Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΡΙΣΕΩΝ

– Μερος Α
Η- κρίση ως δίαυλος πολιτειακής μετάβασης
«Ην γαρ καλούσιν οι πλείστοι των ανθρώπων ειρήνην, τούτ’ είναι μόνον όνομα, τω δ’ έργω πάσαις προς πάσας τας πόλεις αεί πόλεμον ακήρνητον κατά φύσιν είναι». (= Αυτό που οι περισσότεροι άνθρωποι ονομάζουν ειρήνη δεν είναι τίποτα άλλο παρά όνομα, ενώ στην πραγματικότητα όλες οι πόλεις βρίσκονται κατά φυσική ανάγκη σε ακήρυχτο πόλεμο μεταξύ τους).
(ΠΛΑΤΩΝ: Νόμοι)
IΣΩΣ, καμμιά περίοδος του ελληνικού χώρου να μην εμφανίζει το φαινόμενο των κρίσεων σε τόση χρονική διάρκεια και σε τόση έκταση αλλαγών και μεταβολών, όσο η περίοδος που συνδέεται με τη λεγόμενη «Κάθοδο των Δωριέων» και τους μετέπειτα χρόνους που οι παλαιότεροι ιστορικοί απεκάλεσαν «σκοτεινούς χρόνους», αλλ’ όπως έδειξαν οι νεώτερες έρευνες, κάθε άλλο παρά σκοτεινοί ήσαν. Προσωπικά δεν ασπαζόμαστε τις παλαιές απόψεις περί καθόδων «ελληνικών φυλών από το Βορρά. Πιστεύουμε ότι οι πολιτισμοί που αναπτύχθηκαν στον ελλαδικό χώρο είναι πολιτισμοί αυτοχθόνων πληθυσμών, χωρίς να αποκλείσουμε προσελεύσεις πληθυσμών και εισαγωγή πολιτιστικών στοιχείων από διάφορες κατευθύνσεις, κυρίως από την Ανατολή ή από το Νότο (Αφρική). Οι λεγόμενες «κάθοδοι Αχαιών, Δωριέων κ.λπ. υποδηλώνουν ανάδυση και ανάδειξη νέων εξουσιών μέσα από τον ίδιο τον ελληνικό χώρο. Οι «κάθοδοι», από τον μανδύα του μύθου, χρησιμοποιήθηκαν σαν δικαιολογητικό άλλοθι για την κυριαρχία μιας φυλετικής ομάδας έναντι άλλης, κ.ο.κ.
Έτσι και η λεγόμενη «Κάθοδος των Δωριέων» μπορεί να εκφράζει Σε μορφή κρίσης που πέρασε ο λεγόμενος Μυκηναϊκός κόσμος, ο οποίος δεν εξαφανίζεται αλλά μετασχηματίζεται. Άλλωστε ουδεμία καταστροφή μυκηναϊκού κέντρου βεβαιώνεται από τις ανασκαφές. Το στο ισχύει και για τα μινωικά κέντρα. Απλώς σε κάποια χρονική περίοδο η κοινωνικο – οικονομική και πολιτειακή οργάνωση εισέρχεται Σε μια βαθειά περίοδο κρίσης, που αντανακλάται και στις πολιτιστικές εκφράσεις. Την περίοδο αυτή -ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα – διαδέχεται μια άλλη περίοδος με νέα οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτιστικά δεδομένα.
