην πυρηνική σύνθεσή του, ήταν «εθνικός», ένα είδος εθνοφυλακής. Ο Μάριος (156-86 π.Χ.), προκειμένου να αντιμετωπίσει τους Κίμβρους και τους Τεύτονες, υποχρεώθηκε να κάνει τρείς καινοτομίες που ναι μεν έκαναν το ρωμαϊκό στρατό ακατανίκητο αλλά παράλληλα προκάλεσαν την κρίση και στο στρατό και στην πολιτική και πολιτειακή δομή. Οι καινοτομίες του Μάριου ήταν:

α) Στρατολόγησε άπορους πολίτες, τους «προλετάριους» [23], δίνοντας τους μεγάλο μισθό.

β) Υποσχέθηκε στους στρατευμένους προλετάριους ότι μετά τον τερματισμό του πολέμου θα τους παραχωρούσε αγροτικούς κλήρους. Αυτό ακολούθως έγινε θεσμός.

γ) Άλλαξε το σχηματισμό της λεγεώνας, αύξησε τη δύναμή της (6.000 άνδρες) και επέβαλε πιο «επιστημονική» εκγύμναση κατά τα πρότυπα των μονομάχων.

Οι συνέπειες ήσαν άμεσα θετικές, αλλά μακροπρόθεσμα αρνητικές, διότι:

α) με την ένταξη των προλεταρίων στο στρατό, ναι μεν δόθηκε λύση στο κοινωνικό πρόβλημα, αλλά η φύλαξη της Ρώμης αφέθηκε στο χαμηλότερο κοινωνικό στοιχείο.

β) Δημιουργήθηκε μόνιμος επαγγελματικός στρατός αποτελούμενος από καλά εκγυμνασμένους στρατιώτες.

γ) Ο στρατός αυτός όμως, επειδή ζούσε από το μισθό, ήταν περισσότερο αφοσιωμένος στον πολλά υποσχόμενο στρατηγό παρά στην πατρίδα. Ήταν ένας στρατός που δεν πολεμούσε για την πατρίδα, αλλά για το μισθό και τα λάφυρα. Όπως λέει η «Ιστορία της Ανθρωπότητας της UNESCO, «ο νέος στρατός έτεινε να προσκολληθεί σε όσους στρατηγούς του είχαν αποκτήσει περισσότερη δόξα και ακολουθούσαν όχι τόσο την καλύτερη για τα συμφέροντα του κράτους πολιτική, όσο μια πολιτική που άνοιγε την καλύτερη προοπτική για τα δικά του συμφέροντα» (τομ. Β ́, σ. 416).

Όταν αργότερα, με τη διεύρυνση της Αυτοκρατορίας, διευρύνονται και οι στρατιωτικές ανάγκες, οι Ρωμαίοι προσέλαβαν στο στρατό βαρβάρους. Έτσι ο Ρωμαϊκός στρατός έπαυσε να είναι Ρωμαϊκός. Οι στρατιώτες του δεν αγωνίζονταν για τη ρωμαϊκή ιδέα, αλλά για το ρωμαϊκό μισθό. Αργότερα, βάρβαροι στρατιωτικοί αναμείχθηκαν στην πολική και ανέβαζαν και κατέβαζαν αυτοκράτορες. Σε κάποια στιγμή ανέβηκαν και οι ίδιοι στο θρόνο. Έτσι επήλθε η πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ρώμη εσήμαινε στρατός. Η στρατιωτική παρακμή επέφερε και την πολιτική. Σε τελική ανάλυση, η ρωμαϊκή αυτοκρατορία δεν κατακτήθηκε από βαρβάρους που ήλθαν απέξω αλλά από τον ραγδαίο πολλαπλασιασμό των βαρβάρων που ζούσαν εντός αυτής. Ανάλογα φαινόμενα αντιμετωπίζουν και πολύ οξύτερα θ’ αντιμετωπίσουν προσεχώς οι μεγάλες πόλεις της Ευρώπης από τη γεωμετρική πληθυσμιακή αύξηση των αλλογενών στοιχείων. Κι όπως προέκυψε η μεγάλη κρίση στη Ρώμη, έτσι και στην Ευρώπη η κρίση –αν δεν αντιμετωπισθεί έγκαιρα και συνετά– θα εξελιχθεί σε έκρηξη που για να κατασιγασθεί θ’ απαιτήσει μορφές δικτατορικής εξουσίας.

 

Η κρίση του πολιτειακού συστήματος «Πόλις»

Το «πολιτικό» κράτος

Ο GUSTAVE Glotz, που έγραψε το περίφημο έργο «Ελληνική “πόλις”», στηριζόμενος στα «Πολιτικά» του Αριστοτέλη, γράφει πως οι Έλληνες σ’ ό,τι αφορά στην οργάνωσή τους πέρασαν από τρία στάδια: α) Την οικογένεια (που στη φυσική της μορφή είναι ένας συνεταιρισμός άντρα και γυναίκας), β) το χωριό (κώμη) που αποτελεί αρχικά έναν διευρυμένο τύπο οικογένειας και γ) την πόλη που είναι συνεταιρισμός γειτνιαζόντων χωρίων. Η πόλη διατηρείται όταν είναι αυτάρκης. Και ο άνθρωπος γίνεται αυτάρκης, όταν είναι πολίτης («πολιτικό ον»).

Από την πόλη παράγονται δύο βασικές έννοιες: η πολιτική και ο πολιτισμός. Δηλαδή, μόνο όταν οι άνθρωποι σχηματίσουν πόλεις μπορούν να αναπτύξουν τις δύο αυτές υψηλές λειτουργίες. Οι πρόγονοί μας, αφού πέρασαν από το στάδιο του γένους που το ενοποιητικό στοιχείο ήταν η συγγένεια, η κοινή κατοικία και το κοινό τραπέζι («ομογάλακτες», «ομόκαπνοι», «γεννήτες», κ.λπ.) έγιναν χάρη στην πόλη πολίτες που τους συνέδεε ένα κοινό στοιχείο, η «φιλότης», που, όπως λέει ο Glotz, είχε περισσότερο νομική παρά αισθηματική βαρύτητα. Γιατί από την φιλότητα απορρέει η «αιδώς» και από αυτή η αίσθηση του κοινωνικού και πολιτικού καθήκοντος.

Ο πιο αυστηρά οργανωμένος τύπος πόλης ήταν η Σπάρτη, που λόγω της στρατιωτικής συγκροτήσεώς της, διαμόρφωσε γρήγορα πολιτικούς θεσμούς, οι οποίοι της επέτρεψαν ν’ αναδειχθεί στην ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη στα τέλη του 6ου π.Χ. αιώνα. Στην μετέπειτα περίοδο αναδεικνύεται σε πόλη το «άστυ» των Αθηνών. Χάρη στην εγκατάσταση γενών από το Θησέα στο άστυ (γύρω από την Ακρόπολη) γεννήθηκε η πόλη των Αθηνών, που περιελάμβανε όλες τις «κώμες» της Αττικής[24]. Οι Αθηναίοι μας έδωσαν τον πιο διευρυμένο τύπο πόλης, που όμως παρά το άπλωμά της, παρά το σχηματισμό δύο συμμαχιών (Α ́ και Β ́ Αθηναϊκή Συμμαχία), δεν μπόρεσε να πάρει τη μορφή εθνοκράτους. Οι Αθηναίοι ήσαν πιο… ίσοι από τους συμμάχους τους.

Ούτε η Σπάρτη, λοιπόν, μετά τον Πελοποννησιακό που αναδείχθηκε ηγεμών της Ελλάδος, ούτε η Αθήνα, που πριν αλλά και μετά τον Πελοποννησιακό αναδείχθηκε σε δεσπόζουσα δύναμη του Ελληνισμού, ούτε η Θήβα στην περίοδο της ακμής της μπόρεσαν να υπερβούν το σχήμα πόλη – κράτος. Οι Έλληνες, ως πολίτες και πολιτικοί, είχαν πολιτοκρατική και όχι εθνοκρατική αντίληψη περί πολιτικής. Μοιραία, μέσα από τους μεταξύ τους – για την ηγεμονία ή για Ζωτικό χώρο – συγκρούσεις, εξαντλήθηκαν. Η πόλη – το πιο ισχυρό πολιτικό κύτταρο των αρχαίων – ήταν και η βασικότερη αιτία της κρίσης του Ελληνισμού και κατά τον 5ο και κατά τον 4ο αιώνα. Οι Έλληνες δεν μπορούσαν να γίνουν τίποτα άλλο από πολίτες, δηλαδή κάτοικοι μιας πόλης. Η ιδεολογία τους ήταν «πολιτική» κι όχι εθνική. Άλλωστε θα ήταν υπερβολικό ν’ απαιτήσουμε να υπερβούν τις «δουλείες» της εποχής τους.

Η Μακεδονία είχε το προνόμιο να έχει χώρα χωρίς μεγάλες πόλεις και μάλιστα μια δεσπόζουσα πόλη. Οι Μακεδόνες, πρώτα έκαναν κράτος και μετά πόλεις. Οι μετέπειτα γνωστές πόλεις Αιγές, Πέλλα, Δίον, Λείβηθρα, Θεσσαλονίκη[25] κ.ά. είναι δημιουργήματα ισχυρού κράτους.

Με άλλα λόγια το μακεδονικό κράτος δεν είναι δημιούργημα μιας ισχυρής πόλης, αλλά ενός πολιτικού συστήματος, του φυλετικού βασιλέα, που ως θεσμός, συνεχώς εξελισσόμενος και προαγόμενος, έδωσε το πρότυπο διακυβερνήσεως ευρυτέρων περιοχών: της μοναρχίας. Από τη στιγμή μάλιστα που οι Μακεδόνες μονάρχες εξουδετερώνουν, χάρη στον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο, τις αποσχιστικές τάσεις άλλων Μακεδόνων φυλάρχων δημιουργούν το πρώτο συγκεντρωτικό κράτος.

Έτσι, χάρη και στη στρατιωτική του συγκρότηση, κατόρθωσαν να νικήσουν τις ελληνικές πόλεις και να τις ενοποιήσουν βιαίως υπό την εξουσία τους, χωρίς να θίξουν την αυτονομία τους.

Παρά τη μακεδονική κυριαρχία, οι πόλεις διατηρούνται ως αυτόνομες πολιτικές οντότητες, με τους θεσμούς και τις παλιές δομές τους. Ο αρχαίος ελληνικός κόσμος έδωσε κράτη ελληνιστικά αλλά δεν μπόρεσε να δώσει ελληνικό κράτος. Μέχρι την υποταγή στους Ρωμαίους κυριαρχούσα πολιτική οντότητα ήταν το «πολιτικό κράτος», δηλαδή το κράτος μιας πόλης ή μιας ενώσεως πόλεων. Ακόμη και όταν ο Φίλιππος δημιούργησε το «Κοινόν των Ελλήνων» με έδρα την Κόρινθο, στο οποίο κάθε πόλη αντιπροσωπεύονταν με μια ψήφο και που θεωρητικά θα λειτουργούσε σαν μια μορφή Κογκρέσσου, ούτε και τότε βρέθηκε λύση στο πολιτικό πρόβλημα της Ελλάδος. Γιατί, όπως λέει ο Glotz, «το συνέδριο των Ελλήνων είναι όργανο στα χέρια ενός κυρίου». (Ελληνική μετάφρ. Αγνής Σακελλαρίου, σ. 387).