Αυτό συνέβη και κατά τη μεταδωρική περίοδο, την οποία κάποιοι Ιστορικοί, που δουλεύουν με έτοιμα μοντέλα σκέψης ή μεταφέρουν στο παρελθόν καταστάσεις των δικών μας καιρών, ονόμασαν «Ελληνικό Μεσαίωνα». Χωρίς ν’ αμφισβητείται ότι ο πολιτισμός της περιόδου υστερεί έναντι του προηγουμένου (Μυκηναϊκού), δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τις μεγάλες φυλετικές και κοινωνικές ανακατατάξεις και τις οικονομικές αναδιατάξεις που προετοίμασαν το «θαύμα» των μεταγενέστερων, των ελληνικών πια χρόνων. Επισημαίνουμε επιγραμματικά τα ακόλουθα:
α) Ορισμένες θεότητες προσλαμβάνουν πανελλήνιο χαρακτήρα και εγκαινιάζονται οι Ολυμπιακοί – και άλλοι αγώνες που σφυρηλάτησαν δεσμούς ενότητας μεταξύ των πληθυσμών, που μετά τον Όμηρο ονομάστηκαν Έλληνες. Επίσης ιδρύονται ορισμένες αμφικτιονίες, οι οποίες συνέβαλαν στο ίδιο αποτέλεσμα. Και επειδή η κυριότερη, η Δελφική ή Πυλαία προ του Ζ’ αιώνα είχε την έδρα της στο ναό της Δήμητρας «Αμφικτυονίδας» στην Ανθήλη, στην περιοχή όπου κατά τον Όμηρο, ζούσαν οι Μυρμιδόνες, οι αλλιώς καλούμενοι Έλληνες, μαζί με τη διεύρυνση της αμφικτιονίας, είχαμε και διεύρυνση του ονόματος Έλλην, σαν δηλωτικό αρχικά των μετεχόντων στην αμφικτιονία και αργότερα σαν δηλωτικό καταγωγής. (Απαρχή σχηματισμού εθνικής συνειδήσεως)[1].
β) Αρχίζει η αποικιακή εξάπλωση που είναι απότοκος μιας κρίσης, που δημιουργήθηκε από την πληθυσμιακή αύξηση (δημογραφικό πρόβλημα) και την έλλειψη καλλιεργήσιμων εδαφών. Ο Θουκυδίδης ονομάζει το πρόβλημα «στενοχωρία» και την αναζήτηση ζωτικού χώρου δια του αποικισμού «ευρυχωρία». Έτσι οι Έλληνες έγιναν, όπως λέει ο Πλάτων, «λαός βατράχων» διότι αναπτύχθηκαν στις ακτές των δύο μεγαλυτέρων και ιστορικοτέρων «θαλασσολιμνών» της Μεσογείου και του Ευξείνου.
γ) Μαζί με την αποικιακή εξάπλωση αρχίζει και ο εμπορικός ανταγωνισμός προς τους Φοίνικες. Όμως από τους Φοίνικες οι Έλληνες παρέλαβαν το και σήμερα χρησιμοποιούμενο αλφάβητο, ανεξάρτητα αν οι Φοίνικες το παρέλαβαν παλαιότερα από την Κρήτη ή την Κύπρο. Κι ακόμη στην περίοδο αυτή δημιουργούνται οι ορφικοί ύμνοι και τα ομηρικά έπη, που δεν αποτέλεσαν απλώς πνευματική τροφή αλλά ομοψυχοποίησαν τους Έλληνες.
Η πολιτική και κοινωνική κατάσταση
Η ΑΛΥΣΙΔΩΤΗ εξέλιξη μέσα από μια διαδικασία κρίσεων -αλλού έντονων και αλλού ήπιων – αποτυπώνεται εναργέστερα στην εξέλιξη των πολιτευμάτων. Όμως είναι αναγκαίο, για την παρακολούθηση αυτής της εξελίξεως, να εξετάσουμε την πολιτική και κοινωνική οργάνωση κατά τους «μεταδωρικούς χρόνους». Η κοινωνική οργάνωση στηρίζεται σε φυλετικές ενότητες που δηλώνονται με τους όρους φατρία, φράτρα, πάτρα, πατριά. Οι αρχηγοί των φυλετικών κρατών» αποκαλούνται «αρχαγέται», «ταγοί» ή «βασιλείς». Στις επιγραφές της Πύλου ο γενικός αρχηγός αποκαλείται Fάναξ – άναξ, ενώ βασιλείς ονομάζονται διάφοροι τοπάρχες. Οι «αρχαγέται» στο απώτερο παρελθόν ήσαν αιρετοί και εκλέγονταν από τη συνέλευση των πολεμιστών («αγορά ανδρών»). Μεταγενεστέρως γίνονται κληρονομικοί. Η συνέλευση χάνει την αρχική ισχύ της και συγκαλείται για να εγκρίνει δια βοής τις αποφάσεις ή τις ενέργειες των βασιλέων. Πάντως ο αρχικός δημοκρατικός χαρακτήρας – έστω και τυπικά – διασώζεται. Και αυτό θα παρατηρηθεί σε όλη τη μακρά διάρκεια των εξελίξεων. Κάποιο στοιχείο παλαιό διασώζεται μέσα στο νέο, πράγμα που δείχνει τη συνέχεια και το οποίο συχνά αποτελεί το εμπύρευμα για νέες κρίσεις, μεταβολές και εξελίξεις. Οι αρμοδιότητες του πατριαρχικού βασιλιά ήταν στρατιωτικές, διοικητικές, δικαστικές και θρησκευτικές. Ζούσαν απλά, χωρίς πολυτέλειες, σε άμεση επαφή με το λαό τους. Μετείχαν στις πολεμικές επιχειρήσεις και στις αγροτικές εργασίες. Η προσωπική τους αξία προσέδιδε κύρος στο αξίωμα και στο «κράτος» τους.