Στα χρόνια αυτά, ως απότοκος των πολιτικών κρίσεων και των εξαντλητικών ενδοπολεϊκών[26] συγκρούσεων γεννιέται ένα ιδεολογικό κίνημα, ο κοσμοπολιτισμός, που εκφράζεται με τους στωικούς και κυνικούς. Το κήρυγμά τους, «όπου γης και πατρίς», είχε σαν στόχο την υπέρβαση των αντιθέσεων ανάμεσα στις πόλεις, την ομόνοια και την ένωσή τους. Αυτό προσπάθησε να κάνει με τη δύναμη των όπλων ο Φίλιππος. Και μάλιστα φιλοδόξησε στο διευρυμένο αυτό κράτος να συμπεριλάβει και τον ελληνικό κόσμο της Μ. Ασίας. Αυτό σήμαινε σύγκρουση με την Περσία, που είχε υπό την κατοχή της τη Μ. Ασία. Ο «μεγαλοϊδεατισμός» του Φιλίππου περιοριζόταν στα όρια που καθόρισε ο Ισοκράτης: στον Ελληνισμό Δύσης[27] και Ανατολής. Ο γιος του πάντως, μετά τις πρώτες κατακτήσεις, συνέλαβε την ιδέα της κοσμοκρατορίας. Θέλησε να δημιουργήσει το πρώτο οικουμενικό κράτος της ιστορίας. Όπως λέει ο Πλούταρχος, «Πατρίδα μεν των οικουμένην προέταξε πάντας», θεωρώντας «συγγενείς δε τους αγαθούς, αλλοφύλους δε τους πονηρούς» και προσδιορίζοντας σαν βασική ελληνική ιδιότητα την αρετή και σαν βαρβαρική την κακία. («Το μεν ελληνικόν αρετή, το δε βαρβαρικόν κακία τεκμαίρεσθαι»). Δηλαδή η ελληνικότητα και η βαρβαρικότητα να κρίνεται όχι από τη φυλετικότητα αλλά από την ηθική ποιότητα. Ο θάνατος ανέκοψε την προσπάθειά του προώρως. Το κράτος του διεσπάσθη αμέσως μετά το θάνατό του σε μακεδονικά – οικογενειακά βασίλεια. Αλλά και να ζούσε, πάλι ο Αλέξανδρος θα προσέκρουε στην απροθυμία των Ελλήνων να ζήσουν σ ́ ενιαίο ελληνικό και πολύ περισσότερο σ’ ένα διευρυμένο διεθνικό κράτος. Οι Έλληνες δεν μπόρεσαν να αρθούν πάνω από την πολιτική της πόλης. Δεν κατενόησαν την έννοια της οικουμενικής πολιτικής. Αλλ’ αυτό είναι δύσκολο να κατανοηθεί ακόμη και στη δική μας εποχή. Το πολύ σύντομο μέλλον θα δείξει πόσο δύσκολο είναι να κτισθεί το «ευρωπαϊκό σπίτι».

Τα «κοινά»

ΠΑΝΤΩΣ, μετά τις αμφικτονίες, που αρχικά ξεκίνησαν ως θρησκευτικές ενώσεις πόλεων – χαρακτήρα που διετήρησαν αλλ’ ακολούθως πήραν και το χαρακτήρα μιας χαλαρής πολιτικής ένωσης – η αρχαία Ελλάς κατά τον 3ο και 2ο π.Χ. μας έδωσε το πρότυπο μιας πολιτικής ενώσεως, τα «κοινά», που, mutatis mutandis, αποτέλεσαν πρότυπο για την οργάνωση συγχρόνων κρατών ή συγχρόνων διακρατικών οργανισμών. Και ναι μεν τα «κοινά» δεν ένωσαν σε ενιαία βάση την Ελλάδα και ούτε ένωσαν στην έσχατη ώρα την Ελλάδα, πάντως η μακρά διάρκειά τους και η δημοκρατική λειτουργία τους τα καθιστά ένα θεσμό αξιοσέβαστο και αξιομίμητο. Τα κυριότερα «κοινά» που σήμερα ονομάζονται συμπολιτείες είναι:

α) Το «Κοινόν των Αχαιών». Η συμπολιτεία αυτή αρχικά εμφανίζεται σαν ένωση τεσσάρων αχαϊκών πόλεων: ΠάτραιΔύμηΤριταίαΦαραί και αργότερα δέκα. Διοικείται από έναν στρατηγό, έναν ίππαρχο κι ένα γραμματέα, αλλά το κυρίαρχο σώμα είναι η Σύγκλητος, συμβούλιο αντιπροσώπων που συνέρχεται στο Αίγιο. Η δράση του Άρατου και του Φιλοποίμενα θα λαμπρύνει τη συμπολιτεία αλλά θα μετριάσει το δημοκρατικό χαρακτήρα της.

β) Το «Κοινόν των Αιτωλών» εμφανίζεται αρχικά σαν θρησκευτική ένωση, με κέντρο τους Δελφούς. Μετά την απόκρουση των Γαλατών του Βρέννου (278 π.Χ.) που κυρίως οφείλεται στους Αιτωλούς, η συμπολιτεία αποκτά μεγάλη ισχύ και εξαπλώνεται σ’ όλη τη Στερεά και τη Θεσσαλία. Διοικείται από έναν στρατηγό, έναν ίππαρχο κι έναν γραμματέα. Κυρίαρχο σώμα είναι το «Παναιτώλιον Συνέδριον» που συνέρχεται στο Θέρμο. Οι αντιπρόσωποι των πόλεων λεγόνταν «απόκλητοι».

Κάθε συμπολιτεία αποτέλεσε ένα είδος ομοσπονδιακού κράτους. Οι πόλεις, χωρίς να χάσουν την αυτοδιοίκησή τους, εμφανίζονται ενωμένες με κοινά μέτρα, κοινά νομίσματα (ενιαία νομισματική πολιτική), κοινή εξωτερική πολιτική. Για τα μέτρα της εποχής ήταν ένα προωθημένο σύστημα ενώσεως, ένα είδος μελλοντικής Ευρώπης, που θα μπορούσε να δώσει λύση στο πολιτειακό σύστημα της Ελλάδος, με την ένωση όλων των ελληνικών πόλεων. Αυτό στάθηκε αδύνατο, γιατί οι ελληνικές πόλεις είχαν διαφορετικές πολιτειακές αφετηρίες, διαφορετικές πολιτικές καταβολές κι επιπλέον η «πολιτικοκρατική» και «τοπικο- κρατική» αντίληψη υπερίσχυε της «εθνικής». Εθνικός χαρακτήρας, με την έννοια που δίνουμε εμείς στον όρο, δεν σχηματίστηκε σ’ ευρεία κλίμακα στον αρχαίο κόσμο. Η ελληνικότητα είχε περισσότερο πνευματικό παρά πολιτικό χαρακτήρα.

Πάντως, το γεγονός ότι σε μια ευρεία έκταση δεκάδες πόλεις ξεπέρασαν τον «τοπικό εγωισμό» τους και δημιούργησαν τα «κοινά» είναι μια κατάκτηση που έδωσε πολλές πολιτικές λύσεις και που ενδεχομένως θα απέτρεπε και τη ρωμαϊκή κατάκτηση, αν είχαν γίνει οι αναγκαίες συγκλίσεις, ώστε να σχηματισθεί ένα «Κοινόν», το «Κοινόν των Πανελλήνων». Η αρχαία Ελλάς δεν έφθασε ποτέ σε επίπεδο κράτους. Λειτούργησε σε επίπεδο πόλεων. Αυτό της έδωσε δυνατότητα να διαμορφώσει λαμπρούς θεσμούς άμεσης δημοκρατίας και με τα «κοινά» αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Μοιραία η κρίση από τις μεταξύ των πόλεων και από τις εντός των πόλεων συγκρούσεις έφερε τη ρωμαϊκή παρέμβαση και ακολούθως την υποταγή

Λίγο μετά το 406 π.Χ. διδάχθηκε ενώπιον μακεδονικού κοινού η «Ιφιγένεια εν Αυλίδι». Ο Ευριπίδης με το δράμα αυτό κάνει πολιτικό κήρυγμα, βάζοντας στο στόμα της Ιφιγένειας τα ακόλουθα λόγια: «Βαρβάρων δ’ Έλληνας άρχειν εικός, αλλά ου βαρβάρους, μήτερ, Ελλήνων το μεν γαρ εστι δούλον, το δ’ ελεύθερον» (= Οι Έλληνες είναι φυσικό να εξουσιάζουν τους βαρβάρους. Γιατί εκείνοι είναι δούλοι κι αυτοί ελεύθεροι). Το ότι οι λόγοι αυτοί ειπώθηκαν ενώπιον Μακεδόνων σε μια πρωιμότατη εποχή είναι μια ισχυρή απόδειξη της ελληνικότητάς τους. Κι ακόμη ο Ευριπίδης στο πολιτικό κήρυγμά του, που μεταφέρεται και στη Β. Ελλάδα, επιζητούσε μια ευρύτερη ένωση του Βόρειου και Νότιου Ελληνισμού. Κάτι τέτοιο δεν έγινε δυνατό. Έτσι το «βάρβαρον ήρξε των Ελλήνων». Μπορεί να υστερούσε πολιτιστικά, υπερτερούσε πολιτικά. Η Ρώμη, παρόλο που ξεκίνησε κι αυτή σαν πόλη – κράτος, διαμόρφωσε τελικά θεσμούς κράτους κι έγινε κεφαλή (caput) κράτους. Αντίθετα, οι Έλληνες ανέπτυξαν θεωρίες περί κράτους, αλλά δεν διαμόρφωσαν – παρά σε περιορισμένη τοπική κλίμακα – θεσμούς κράτους. Οι φυγόκεντρες τάσεις ήταν ισχυρότερες από τον «ομοκεντρισμό».

Έτσι έγινε αυτό που λέει ο Glotz: «Οι πόλεις κουράστηκαν με αυτούς τους ατέρμονες ανταγωνισμούς, με αυτούς τους πολέμους που σχημάτιζαν αλυσίδα, όπως παλιά οι αντεκδικήσεις των οικογενειών. Μάταια έγιναν μέλη μεγάλων κρατών, και η αυτονομία τους περιορίστηκε σε σημείο που να μοιάζουν με σύγχρονους δήμους θα εξακολουθήσουν να έχουν διαφορές, να σχηματίζουν συμπολιτείες που θα παρασυρθούν με τη σειρά τους σε διαμάχες χωρίς τέλος, και οι δύο μεγάλες συμμαχίες, που θα μοιραστούν τελικά σχεδόν ολόκληρη την Ελλάδα, θα εμπλακούν σ’ έναν αγώνα που θα τελειώσει και για τη μια και για την άλλη με την τελική και ολοκληρωτική απώλεια της ανεξαρτησίας». (Ενθ’ ανώτ. σελ. 393).

Όμως, σε τελευταία ανάλυση δεν μπορούμε να ζητάμε από τους αρχαίους Έλληνες να πετύχουν αυτό που δεν πετύχαμε ακόμη εμείς σήμερα. Οι αρχαίοι Έλληνες έκαναν όλα τα πολιτικά πειράματα πάνω στα οποία δοκιμάζει την πολιτική αντοχή και ωριμότητά του ο σύγχρονος κόσμος. Οι δικές μας αποτυχίες δείχνουν πόσο ανώριμες είναι οι κρίσεις για τη δήθεν πολιτική ανωριμότητα των Αρχαίων. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η αδυναμία συσσωματώσεως δεν δημιούργησε την κρίση από την οποία επωφελήθηκαν οι Ρωμαίοι. Στους Έλληνες απέμενε να δώσουν πνευματικό χαρακτήρα στο ρωμαϊκό κράτος.

Η παρακμή της Ελλάδος ήταν όντως παρακμή;

ΠΟΛΛΟΙ όταν μιλάνε για κρίση του Ελληνισμού στους μετά τον Αλέξανδρο χρόνους, βλέπουν το ζήτημα ελλαδοκεντρικά (ωσάν η Ελλάς να είναι ο κόσμος όλος) και δημοκρατικοκεντρικά (ωσάν να ήταν δυνατόν ο κόσμος να κυβερνηθεί από την Πνύκα). Αυτό λοιπόν που παρουσιάζεται σαν κρίση ή παρακμή είναι απλούστατα πέρασμα σε άλλες καταστάσεις που στη διαμόρφωσή τους υπεισέρχονται νέα πληθυσμιακά σύνολα, νέα συστήματα διακυβερνήσεως και νέες περί ζωής αντιλήψεις.

Συγκεκριμένα:

  1. Το κέντρο βάρους του ελληνικού κόσμου μετατοπίζεται από την κυρίως Ελλάδα προς τα ελληνιστικά κράτη της Ανατολής. Η Ελλάδα μπαίνει στο περιθώριο της πολιτικής και οικονομικής δραστηριότητας. Μόνο η Αθήνα κρατάει την παλιά πνευματική ακτινοβολία της.
  2. Η πόλη – κράτος εξαφανίζεται. Στις νέες συνθήκες οι παλιές πόλεις είναι αδύνατο να λειτουργήσουν σαν ξεχωριστές πολιτικές οντότητες. Αίτημα της εποχής είναι η δημιουργία του μεγάλου κράτους πάνω στα πρότυπα των ανατολικών αυτοκρατοριών.
  3. Δημιουργία όμως μεγάλων κρατών σήμαινε θρίαμβο της μοναρχίας εις βάρος της δημοκρατίας. Πλην όμως η μοναρχία ταίριαζε καλύτερα σε κράτη με απέραντες εκτάσεις, αργή επικοινωνία και ανομοιογενή πληθυσμό.
  4. Οι βασιλείς κυβερνούσαν στηριζόμενοι σε μια στρατιωτική δύναμη μισθοφόρων. Για τις ανάγκες της διοικητικής μηχανής χρησιμοποιούσαν ειδικούς υπαλλήλους, που εξελίχτηκαν, ιδίως στην Πέργαμο, σε γραφειοκρατία. Η διακυβέρνηση ήταν απολυταρχική. Μπορεί να κράτησαν κάτι από την απλότητα της μακεδονικής μοναρχίας, «στην πραγματικότητα όμως ήταν αυταρχικοί κυβερνήτες, που έκαναν τους νόμους και διόριζαν τους αξιωματούχους και που μόλις πέθαιναν θεοποιούνταν, αν αυτό δεν είχε γίνει στη διάρκεια της ζωής τους. Η θεοποίηση ήταν ωστόσο άγνωστη στη Μακεδονία, όπου η όλη ζωή ήταν πολύ πιο απλή και πιο δημοκρατική, ενώ οι Πτολεμαίοι την ανέπτυξαν και την έκαναν επίσημη αυτοκρατορική λατρεία»[28].
  5. Λόγω του απολυταρχικού καθεστώτος η έννοια του πολίτη εκμηδενίζεται. Παύει η ενεργός συμμετοχή στα κοινά. Ο άνθρωπος ξεπροβάλλει σαν άτομο και γίνεται ιδιώτης. Μ’ άλλα λόγια ασχολείται περισσότερο με τις ιδιωτικές του υποθέσεις κι επιζητεί την ατομική ευζωία σαν υποκατάστατο της κοινωνικής.
  6. Παρά τη δημιουργία ισχυρού συγκεντρωτικού συστήματος διακυβέρνησης, απουσιάζει η πόλη – κεφαλή. Κι αυτό γιατί εμφανίζονται διαρκώς νέα κέντρα με δικές τους δυνατότητες ανάπτυξης. Το φαινόμενα αυτό ονομάστηκε πολυκεντρισμός. (Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Σελεύκεια, Πέργαμος, κ.ά.).
  7. Στις νέες αυτές μεγαλουπόλεις οι άνθρωποι έχουν μια ροπή προς την πολυτέλεια και τις ανέσεις. Αυτό τις κάνει πόλο έλξης για τους αγροτικούς πληθυσμούς. Έτσι προέκυψε το νέο κοινωνικό φαινόμενο, που ονομάστηκε αστυφιλία.
  8. Στις νέες πόλεις εμφανίζεται έντονη η ελληνική επιρροή, ακόμη κι αν πρόκειται για πρωτεύουσες βαρβαρικών κρατών. Οι ανατολίτες δέχονται ευχάριστα την ελληνική επίδραση κι έτσι, κοντά στους πραγματικούς Έλληνες εμφανίζονται και οι Ελληνίζοντες.
  9. Παρ’ όλα αυτά, στα νέα κράτη εθνική συνείδηση δεν υπάρχει. Οι άνθρωποι δεν αισθάνονται πολίτες ενός συγκεκριμένου κράτους. Στην επικράτεια μάλιστα των Σελευκιδών δεν υπήρχε ούτε καν όνομα κράτους. Στις μεγάλες πόλεις αρχίζει να επικρατεί το κοσμοπολιτικό πνεύμα.

Εξίσου σημαντικές είναι και οι αλλαγές στον οικονομικό και κοινωνικό τομέα:

  1. Στα ελληνιστικά κράτη ο βασιλιάς ήταν ιδιοκτήτης ολόκληρης της χώρας και υποχρέωνε τον πληθυσμό, σε φορολογία, που αν πρόκειται γι’ αγρότες έφτανε και στο μισό της συγκομιδής. Στην Αίγυπτο όλη η κοιλάδα του Νείλου ήταν ιδιοκτησία των Πτολεμαίων, πράγμα που τους έδινε τη δυνατότητα ν’ ασκούν δεσποτικό έλεγχο στην οικονομική ζωή, π.χ. μονοπώλιο λαδιού.
  2. Η γεωργία ήταν η βάση της οικονομίας των ελληνιστικών κρατών. Γι’ αυτό προσέχτηκε πολύ το σύστημα των αρδεύσεων και των νέων καλλιεργειών. Π.χ. τότε διαδόθηκε η αμπελοκαλλιέργεια στη δυτική Ασία.
  3. Το εμπόριο ευνοήθηκε πολύ με το άπλωμα και την οικονομική κυριαρχία του ελληνικού στοιχείου στην Ανατολή και με την έλλειψη φραγμών μεταξύ των ελληνιστικών κρατών. Εμφανίζονται οι πρώτοι μεγάλοι εμπορικοί δρόμοι, που συνδέουν τις μεγάλες ελληνιστικές πόλεις με τα πιο απόμακρα σημεία του κόσμου. Το χρυσάφι ερχόταν από την Ισπανία και τη Νουβία το ασήμι από την Ισπανία και το Παγγαίο χαλκός από την Κύπρο κασσίτερος από την Κορνουάλη αρωματικά φυτά από τη Συρία λιβάνι από την Αραβία (ήταν πολύτιμο για τις ανάγκες της θρησκείας) έβενος, ελεφαντοκόκκαλο, πολύτιμες πέτρες από την Αφρική μπαχαρικά από την Ινδία άσφαλτος από τη Νεκρή Θάλασσα για να βαλσαμώνουν στην Αίγυπτο τους νεκρούς. Την πιο μεγάλη σημασία όμως είχε το εμπόριο των σιτηρών. Τόποι εξαγωγής του ήταν η Αίγυπτος, Κυρήνη, Σικελία, Κριμαία. Θα ακμάσει δυστυχώς κι ένα ειδεχθές είδος εμπορίου, το δουλεμπόριο, με κύρια κέντρα τη Ρόδο και τη Δήλο.
  4. Η εμπορική ανάπτυξη και οι συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες της βιομηχανίας για πρώτες ύλες, συντελέσανε στη ραγδαία ανάπτυξη της ναυτιλίας. Κατασκευάζονται μεγάλα λιμάνια με κυματοθραύστες και φάροι για τις ανάγκες των ναυτιλλομένων ναυπηγούνται πλοία 250 τόνων. Προωθούνται οι γεωγραφικές γνώσεις χάρη στα βιβλία του Νέαρχου και του Μεγασθένη, σχεδιάζονται οι πρώτοι χάρτες και τέλος γίνονται οι πρώτες εξερευνήσεις. Ενδεικτικά αναφέρουμε τον Πατροκλή που εξερεύνησε την Κασπία και τον περίφημο Πυθέα το Μασσαλιώτη, που πέρασε το Γιβραλτάρ κι έφτασε ως τη Γιουτλάνδη.
  5. Το εμπόριο και η ναυτιλία ευνοήθηκαν πολύ από την ανάπτυξη της χρηματικής οικονομίας. Συγκεκριμένα χάρη στον Αλέξανδρο εξαφανίστηκαν τα πολλά εθνικά νομίσματα και κυριάρχησαν παντού τα χρυσά ελληνικά, πράγμα που ευκόλυνε τις συναλλαγές. Κι ακόμη εμφανίστηκαν οι πρώτες Τράπεζες, που δέχονταν καταθέσεις κι έκαναν δάνεια. Τότε για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκαν οι επιταγές και οι πιστωτικές επιστολές.
  6. Η μορφή που πήρε η οικονομική εξέλιξη οδήγησε στο σχηματισμό μιας πανίσχυρης χρηματιστικής τάξης (έμποροι – τραπεζίτες), που στην πλειοψηφία απαρτιζόταν από Έλληνες. Αυτοί μαζί με τους βασιλικούς υπαλλήλους αποτελούν την τάξη των προνομιούχων. Αντίθετα υποφέρανε πολύ οι ελεύθεροι τεχνίτες από το συναγωνισμό των βασιλικών εργαστηρίων και οι μικροκαλλιεργητές, που έδιναν το μισό της συγκομιδής. Η άθλια κατάσταση των λαϊκών στρωμάτων, γέννησε ένα είδος ευσεβούς πόθου, τις πρώτες κοινωνικές ουτοπίες για κοινοκτημοσύνη. Μια τέτοια Ουτοπία είναι η «Ηλίου Πολιτεία» του Ιαμβούλου.

Έκτοτε οι ουτοπίες αυτές, με διάφορες μορφές (θρησκευτικές ή πολιτικές), εμφανίζονται συχνά στην ποικιλία του χώρου και στην εναλλαγή του χρόνου. Έτσι ο αρχαίος ελληνικός κόσμος στη δύση του προσέφερε ακόμη κάτι σημαντικό στην ανθρωπότητα: τις ουτοπίες. Κι αυτές αποτελούν προμήνυμα για κάποιες ανατολές που συχνά από την ανθρώπινη ατέλεια καταλήγουν σε αιματηρές δοκιμασίες. Πάντως η πιο μεγάλη ουτοπία, η ηθική πληρότητα των ανθρώπων, παραμένει ένα ανεκπλήρωτο αίτημα που θα γεννά τις πολύμορφες κρίσεις. Όμως κάθε κρίση είναι κι ένα πρόκριμα.

 

Η κρίση της Ιστορίας ως βηματισμός

«Ο αιών του Πολυβίου»

ΕΝΑΣ Άγγλος ιστορικός ονόμασε τον 2ο π.Χ. αιώνα «Αιώνα του Πολυβίου». Όχι μόνο διότι ο Πολύβιος εκάλυψε με τη μακρά ζωή του (έζησε πάνω από 80 χρόνια) το μεγαλύτερο μέρος του αιώνα αυτού (γεννήθηκε το 205 και πέθανε το 125 π.Χ.) αλλά κυρίως γιατί ο 2ος αιώνας είναι ένας από τους πιο δυναμικούς της παγκόσμιας ιστορίας και τον αιώνα αυτόν ο Πολύβιος ευτύχησε να τον ζήσει ως στρατιωτικός και πολιτικός, να τον περιγράψει ως ιστορικός και, υπερβαίνοντας τον φυλετισμό του, να οραματισθεί και να γίνει ιδεολογικός εκφραστής της PAX ROMANA, μιας πολιτικής, δηλαδή, παγκοσμίου ειρήνης υπό ρωμαϊκή κυριαρχία.

Στα χρόνια του Πολυβίου διαδραματίζονται τα πιο συγκλονιστικά γεγονότα της αρχαίας ιστορίας, ήτοι η εξάπλωση του ελληνικού πολιτισμού σ’ Ανατολή και Δύση, ο σχηματισμός των «κοινών», που ήταν η πιο προωθημένη πολιτική σύλληψη και δημιουργία των ελληνικών πόλεων, οι τολμηρές πολιτικές καινοτομίες των βασιλέων της Σπάρτης Άγη και Κλεομένη, η σύγκρουση Ελληνισμού και Ρώμης, που έληξε με νίκη της δεύτερης και οι Καρχηδονιακοί πόλεμοι που με το νικηφόρο για τα ρωμαϊκά όπλα αποτέλεσμα κατέστησαν τη Ρώμη κοσμοκράτειρα. Και το βασικότερο: ο Πολύβιος είδε τους ηττημένους στρατιωτικά Έλληνες να νικούν πνευματικά τους Ρωμαίους κατακτητές, είδε να σχηματίζεται το πολιτιστικό μόρφωμα που ονομάστηκε Ελληνορωμαϊκός πολιτισμός και ο οποίος απετέλεσε την πολιτιστική βάση του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού (ως την Αναγέννηση και το Διαφωτισμό), αλλά και του βυζαντινού Πολιτισμού και, μέσω αυτού, του αραβικού και σλαβικού πολιτισμού. Αυτό τον βοήθησε να συλλάβει και να καταγράψει στις «Ιστορίες» του αυτό που ονομάζουμε διαλεκτική ενότητα των πολιτισμών και να τον εκφράσει υπό μορφή ιστορικού νόμου.

Ο Πολύβιος γεννήθηκε στη Μεγαλόπολη (γι’ αυτό αποκαλείται και «Μεγαλοπολίτης») της Αρκαδίας. Ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογενείας. Ο πατέρας του Λυκόρτας ήταν στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας, που διαδέχθηκε μάλιστα τον Φιλοποίμενα, «τον έσχατον των Ελλήνων». Έλαβε εξαιρετική μόρφωση, αναμίχθηκε στα πολιτικά και τάχθηκε με την παράταξη που είχε φιλορωμαϊκή απόκλιση. Πιο συγκεκριμένα υποστήριζε μια πολιτική προσεγγίσεως της Αχαϊκής συμπολιτείας με τη Ρώμη και ακόμη πολιτική ουδετερότητας, όταν ξέσπασαν οι πόλεμοι Μακεδόνων και Ρώμης. Μετά την ήττα του Περσέα στη μάχη της Πύδνας (168 π.Χ.) ο Πολύβιος, παρά τον φιλορωμαϊσμό του, μεταφέρθηκε με 1.000 συμπατριώτες του στη Ρώμη ως όμηρος, επειδή διατυπώθηκε κατηγορία από το συμπατριώτη του Καλλικρατίδα για φιλομακεδονική πολιτική.

Στη Ρώμη χρησιμοποιήθηκε ως παιδαγωγός της οικογενείας των Κορνηλίων και μπήκε στον πνευματικό κύκλο των Σκιπιώνων. Έτσι έγινε παιδαγωγός ολόκληρης της ρωμαϊκής «élite». Η φιλία του μάλιστα με τον Σκιπίωνα Αιμιλιανό, τον πορθητή της Καρχηδόνας, που στο περιβάλλον του εκινούντο ο Ρόδιος στωικός φιλόσοφος Παναίτιος, ο νομομαθής Μανίλιος και ο ποιητής Τερέντιος, έδωσε τη δυνατότητα στον Πολύβιο να κάνει χρήση αρχείων, να γνωρίσει πρόσωπα, που διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στα μεγάλα γεγονότα της εποχής, και επιπλέον να ταξιδέψει ως επίσημος απεσταλμένος της Ρώμης στην Αφρική, Ν. Γαλλία και Ισπανία και να εφαρμόσει στη συγγραφή των έργων του την πρακτική της «αυτοψίας». Επί πλέον είχε την εξαιρετική τύχη ως ιστορικός να είναι αυτόπτης μάρτυς της καταστροφής και της Καρχηδόνας και της Κορίνθου (146 π.Χ.).

Ο Πολύβιος έγραψε τέσσερα έργα. Τα τρία χάθηκαν. Σώθηκαν μόνο τα πέντε πρώτα βιβλία από τις «Ιστορίες» του (το όλο έργο είχε 40 βιβλία) και σ’ αυτά χρωστά τη φήμη του. Από τα υπόλοιπα 35 έργα των «Ιστοριών» έχουν διασωθεί αποσπάσματα. Ο Πολύβιος είναι ο δεύτερος σε αξία μετά τον Θουκυδίδη Έλληνας ιστορικός. Αλλ’ η ιστορική όραση του Θουκυδίδη βλέπει μόνο τα γεγονότα του ελληνικού κόσμου και περιορίζεται στις διενέξεις των ελληνικών πόλεων – κρατών. Στα χρόνια του Πολυβίου τα πράγματα έχουν αλλάξει. Διατηρούνται ακόμη πόλεις – κράτη (π.χ. η αγέρωχη και αγέραστη Σπάρτη), υπάρχουν διευρυμένα κράτη (Μακεδονία και ελληνιστικά), υπάρχουν όμως και τα «κοινά», δηλαδή οι συμπολιτείες (Αχαϊκή, Αιτωλική κ.ά.). Κυρίως όμως, υπάρχουν η Ρώμη και η Καρχηδών. Όλος αυτός ο κόσμος βρίσκεται σε οξύτατο ανταγωνισμό. Αυτό γεννά την μεγάλη κρίση του 2ου π.Χ. αιώνα που προσεπάθησε να περιγράψει ο Πολύβιος.

Λόγω της οικουμενικότητας των γεγονότων, οι ιστορίες» του Μεγαλοπολίτη ιστορικού έχουν το χαρακτήρα σύγχρονης «Γενικής Ιστορίας». Είναι μια ιστορία οικουμενική. Δεν είναι ιστορία ενός λαού, είναι ιστορία της τότε γνωστής οικουμένης. Η μέθοδος του Πολυβίου είναι να περιγράψει επακριβώς τα γεγονότα (π.χ. για να εξιστορήσει τη διάβαση των Άλπεων από τον Αννίβα, έκανε ο ίδιος την ίδια πορεία!), να βρει αιτίες, αφορμές, αποτελέσματα και κυρίως να διδάξει. Κλασικός είναι ο ορισμός που δίνει στην Ιστορία: «Ιστορίας γαρ εάν αφέλη της (αν αφαιρέσει κάποιος) το διατί και πώς και τίνος χάριν επράχθη και το πραχθέν πότερα εύλογον έσχε το τέλος, το καταλειπόμενον αγώνισμα μεν (πνευματικό γύμνασμα), μάθημα δε ου γίγνεται και παραυτίκα μεν τέρπει, προς δε τα μέλλοντα ουδέν ωφελεί το παράπαν». Με άλλα λόγια η ιστορία δεν πρέπει να περιορίζεται σε μια αντικειμενική – έστω – περιγραφή των γεγονότων, αλλά να επεκτείνεται σε μια άντληση διδαγμάτων από το παρελθόν που θα είναι χρήσιμη στο μέλλον. Έτσι ο Πολύβιος γίνεται θεμελιωτής της λεγόμενης διδακτικής ιστορίας. Επί πλέον επειδή έζησε κοντά σε όντως μεγάλους άνδρες σχημάτισε την αντίληψη πως η ιστορία είναι ένα έργο των μεγάλων ανδρών και θεωρεί το ρόλο των μαζών, των «κοινών» ανθρώπων, σαν παθητικό ιστορικό παράγοντα.

Οι πολιτικές και ιστοριοθεωρητικές του αντιλήψεις συμπυκνώνονται στ’ ακόλουθα: α) Είναι οπαδός του «μεικτού πολιτεύματος» (απήχηση των ιδεών του Πλάτωνος), ήτοι ενός πολιτεύματος που θα περιέχει στοιχεία μοναρχικά, ολιγαρχικά και δημοκρατικά, β) Πιστεύει στην κυκλική εναλλαγή των πολιτευμάτων: μοναρχία, ολιγαρχία, δημοκρατία. γ) Παρεισάγει τον παράγοντα, «τύχη», όχι με την έννοια του «τυχαίου», του απροβλέπτου, αλλά με την έννοια της νομοτέλειας. Με άλλα λόγια πιστεύει πως, αφού τα ελληνικά και ελληνιστικά κράτη εξεπλήρωσαν την ιστορική τους αποστολή, ήλθε η σειρά της Ρώμης να προσφέρει ένα παγκόσμιο σύστημα ειρήνης (PAX ROMANA) μέσα από ένα παγκόσμιο σύστημα κυριαρχίας. Για τον Πολύβιο το σύστημα αυτό είναι το μόνο αποτελεσματικό φάρμακο για έναν κόσμο που βγαίνει μέσα από συνεχείς κρίσεις, που δοκιμάζεται από έντονες κρίσεις, σ’ έναν κόσμο που το παλιό πεθαίνει κι αναδύεται ένας καινούργιος κόσμος, όπου το κέντρο βάρους της Ιστορίας μετακινείται από τον ελληνικό στον ιταλικό χώρο. Είναι η εποχή της μεγάλης κρίσης και ο Πολύβιος – τέκνο αυτής της κρίσης – υπήρξε αντάξιος ιστορικός αυτού του φαινομένου.

Γιατί επιβάλλεται η σπουδή του Πολυβίου; Πρώτον, γιατί είναι μεγάλος ιστορικός. Δεύτερον, γιατί περιγράφει μια ιστορική περίοδο με πολλά όμοια στοιχεία της δικής μας. Τρίτον, γιατί είναι ο κατ’ εξοχήν ιστορικός των κρίσεων, και κρίσεων όχι ενδοελληνικού, ενδοπολιτικού χαρακτήρα αλλά κρίσεων με οικουμενικό βεληνεκές, όπως είναι οι κρίσεις στο δικό μας καιρό.

Όμως, για μας τους Έλληνες επιβάλλεται η μελέτη του Πολυβίου και για λόγους πολιτικούς και εθνικούς. Η ελληνιστική περίοδος – παρά το τεράστιο ιστορικό μέγεθός της – είναι η πιο αγνοημένη περίοδος της ελληνικής Ιστορίας. Terra incognita. Επί πλέον κάποιοι πνευματικοί κύκλοι της Ευρώπης, με ύποπτες διασυνδέσεις, επιδιώκουν τον ιστορικό «θάνατο» της περιόδου αυτής, χάρη στην οποία γεννήθηκαν… αυτοί! Κυρίως ενδιαφέρονται ν’ «αποδείξουν» ότι τα πάντα στην Ευρώπη αρχίζουν από τα… Γερμανικά φύλα!

Και σ’ ό,τι μας αφορά: Θέλουν να σπάσουν από τον σύγχρονο Έλληνα τη συνείδηση της συνέχειας. Κι αν το πετύχουν (στην προσπάθεια αυτή, εγγράφεται και η ιστορία του κ. Ντυροζέλ), εύκολο είναι να το πετύχουν και με άλλα έθνη νεώτερα και να δημιουργήσουν τη λεγόμενη «κρίση ταυτότητας». Οπότε εύκολα πια «αποδεικνύεται» ότι τη μακρότερη ιστορική συνέχεια στην Ευρώπη έχουν Άγγλοι, Γάλλοι, Γερμανοί και οι αυριανοί εταίροι μας στην ΕΟΚ οι… Τούρκοι!

Βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα αριστοτεχνικά καταρτισμένο «σενάριο»: να αποσυνδεθεί ο νεώτερος Ελληνισμός από το ελληνιστικό παρελθόν του. Και στην παγίδα αυτή πέφτουμε ασυναισθήτως (ή ενσυναισθήτως) κι εμείς οι δήθεν πανέξυπνοι Ρωμιοί. Στα σχολεία μας οι μαθητές δεν διδάσκονται «γρυ» για την ελληνιστική εποχή. Στα πανεπιστήμια προσφέρονται ψιχία. Ωσαύτως και για την ελληνορωμαϊκή εποχή.

Το σχέδιο είναι μακιαβελλικό. Χάνοντας τη σύνδεση με το παρελθόν, οι Έλληνες γίνονται ένας μετέωρος λαός. Έτσι εύκολα μπορεί να υλοποιηθεί η πολιτική γραμμή που από το 1866 καθόρισε με αγόρευσή του στην Άνω Βουλή ο λόρδος Λοντόντερυ (υπουργός στην κυβέρνηση Πάλμερστον), λέγοντας: «Οι Έλληνες πρέπει να γίνουν λαός μικρόψυχος σαν τους λαούς του Ινδοστάν, για να είναι λιγότερο επικίνδυνοι». Η ιστορική νηστεία στην οποία υποβάλλονται, η άγνοια της ιστορίας τους, τους κάνει να γίνουν πιο… ευκολοκυβέρνητοι. Να δίνουν μάχες για την ΕΑΣ, χάνοντας το όραμα ΕΛΛΑΣ. Γιατί, αν αγνοηθεί, όπως αγνοείται, η ελληνιστική περίοδος, τότε χάνεται από την ιστορική οπτική μας το έδαφος πάνω στο οποίο θεμελιώθηκε η ελληνική αυτοκρατορία της χριστιανικής Ανατολής. Χάνεται από τα Ελληνόπουλα η αίσθηση της συνέχειας, η παράδοση της Ρωμιοσύνης που ενέχει – πλην της Ελληνοσύνης και της Χριστιανοσύνης – και κάποια κοινά πολιτιστικά στοιχεία με ομόρους λαούς, που είναι βάση για μια μελλοντική συνεννόηση και συνύπαρξη.

Χωρίς την εικόνα της συνέχειας εύκολα πια περνά στο Ελληνόπουλο η αντίληψη ότι το κράτος που πριν από 170 χρόνια ονομάστηκε Ελλάς, είναι πνευματικώς ά-ριζο, ότι είναι πνευματική κατασκευή του ευρωπαϊκού ρομαντισμού και πολιτική κατασκευή της ευρωπαϊκής διπλωματίας. Και ότι ουσιαστικά έχουμε περισσότερη σχέση με το οθωμανικό παρελθόν «μας» παρά με το ελληνικό, εφόσον τεχνηέντως έχουν αφαιρεθεί οι ιστορικές γέφυρες που μας συνδέουν με την αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως, την ελληνορωμαϊκή και ελληνιστική περίοδο.

Τα παραπάνω έχουν την ακόλουθη έννοια: σήμερα η Ελλάς αντιμετωπίζει πολλές και ποικίλες κρίσεις. Η προσοχή μας είναι εστραμμένη προς την οικονομική. Μας διαφεύγει όμως η κρίση της παιδείας στο πιο επικίνδυνο σημείο της. Αφαιρούνται από το Ελληνόπουλο 2.000 χρόνια ιστορίας. Έτσι δεν ξέρει τους προγόνους του. Δεν ξέρει από ποιους προέρχεται, από πού έρχεται, άρα πού πηγαίνει. Μπορεί να έχει υπηκοότητα Έλληνος αλλά δεν διαθέτει ουσία Έλληνος, διότι αγνοεί το ιστορικό εύρος του Ελληνισμού. Αυτό συνιστά μια ιδιότυπη πνευματική κρίση, την κρίση της ιστορικής ταυτότητας.

Ο ΙΟΣ που αποτελεί «εθνικό νόσημα» των Ελλήνων και δημιουργεί όλες τις κρίσεις έχει ανακαλυφθεί από τον Όμηρο και ονομάζεται «άτη», λέξη που σημαίνει τύφλωση (λόγω οργής), παραφορά, παραφροσύνη, φρενοβλάβεια. («Ατην εμβάλλω φρεσί Τ. 88). Η άτη σκοτίζει τη σκέψη των ανθρώπων και τους οδηγεί σε πράξεις παραφοράς (π.χ. σύγκρουση Αγαμέμνονα – Αχιλλέα). Τις βλάβες της Άτης επανορθώνουν οι «Λιτές», κόρες του Δία και αδελφές της Άτης, παρθένες χωλές και ρυτιδωμένες (Ι.502), όπως ακριβώς μοιάζει ο άνθρωπος μετά την καταστροφή. Βέβαια ούτε η Άτη θα ενέσκηπτε, ούτε οι Λιτές θα εχρειάζοντο, αν η πολιτική των Ελλήνων – παλαιόθεν και τώρα – ήταν προσηλωμένη προς το δυσαπόκτητο ιδανικό, την ομόνοια.

Μετά από ανηλεείς ενδοελληνικούς πολέμους η ομόνοια γίνεται πολιτικό αίτημα, με τη μορφή της πανελλήνιας ενώσεως το 392 π.Χ., όταν ο σοφιστής Γοργίας εξεφώνησε τον περίφημο «Ολυμπιακό» του. Περί αυτού ο Φιλόστρατος μας πληροφορεί: «Στασιάζουσαν γαρ την Ελλάδα ορών ομονοίας σύμβουλος εγένετο αυτοίς». Την ανάγκη της ενότητας των Ελλήνων ως προϋπόθεση μιας παγκόσμιας κυριαρχίας είχε εκφράσει στα «Πολιτικά» του και ο Αριστοτέλης: «Το δε ελληνικόν γένος – ελεύθερον τε διατελεί και μάλιστα πολιτευόμενον και δυνάμενον άρχειν πάντων, μιας τυγχάνων πολιτείας» (ΙV, 6).

Αργότερα – μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση – ο Πλούταρχος θα γράψει για τους Έλληνες: «Μάλιστα δε διέδειξαν ούτοι την ελληνικήν αλκήν απρόσμαχον (=ακαταμάχητη) ούσαν, οσάκις τύχοι κόσμου και συντάξεως ομοφρονούσης και νουν έχοντος ηγεμόνος». Δυστυχώς, ούτε κόσμος (=ευταξία), ούτε ομοφροσύνη ούτε νουνεχείς ηγεμόνες μεταξύ των Ελλήνων επεκράτησαν. Έτσι η ακαταμάχητη γενναιότητα των Ελλήνων χρησιμοποιήθηκε κυρίως εναντίον Ελλήνων. Οι Ρωμαίοι το ήξεραν και γι’ αυτό ενίκησαν όχι μόνο χάρη στις αναμφισβήτητες πολεμικές αρετές τους, αλλά κυρίως χάρη στη διπλωματία του divide et impera (=διαίρει και βασίλευε), χρησιμοποιώντας Έλληνες εναντίον Ελλήνων. Συνεπώς, οι Έλληνες δεν νικήθηκαν από τους Ρωμαίους αλλά από τον εαυτό τους.

Ο Πολύβιος ξεκίνησε τη συγγραφή των ιστοριών του όχι με σκοπό να περιγράψει γεγονότα – άσχετα αν λόγω ιστορικής ευσυνειδησίας τα περιγράφει με ακρίβεια – αλλά να βρει τις αιτίες που προκαλούν τα γεγονότα. Ζη σε μια περίοδο αλλαγών, μεταβολών, ανατροπών, που το σκηνικό της ιστορίας αλλάζει. Ιδιαίτερα θέλει να εξιχνιάσει τους λόγους, που μέσα σε διάστημα μισού αιώνα έκαναν τη Ρώμη κοσμοκράτειρα. «Ποιος ιστορικός – γράφει – είναι τόσο ανόητος ή επιπόλαιος που να μη θέλει να μάθει πώς και με ποιο σύστημα διακυβέρνησης ολόκληρος ο κατοικημένος κόσμος κατακτήθηκε σε διάστημα χρόνου μικρότερο από 53 χρόνια, γεγονός χωρίς προηγούμενο, και πέρασε στην κυριαρχία της Ρώμης;»

Όντως το 202 π.Χ. ο Πόπλιος Κορνήλιος Σκιπίων ο Αφρικανός νικά στη Ζάμα τον πιο επικίνδυνο εχθρό της Ρώμης τον Αννίβα. Το 146 π.Χ. ο Σκιπίων Αιμιλιανός, γιος του Αιμιλίου Παύλου, καταστρέφει την Καρχηδόνα. Ως προς τους Έλληνες: Μετά την ήττα του Πύρρου στο Βενεβέντο, επεμβαίνουν σταδιακά και μεθοδικά στα πράγματα της Ελλάδος. Το 197 π.Χ. ο Κόιντος Φλαμινίνος νικά τον Φίλιππο Ε ́ της Μακεδονίας στις Κυνός Κεφαλές και ακολούθως στην εορτή των Ισθμίων διακηρύσσει την ελευθερία των Ελλήνων! Το 190 ο Λεύκιος Σκιπίων νικά τον Αντίοχο Γ’ στη μάχη της Μανγησίας και τον υποχρεώνει να υπογράψει την ταπεινωτική συνθήκη της Απαμείας (εκκένωση Μ. Ασίας, παράδοση πολεμικού στόλου, πολεμική αποζημίωση 15.000 ταλάντων κ.λπ.). Το 168 π.Χ. ο Αιμίλιος Παύλος νικά τον βασιλέα της Μακεδονίας Περσέα στην Πύδνα (Η Μακεδονία χωρίστηκε σε 4 τμήματα, 75 ηπειρωτικές πόλεις κατεστράφησαν και 75.000 άνθρωποι εξανδραποδίστηκαν). Τότε είναι που ο Πολύβιος, με υπόδειξη του Καλλικρατίδα, μεταφέρθηκε όμηρος στη Ρώμη. Το 148 π.Χ. ο στρατηγός Καικίλιος Μέτελλος συνέλαβε και τον τελευταίο βασιλιά της Μακεδονίας Ανδρίσκο (εμφανιζόταν σαν Φίλιππος ΣΤ ́, γιος του Περσέα). Τότε είναι που άλλαξε η διοικητική σύσταση της Β. Ελλάδος. Ολόκληρη η Μακεδονία, η Ήπειρος, η Ν. Ιλλυρία και η Θεσσαλία αποτέλεσαν ρωμαϊκή επαρχία (Provincia) με το γενικό όνομα «Μακεδονία».

Τα δύο επόμενα χρόνια νικήθηκε και η Αχαϊκή Συμπολιτεία. Το 147 π.Χ. ο στρατηγός της Κριτόλαος νικήθηκε στη Σκάρφεια της Λοκρίδος και το 146 π.Χ. στην Λευκόπετρα του Ισθμού δόθηκε η τελευταία μάχη της Ελλάδος. Ο Ρωμαίος στρατηγός Μόμμιος νίκησε τον Δίαιο και κατέστρεψε ακολούθως το πιο ακμαίο τότε ελληνικό κέντρο, την Κόρινθο και την μετέτρεψε σε «δημόσιο αγρό» (ager publicus). Σε όλες αυτές τις μάχες παρά το πλευρό των Ρωμαίων πολέμησαν αξιόλογες ελληνικές δυνάμεις.

Όλα αυτά τα κατακλυσμικά γεγονότα ερεθίζουν το «ιστορικό ένστικτο» του Πολυβίου, που επιδίδεται με πάθος στη συγγραφή των ιστορικών έργων του. Όπως είπαμε πιο πάνω, ο Πολύβιος έζησε μέσα στον πνευματικό κύκλο των Σκιπιώνων. Αγαπά την Ελλάδα αλλά θαυμάζει τη Ρώμη για τη διοικητική αποτελεσματικότητά της. Λόγω καταγωγής και παιδείας είναι οπαδός της μετρίας δημοκρατίας. Αποστρέφεται την άκρα δημοκρατία, που είχε ξεπέσει σε οχλοκρατία και διασπούσε την εσωτερική συνοχή των πόλεων και ακολούθως του ελληνικού κόσμου. Ο Πολύβιος πίστεψε στο καινούργιο πολιτικό σύστημα που εμφανίζεται στους μετά τον Αλέξανδρο χρόνους, στο θεσμό των «Κοινών». Ιδίως θαυμάζει την Αχαϊκή Συμπολιτεία, στην οποία έπαιξε ρόλο σημαντικό ο πατέρας του και ο ίδιος. Όντως, τα «κοινά» των Ελλήνων θα ήσαν η σωτηρία της Ελλάδος, εάν είχαν κατορθώσει να γίνουν σε ενιαία και όχι σε τοπική κλίμακα κοινά. Αυτό το είχε διαβλέψει ο Αγέλαος ο Ναυπάκτιος που μετά το Συμμαχικό Πόλεμο (220 – 217 π.Χ.) συνέβαλε στην υπογραφή της συνθήκης της Ναυπάκτου. Μιλώντας τότε στο εκεί συνέδριο συνέστησε σύνεση και ομόνοια, ενότητα μεταξύ Ελλήνων και Μακεδόνων, κάνοντας την προειδοποίηση για την απειλή των «εξ εσπερίας νεφών». (Πολ. V, 104). Εννοούσε την απειλή της Ρώμης.

Δυστυχώς δεν εισακούστηκε ο Αγέλαος. Το ίδιο δεν εισακούστηκε – αλλ’ ούτε και εισακούγεται – κι ένας άλλος τελείως αγνοούμενος, ο Λυκίσκος. Σήμερα αντιμετωπίζουμε σοβαρά προβλήματα στη Μακεδονία και τη Θράκη. Δικό μας φταίξιμο. Εμείς, με την αθηναιοκεντρική, ήγουν τη μοραϊτο – ρουμελιώτικη νοοτροπία μας αφήσαμε τις δύο περιοχές να ρημάξουν από ελληνικό πληθυσμό. Ιδίως η Θράκη και οι παραμεθόριες περιοχές της Μακεδονίας. Κι όμως ο Λυκίσκος, πρεσβευτής των Ακαρνάνων στη Σπάρτη, είναι προειδοποιητικός – από τότε. Μεταφράζουμε τον Πολύβιο (ΙΧ, 35 – 38), για να κατανοηθούν τα λόγια του και από τους σύγχρονους πολιτικούς. (Μόνο 5 – 6, δυστυχώς, θα μπορούσαν να καταλάβουν επαρκώς το πρωτότυπο)[29].

«Ποίας και πόσης τιμής δεν είναι άξιοι οι Έλληνες της Μακεδονίας, οι οποίοι περνούν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους στους αγώνες εναντίον των βαρβάρων κι εξασφαλίζουν έτσι την ελευθερία στους άλλους Έλληνες. Εάν δεν πολεμούσαν αυτοί (δηλαδή οι Μακεδόνες), οι άλλοι (Έλληνες) θα ζούσαν σ’ έναν διαρκή και μεγάλο κίνδυνο. Τούτο πρέπει να το εννοήσουν καλά όλοι οι Έλληνες και να πάψουν τους εμφύλιους πολέμους και μερικοί μάλιστα να θέλουν να συμμαχήσουν με τους Ρωμαίους. Πρέπει να καταλάβουν αυτοί ότι μια συμμαχία με αλλοφύλους εχθρούς μπορεί μεν να τους βοηθήσει να ικανοποιήσουν τα μίση τους, οδηγεί όμως στην υποδούλωση όλης της Ελλάδος και συνεπώς και των ίδιων».

Η παθολογία της κρίσης κατά τον Πολύβιο

Η ΕΛΛΑΣ μπορεί παλαιόθεν και τώρα να χαρακτηρισθεί πατρίδα των συνετών λόγων και των ασύνετων πράξεων. Ουδέποτε είχαν ακουσθεί τόσο συνετοί, πατριωτικοί και έγκαιρα προειδοποιητικοί λόγοι. Δυστυχώς έγινε το αντίθετο από αυτό που ζήτησαν ο Αγέλαος και ο Λυκίσκος. Την αιτία ο Πολύβιος την ανιχνεύει όχι τόσο στις κοινωνικο-οικονομικές αντιθέσεις, ούτε στο πάθος της ανεξαρτησίας που διέκρινε πάντα τους Έλληνες (πράγμα που εμπόδιζε την ενοποίησή τους), όσο σε μια ηθική καχεξία. Ο ελληνικός κόσμος διέρχεται έντονη ηθική κάμψη, που διαβρώνει τα κοινωνικά και πολιτικά ήθη. Ο Πολύβιος έχει μια υψηλή αντίληψη περί πολιτικού ήθους. Γι’ αυτό προτιμά τη δημοκρατία των εντίμων και θαυμάζει τα αυστηρά (τουλάχιστον έως τις μέρες του) ήθη της Ρώμης. Η διαφθορά είναι, κατά την άποψή του, η αιτία της παρακμής των Ελλήνων. Κάνει αναφορές που θυμίζουν, δυστυχώς, σημερινές καταστάσεις.

Ας επισημάνουμε μερικές: οι Αθηναίοι συμπεριφέρθηκαν με γλοιώδη δουλοπρέπεια στο Δημήτριο Πολιορκητή και του παραχώρησαν τον Παρθενώνα, για να οργιάζει με τις εταίρες. Στη Σπάρτη, την πάλαι ποτέ πόλη του αυστηρού ήθους, οι έφοροι έναντι πέντε ταλάντων παραχωρούσαν πιστοποιητικό καταγωγής από ο γένος του Ηρακλή! Εκπλήσσεται ο Μεγαλοπολίτης ιστορικός από τη διαφθορά των δημοσίων υπαλλήλων. Η παράδοση του «μπαξίς»[30] δεν έχει τουρκική αλλά ελληνική, φαίνεται, καταγωγή. Είναι χαρακτηριστικό πως όταν ο Τίτος Φλαμινίνος έδειξε κάποια επιείκεια στον Φίλιππο Ε’ της Μακεδονίας, οι Αιτωλοί αδυνατούσαν να πιστέψουν ότι πρόκειται περί μεγαθυμίας. Τη θεώρησαν αποτέλεσμα δωροδοκίας. Γράφει ο Πολύβιος: «Ήδη γαρ κατά την Ελλάδα της δωροδοκίας επιπολαζούσης και του μηδένα μηδέν δωρεάν πράττειν, και του χαρακτήρος τούτου νομιστευομένου[31], παρά του Αιτωλού ουκ εδύναντο πιστεύειν διότι χωρίς δώρον η τηλικαύτη μεταβολή γέγονε του Τίτου τον Φίλιππον» (XVIII, 34, 7).

Οι διαχειριζόμενοι τα κοινά σε κανέναν πια δεν ενέπνεαν εμπιστοσύνη. Η εγγραφοκρατία και η σφραγιδοκρατία δεν είναι μόνο πληγές της δικής μας εποχής. Για τη διαχείριση ενός μόνο ταλάντου χρειάζονταν δέκα αντίγραφα (που σημαίνει δέκα αντιγραφείς!…), δέκα σφραγίδες και διπλάσιοι μάρτυρες!. «Οι τα κοινά χειρίζοντες παρά μεν τοις ‘Ελλησιν, εάν ταλάντου μόνον πιστευθώσιν αντιγραφείς έχοντες δέκα και σφραγίδας τοσαύτας και μάρτυρας διπλασίους ου δύνανται τηρείν την πίστιν» (Πολύβιος VI, 56, 12).

Αλλά δεν είναι μόνο τα στοιχεία αυτά που συνθέτουν την παθολογία της κρίσης του Ελληνισμού και που εξηγούν την εύκολη υποταγή του στη Ρώμη. Πέρα από τη διαίρεση, τη διασπορά ακμαίου στοιχείου σε Δύση και Ανατολή, τον εκμηδενισμό των παραδοσιακών εμπορικών κέντρων λόγω της ταχείας αναπτύξεως των ανατολικών, μία άλλη βασική παράμετρος της κρίσης είναι η αδυναμία επιλύσεως των πολιτειακών αλλά και των κοινωνικών προβλημάτων. Οι Έλληνες έμειναν αγκιστρωμένοι στα παλαιά πολιτειακά σχήματα, στην άμεση δημοκρατία, ενώ οι συνεχώς διευρυνόμενοι ορίζοντες απαιτούσαν μορφές εμμέσου δημοκρατίας. Γι’ αυτό ο Πολύβιος είναι θαυμαστής του ρωμαϊκού πολιτεύματος και των πολιτικών δομών και θεσμών του ρωμαϊκού κράτους. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, έχοντας υπόψη του και τη διαίρεση των εξουσιών που κάνει ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» του («Περί τας αρχάς», «βουλευόμενον» και «δικάζον») ότι προτείνει διαίρεση των εξουσιών σε εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική, ιδέα την οποία υιοθέτησε στο «Πνεύμα των Νόμων» (L’esprit des lois) ο Μοντεσκιέ (1689 – 1755) και έκαναν πράξη οι Αμερικανοί με το Σύνταγμα του 1787.

Δεν είναι η δημοκρατία που έφταιξε για την παρακμή της Ελλάδος, αλλ’ ο περιορισμός της δημοκρατίας στα πλαίσια των ελευθέρων πολιτών. Χρειαζόταν μια ανανέωση θεσμών, που να επιτρέπει συμμετοχή στα κοινά νέου σφριγηλού, παραγωγικού στοιχείου, που να υποκαταστήσει την παλιά, ξεθυμασμένη και διεφθαρμένη κυρίαρχη τάξη των ελευθέρων. Δυστυχώς το δουλοκτητικό καθεστώς παρέμεινε αναλλοίωτο μέχρι την τελική πτώση της Ελλάδος, παρά τις προσπάθειες των Σπαρτιατών βασιλέων Άγη και Κλεομένη να διευρύνουν το δικαίωμα του πολίτη μέχρι ειλώτων.

Οι πάντα επινοητικοί Έλληνες δεν υπήρξαν οπισθοδρομικοί μόνο στην αντιμετώπιση των πολιτειακών και κοινωνικών της ζητημάτων. Υπήρξαν και στον στρατιωτικό τομέα. Αυτοί που εισήγαγαν την επιστημονική μέθοδο διεξαγωγής των μαχών, επί δύο περίπου αιώνες κράτη- σαν τη στρατιωτική οργάνωση και τακτική τους σχεδόν αμετάβλητη. Αντίθετα, οι Ρωμαίοι, αφού αξιοποίησαν τα πολεμικά διδάγματα των Ελλήνων, δημιούργησαν καλύτερη πολεμική μηχανή. Η ρωμαϊκή λεγεών αποδείχθηκε υπέρτερη της ελληνικής. Άρα κρίση με αρνητική πρόσημο, είναι προσκόλληση σε παλαιά πρότυπα και η αδυναμία ή απροθυμία προσαρμογής σε νέες συνθήκες.

Η ιστορία είναι άρνηση;

ΠΡΟΤΟΥ κλείσουμε το μελέτημα αυτό, αξίζει να σταθούμε σε μια αξιοπρόσεκτη σκέψη του Πολυβίου. Λέει, λοιπόν ο πολυμαθής και πολύπειρος Μεγαλοπολίτης ότι ένας ιστορικός πρέπει να δίνει προσοχή κυρίως στα θετικά στοιχεία. Σκοπός της ιστορίας είναι να καταγράψει όχι μόνο τα σφάλματα αλλά και να υπογραμμίζει τις καλές και δίκαιες πράξεις. Δυστυχώς, η σύγχρονη ιστορία έχει μεγιστοποιήσει το ρόλο των αρνητικών φαινομένων κι έχει μεταβληθεί σε χημεία των ατιμιών του ανθρώπου. Ο ιστορικός, όπως ο δράκος του παραμυθιού που πηγαίνει όπου μυρίζει αίμα, πηγαίνει όπου μυρίζει πόλεμο (η περιγραφή της ειρήνης είναι πληκτική!) ή βούρκο. Όντως, η ελληνιστική περίοδος είναι ένας ατελείωτος χορός πολέμων, συνωμοσιών, εγκλημάτων, βδελυρών πράξεων και πραγμάτων. Μόνο; Δύο λεπτομέρειες (αν αυτά λέγονται λεπτομέρειες) αρκούν για να δείξουν ότι είναι μία εκθαμβωτική πολιτιστική εποποιία που δίνει στον Ελληνισμό οικουμενικό χαρακτήρα: Ο Σέλευκος Α ́, για παράδειγμα ίδρυσε στην Ασία 55 πόλεις! (11 Αντιόχειες, 9 Σελεύκειες, 5 Λαοδίκειες, 4 Απάμειες κ.λπ.). Οι Σελευκίδες δημιούργησαν σχέσεις με τους Ινδούς ηγεμόνες, με τον Χαντρακούμπτα (ελληνιστί Σανδράκοτον), τον μεγάλο Ασόκα, τον Σοφαγασένη κ.λπ. Δημιουργήθηκε ελληνοϊνδικό βασίλειο[32] και ελληνοϊνδικός πολιτισμός, ενώ οι Πτολεμαίοι μετέφρασαν την Παλαιά Διαθήκη από τα εβραϊκά στα ελληνικά για να την κατανοούν… οι Εβραίοι της Αιγύπτου!

Ακόμη δεν πρέπει να παραβλέψουμε την προσφορά του ελληνιστικού κόσμου στην τέχνη και στην επιστήμη. Πέρα από την ποίηση, την ιστορία και τη φιλοσοφία, δημιουργείται νέος κλάδος επιστήμης, η φιλολογία με κορυφαίους τον Αρίσταρχο από τη Σαμοθράκη, τον Αριστοφάνη τον Βυζάντιο, τον Ζηνόδοτο και τον Κράτη τον Μαλλώτη.

Όμως, εκεί που υπερέχει η ελληνιστική περίοδος έναντι των ελληνικών περιόδων είναι ο τομέας των θετικών επιστημών. Ο Ερατοσθένης θέτει τις βάσεις της γεωγραφίας, ο Αρίσταρχος ο Σάμιος διατυπώνει τη θεωρία του ηλιοκεντρικού συστήματος, ο Ευκλείδης θεμελιώνει την επιστημονική γεωμετρία και ο Ίππαρχος την τριγωνομετρία. Ο Αρχιμήδης αναδεικνύεται ως η μεγαλύτερη επιστημονική φυσιογνωμία του αρχαίου κόσμου. Ο Αρχύτας κατασκευάζει πτητική μηχανή και ο Ηρόφιλος κάνει μελέτες για το νευρικό σύστημα και την κυκλοφορία του αίματος.

Όσο για την τέχνη αρκεί να μνημονεύσουμε το Βωμό της Περγάμου που θαυμάζουν οι Βερολινέζοι, τη νίκη της Σαμοθράκης που θαυμάζουν οι επισκέπτες του Λούβρου, τον θνήσκοντα Γαλάτη και το Σύμπλεγμα του Λαοκόοντα που κοσμούν μουσεία της Ρώμης.

Άρα, μια μακρά περίοδος με τόσα λαμπρά επιτεύγματα, δεν είναι περίοδος παρακμής αλλά μιας άλλης ακμής, που ξεφεύγει από τα στενά πλαίσια, παίρνει οικουμενικό χαρακτήρα, είναι πάντως περίοδος μεγάλων κρίσεων, γιατί είναι περίοδος μακράς κυοφορίας νέων ιστορικών μορφωμάτων.

Ένας επίλογος που μπορεί να γίνει πρόλογος

Ο ΑΜΗΤΟΣ των εντυπωσιακών επιτευγμάτων της ελληνιστικής περιόδου δεν έχει τελειωμό. Γι’ αυτό συνιστούμε θερμώς τη μελέτη του Πολυβίου. Η χώρα μας μπαίνει στη διακεκαυμένη ζώνη της «νέας τάξης» πραγμάτων. Η μελέτη του Πολυβίου θα προσφέρει κέρδος πολλαπλό. Για παράδειγμα. Το ηπειρωτικό θα είναι ένα από τα λεγόμενα καυτά προβλήματα. Πόσοι Έλληνες σήμερα έχουν ακούσει για το «Κοινόν των Ηπειρωτών περί Φοινίκην»; Αυτό το «κοινό» που ουσιαστικά κάλυπτε και το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής Αλβανίας, ιδρύθηκε μετά το θάνατο του Πύρρου και είχε επικεφαλής αιρετό στρατηγό. Ο Πολύβιος αναφέρει επίθεση των Ρωμαίων στη Φοινίκη («η πόλη των Ηπειρωτών») κατά το 229 π.Χ. Η ηπειρωτική ομοσπονδία είχε δημοκρατική βάση και τα μέλη της ονομάζονταν Απειρώτες. Πού βρίσκεται όμως η άγνωστη σ’ εμάς τους τωρινούς Αθηναιο- Έλληνες ηπειρωτική πόλη; Η Φοινίκη βρισκόταν Β.Α. των Αγίων Σαράντα, εκεί που προπολεμικά (ίσως και τώρα) βρισκόταν το ομώνυμο χωριό. Καταστράφηκε από Ιλλυριούς πειρατές και επανοχυρώθηκε επί Ιουσανιανού.

Αύριο – μεθαύριο αυτοί οι ταλαίπωροι κάτοικοι μιας χώρας που επισήμως ονομαζόταν Republika Popullore Socialiste e Shgiperise θα ψάχνουν να βρουν μιαν άλλη ταυτότητα. Το Popullore socialiste είναι ήδη παρελθόν. Κρατούν το δυσερμήνευτο Shgiperise. Όμως οι εγγράμματοι – αλλά κάποιας ηλικίας – Αλβανοί ξέρουν πως πολλοί από τους θεμελιωτές του «αλβανικού εθνισμού», όπως ο διαβόητος Fan Noli, είχαν ελληνική καταγωγή και παιδεία. Αν στραφούν προς την παιδεία αυτή, προς το ελληνικό παρελθόν της γης που κατοικούν μπορούν να μάθουν πολλά. Το «περί την Φοινίκην κοινόν των Ηπειρωτών» έχει να τους διδάξει πολλά για τη δημοκρατική οργάνωση που τόση ανάγκη έχει η χώρα τους.

Υστερόγραφο: Στην παθολογία της κρίσης, την οποία αντιμετώπισε ο ελληνικός κόσμος κατά την ελληνιστική περίοδο, πρέπει να εγγραφούν και ο διανοουμενισμός και ο αισθητισμός. Αυτός ο πνευματικός ελιτισμός, που τόσο ωραία εκφράζει ο αρωματισμένος νεαρός στους «Νέους της Σιδώνος» του Καβάφη, τους κάνει ν’ αποστρέφονται τα στρατιωτικά έργα. Η πνευματική εκλέπτυνση – όταν δεν δημιουργεί ισχυρό πατριωτικό φρόνημα – φέρνει τον εκθηλυσμό, τον αρρωστημένο διανοητισμό. Αυτό είναι εμφανές – χωρίς πάντως να έχουμε υψηλή διανοητικότητα – στις μέρες μας. Οι νέοι μας σπουδάζουν για να μη στρατεύονται ή λόγω μακροχρονίων σπουδών είναι ακατάλληλοι για στράτευση.

 

Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑΣ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ

Προς αναζήτηση ενός «άγνωστου Θεού»

ΜΙΑ από τις πιο εντυπωσιακές κρίσεις για την κρίση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας είναι αυτή που διατύπωσε ο Άγγλος Ιστορικός Εδουάρδος Γίββων (Edward Gibbon, 1737 – 1794), στο πολύκροτο έργο του «Η ιστορία της παρακμής και της πτώσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας» (The History of the Decline and Fall of the Roman Empire». Στο έργο αυτό ο Γίββων θεωρεί σαν τη βασικότερη αιτία παρακμής της αυτοκρατορίας τον Χριστιανισμό. Η νίκη του Χριστού δεν κατέστρεψε μόνο τον Ιεχωβά, έφερε και το θάνατο της Ρώμης, εφόσον η ηθική της διδασκαλία περί μη αντιστάσεως και ειρήνης και φιλίας μεταξύ των ανθρώπων, απομάρανε τις πολεμικές αρετές των Ρωμαίων σε μια περίοδο μεγάλων πολεμικών κινδύνων.

Η νέα ηθική αντίληψη, που καλλιέργησε ο Χριστιανισμός στην ψυχή πολλών οπαδών του, ήταν αντίθετη προς τον πολεμικό χαρακτήρα της παραδοσιακής θεολογίας (Άρης – Mars), που είχε έναν εκδικητικό ή αντεκδικητικό χαρακτήρα.

Επιπλέον μια οικουμενική αυτοκρατορία έχει ανάγκη από μια οικουμενική θρησκεία. Μπορεί οι Ρωμαίοι να δημιούργησαν κράτος οικουμενικό αλλά από αυτό έλειπε η εσωτερική ενότητα. Η σύνδεση των μερών του ήταν διοικητική κι έμοιαζε σα να προέκυψε από κάποια συγκόλληση τεχνητή. Την ενότητα λοιπόν που έλειπε από άποψη εθνική, γλωσσική, πολιτιστική μπορούσε να σφυρηλατήσει μια θρησκεία οικουμενική. Κι ακόμη οι λαοί, αφότου ξέκοψαν από το εθνικό τους παρελθόν και τις δημοκρατικές παραδόσεις, ένοιωθαν μέσα τους ένα κενό. Χρειάζονταν ένα άγνωστο για την ώρα Θεό, που θα γέμιζε την ψυχή τους.

Άρα, αυτό που ο Γίββων ονομάζει παρακμή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, δεν είναι τίποτα άλλο παρά κρίση της ειδωλολατρίας. Η ανάπτυξη και κυριαρχία του Χριστιανισμού ήταν αποτέλεσμα και όχι αιτία της παρακμής του ρωμαϊκού και ευρύτερα του αρχαίου κόσμου. Ο Χριστιανισμός αναπτύχθηκε την ώρα που ο αρχαίος κόσμος (που κύριος εκφραστής του τώρα ήταν η Ρώμη) πέθαινε. Κι αυτό που πέθανε ήταν όχι το κράτος, αλλά η πνευματική και ηθική ουσία του κράτους. Γι’ αυτό και η νέα θρησκεία αποτέλεσε μέσα στα ίδια τα όρια του κράτους και με τους ίδιους βασικά θεσμούς τη ζύμη για τη δημιουργία ενός νέου κόσμου. Απλώς, η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στην Ανατολή και η νέα ρωμαϊκή αυτοκρατορία έχει κεφαλή όχι την πόλη του Ρωμύλου και του Ρώμου αλλά την Κωνσταντίνου Πόλη.

Ένα ιδιότυπο φαινόμενο, που παρατηρείται στο ρωμαϊκό κόσμο μετά τις μεγάλες κατακτήσεις, ονομάζεται θρησκευτικός συγκρητισμός[33]. Στην ιστορία ονομάζουμε θρησκευτικό συγκρητισμό τη διείσδυση ανατολικών θρησκειών στον ελληνορωμαϊκό κόσμο και την παραπέρα ανάμειξη και συγχώνευσή τους. Οι ανατολικές θρησκείες, επειδή ανταποκρίνονταν στις ανάγκες ενός κόσμου βασανισμένου από δεσποτικά καθεστώτα, ήταν πιο πρόσφορες ν’ απαντήσουν στα αγωνιώδη ερωτηματικά του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Έτσι στο ρωμαϊκό πάνθεον βρήκαν θέση και γνώρισαν εξαιρετική διάδοση πολλές ανατολικές θεότητες. Από αυτές ξεχώρισαν τρεις:

α) Ο Μιθραϊσμός: Ο Μίθρας είναι πανάρχαιη ινδο – ιρανική θεότητα[34]. Στο Ζωροαστρισμό εκπροσωπεί μια από τις δυνάμεις του καλού. Τη λατρεία του έφεραν στη Ρώμη Ασιάτες αλλά και στρατιώτες που υπηρέτησαν στην Ασία. Ο Μιθραϊσμός πρόσφερε στους οπαδούς του την ελπίδα της λύτρωσης και μια μεταθανάτια ζωή καθαρότερη και πνευματικότερη.

β) Η λατρεία της Ίσιδας: Αιγυπτιακή θεότητα, που πήρε σιγά – σιγά ελληνορωμαϊκό χαρακτήρα. Στο δράμα της Ίσιδας οι πονεμένοι άνθρωποι έβλεπαν το δικό τους δράμα και στην ανάσταση του Όσιρι τη δική τους ανάσταση. Η λατρεία της απλώθηκε ως το Δούναβη και το Ρήνο.

γ) Ο Ιουδαϊκός μονοθεϊσμός: Κύριο χαρακτηριστικό του ήταν ο Μεσσιανισμός, με άλλα λόγια η πίστη στον ερχομό κάποιου Μεσσία – σωτήρα που θα λυτρώσει τον κόσμο. Ο Ιουδαϊσμός είχε δυναμισμό αλλά όχι διάδοση. Οι Εβραίοι είχαν γίνει παρίες και ήταν υποχρεωμένοι να κινούνται στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής, ζώντας σύμφωνα με τη γραμμή που καθόριζε το ταλμούδ[35]. Παρ’ όλα αυτά, από τα σπλάχνα του Ιουδαϊσμού θα βγει ο Χριστιανισμός, που θα γίνει η οικουμενική θρησκεία.

Κοντά στη διάδοση των θρησκειών, που απευθύνονται στα κατώτερα στρώματα, πρέπει να προσέξουμε και μια αντίρροπη τάση αθεΐας που αφορά στα ανώτερα στρώματα. Πολλοί μορφωμένοι Ρωμαίοι διακατέχονται από ένα πνεύμα απιστίας και στρέφονται προς τα παλαιά φιλοσοφικά συστήματα των Επικουρείων, των Πυθαγορείων και κυρίως των Στωικών.

Η νέα θρησκεία

Ο Παύλος, ο κατ ́ εξοχήν Απόστολος των Εθνών, προτού κατακτήσει την κατακτήτρια των εθνών, θέλησε να κατακτήσει την Ελλάδα, γιατί μόνο ο Ελληνισμός μπορούσε, ως πνευματική δύναμη, να σταθεί ανάχωμα στη διάδοση της νέας θρησκείας. Γι’ αυτό ίδρυσε την πρώτη ευρωπαϊκή χριστιανική εκκλησία επί ελληνικού εδάφους (στους Φιλίππους της Μακεδονίας), γι’ αυτό αγόρευσε στην Αθήνα στον Άρειο Πάγο, απέναντι από τους ειδωλολατρικούς ναούς της Ακροπόλεως. Μετά την «κατάκτηση» της Ελλάδος, η κατάκτηση της Ρώμης ήταν πιο εύκολη. Άλλωστε ο Χριστιανισμός είχε στο πρώτο άπλωμά του δύο πανίσχυρα «ατού» που τον βοήθησαν στην εξάπλωσή του. Αυτά είναι:

α) Ο Ιουδαϊσμός: Ο Χριστιανισμός βγήκε μέσα από τον καταπιεσμένο ιουδαϊκό κόσμο και σ’ αυτόν στηρίχτηκε στο ξεκίνημά του. Έχει δύο βασικά σημεία κοινά μαζί του, το μονοθεϊσμό και το μεσσιανισμό. Διαφοροποιείται όμως αισθητά από αυτόν, στο θέμα της αγάπης και της ισότητας μεταξύ των ανθρώπων. Στη θέση αυτών οι Ιουδαίοι έβαζαν την εκδίκηση και τον περιούσιο λαό, τον εκλεκτό του Θεού, δηλαδή τον εαυτό τους.

β) Ο Ελληνισμός: Ο Χριστιανισμός, για να πάρει οικουμενικό χαρακτήρα, αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει την ελληνική γλώσσα, να στηριχτεί στο εκλεπτυσμένο ελληνικό στοιχείο και να πάρει το φιλοσοφικό ένδυμα του ελληνισμού, για να θεμελιώσει τις δογματικές του αρχές. Ιδιαίτερα βοηθήθηκε από τη φιλοσοφική σκέψη των στωικών, που κηρύσσανε την ταπεινοφροσύνη, τη φιλανθρωπία και την ισότητα ανάμεσα στους ανθρώπους, ανεξάρτητα από φύλο, τάξη, εθνότητα. Το τελευταίο τούτο προσέκρουε, όπως είναι φυσικό, στις εθνικιστικές προκαταλήψεις των Ιουδαίων και πολλών Ελλήνων. Έτσι στην αρχή έγινε η θρησκεία των φτωχών και των περιφρονημένων ανθρώπων. Αργότερα, όμως, έγινε θρησκεία και επιφανών προσώπων που είδαν τις τεράστιες πολιτικές δυνατότητες που προσέφερε για τη διάσωση της αυτοκρατορίας. Έτσι παρά τους διωγμούς και μετά τους διωγμούς γίνεται επίσημη θρησκεία του κράτους, που περνώντας μέσα από μια βαθειά ηθικο – πνευματική και πολιτική κρίση μετασχηματίζεται σε νέα αυτοκρατορία, την Ελληνική Αυτοκρατορία της Χριστιανικής Ανατολής[36].

Η νέα θρησκεία, πέρα από τη σημαντική συμβολή της στη σταδιακή κατάργηση της δουλείας, στη βελτίωση των κοινωνικών ηθών (η έκλυση των ηθών γεννά πάντα ένα ηθικό αίτημα που εκφράζεται με μια αυστηρή θρησκεία) και στη βελτίωση της θέσης των γυναικών, έπαιξε και ένα σημαντικό κοινωνικό ρόλο. Επράυνε τα κοινωνικά ήθη. Οι φτωχοί δεν προσέβλεπαν σ’ έναν σταυρωθέντα Σπάρτακο που ήθελε τη σωτηρία «εδώ και τώρα», αλλά σ’ έναν σταυρωθέντα Ιησού που μετέφερε το όραμα της σωτηρίας στους ουρανούς. Όπως θα έλεγε με την ωμότητα του πολιτικού ρεαλισμού ο Ναπολέων, απέτρεψε τους φτωχούς να σκοτώνουν τους πλουσίους. Έδωσε ελπίδα. Όταν σβήνει η ελπίδα, αρχίζει ο πόλεμος των τάξεων. «Παράδεισος και ουτοπία είναι δύο κάδοι σ’ ένα πηγάδι· όταν η θρησκεία παρακμάζει, ακμάζει ο… κομμουνισμός», λέει με μια δόση φαινομενικής υπερβολής ο Αμερικανός ιστορικός του πολιτισμού Will Durant.

Η ιστορία δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια αλλοτροπική μορφή θεολογίας. Ένας δυαδισμός, όπως ο Ζωροαστρισμός ή ο μανιχαϊσμός. Μια σύγκρουση ανάμεσα στο Καλό και στο Κακό, ανάμεσα στο φως και στο σκότος. Η μέχρι τώρα ιστορική πορεία δεν μας δίνει επαρκείς εγγυήσεις για τη νίκη του καλού. Καλό για την ιστορία είναι αυτό που κατορθώνει να επιβιώνει. Το ιστορικό γίγνεσθαι δεν λειτουργεί χαριστικά υπέρ του καλού (ή τέλος πάντων υπέρ αυτού που εμείς θεωρούμε καλό).

Ο αρχαίος ελληνικός – κυρίως – κόσμος έπληξε ο ίδιος τον εαυτό του με την πνευματική πρόοδό του ή και με την προαγωγή των ηθικών αντιλήψεών του. Δεν μπορούσε να πιστεύει σ’ ένα αμαρτωλό και εριστικό δωδεκάθεο. Ο Πλάτων στους «Νόμους» λέει: «Νυν δε ότε μέρος μεν τι, φαμέν, ανθρώπων το παράπαν ουχ ηγούνται θεούς» (16, 948C). Κι εφόσον ένα μέρος των ανθρώπων δεν πιστεύει στους θεούς, επέρχεται η διάλυση. Έτσι η ηθική και θρησκευτική πρόοδος των Ελλήνων υπέσκαψε τα θεμέλια της ειδωλολατρίας και ετοίμασε την οδό για να περάσει ο χριστιανισμός.

Κάποτε ο Γιάννης Μαρίνος σ’ ένα από τα πιο εμβριθή οικονομικά άρθρα του, εντόπισε τη μεταπολεμική οικονομικο – κοινωνική και πολιτική κρίση στην έλλειψη μεταφυσικού ιδεώδους, στην πτώση του θρησκευτικού βιώματος. Ο άνθρωπος για να είναι παραγωγικός, συνεπής, υπεύθυνος, πρέπει να πιστεύει, να ελπίζει, να έχει μια προσδοκία ανταποδόσεως. Η πίστη αυτή – έστω και αν είναι ζωτικός μύθος – είναι αναγκαία για την κοινωνική και πολιτική ευρυθμία. Η ψυχρή λογική, που σκότωσε τη φαντασία και το συναίσθημα, έφερε στον καπιταλιστικό κόσμο την εσωτερική αναρχία και στις υπανάπτυκτες την κομμουνιστική πλημμυρίδα.

Αλλά δεν αποκλείεται η ηθική διάλυση του καιρού μας να ξαναφέρει τη θρησκευτική αναβίωση. Η μέχρι τώρα ιστορική πείρα διδάσκει ότι μπορεί κατά καιρούς οι φιλόσοφοι να κηρύσσουν το θάνατο του Θεού, όμως η θρησκεία έχει πολλές ζωές και κυρίως πολλές δυνατότητες για ανάσταση, όπως έχει γράψει κάποιος διανοητής.

 

Εικονομαχία: Η Ιδεολογική και Κοινωνική κρίση της Ελληνικής Αυτοκρατορίας της Χριστιανικής Ανατολής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Το σχόλιο σας θα δημοσιευθεί αφου εγκριθεί πρώτα απο τον διαχειριστή για την αποφυγή υβριστικού η προσβλητικού περιεχομένου.

Με Μια Ματιά