Σε ό,τι αφορά στην κοινωνική διαστρωμάτωση διακρίνουμε δύο τάξεις, τους ευγενείς και το λαό. Οι ευγενείς («άριστοι») είναι κυρίως πολεμιστές, προέρχονται από τους αρχηγούς των φυλών κι έχουν δικαίωμα λόγου στις συνελεύσεις. Στην τάξη του λαού («δήμος, «πληθύς», «πλήθος», «πολλοί») ανήκουν κατά χρονικές περιόδους ποικίλες κοινωνικές κατηγορίες: α) Ελεύθεροι πολίτες, με κλήρο γης και πολιτικά δικαιώματα. β) Ελεύθεροι πολίτες, χωρίς κλήρο γης και πολιτικά δικαιώματα (π.χ. θήτες). γ) Δουλοπάροικοι, δηλαδή παλαιοί κάτοικοι μιας περιοχής που υποχρεώθηκαν από επιδρομικά φύλα να καλλιεργούν τη γη με άνιση διανομή της παραγωγής (π.χ. «είλωτες» στη Λακωνία, «πενέστες» στη Θεσσαλία, «γυμνήτες» στο Άργος, κ.λπ.). δ) Δούλοι: Αυτοί προέκυψαν αρχικά από λείες πολέμου. Αργότερα δια του εμπορίου και δια της τεκνοποιίας. Αρχικά ήσαν λίγοι. Οι ανάγκες όμως της παραγωγής και η αποκλειστική απασχόληση των ελευθέρων με τα κοινά επέβαλαν την αύξησή τους. (Στα χρόνια της ακμής της αθηναϊκής δημοκρατίας τα 2/3 των κατοίκων της Αττικής ήσαν δούλοι).
Εξυπακούεται ότι τον κύριο τόνο στην οικονομική ζωή έδινε αρχικά η γεωργία. Η βιοτεχνία κάλυπτε τις εσωτερικές ανάγκες μιας περιοχής και η εμπορική δραστηριότητα ήταν περιορισμένη και στηριγμένη στον αντιπραγματισμό (βασικό συναλλακτικό μέτρο τα βόδια). Η περαιτέρω ανάπτυξη του εμπορίου θα προκαλέσει τους πρώτους τριγμούς στο παλαιό status (κοινωνικό – πολιτικό), θα δημιουργήσει μια σειρά από κρίσεις που θα φέρουν τις νέες εξελίξεις και μεταπηδήσεις σε νέα σχήματα ζωής.
Η πολιτειακή εξέλιξη
ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΗ εξέλιξη – που συναρτάται με τους οικονομικές και κοινωνικές διαφοροποιήσεις – έγινε κατά στάδια και σε μεγάλα χρονικά διαστήματα. Διέφερε από περιοχή σε περιοχή. Σχηματικά, στην εξέλιξη αυτή διακρίνουμε τα εξής στάδια, που το νεώτερο εμπεριέχει και στοιχεία του παλαιότερου:
- Πατριαρχική βασιλεία: Αντιστοιχεί προς την αρχαία κοινωνία των γενών. Ο βασιλιάς περιστοιχίζεται από συμβουλευτικό σώμα που το αποτελούσαν οι αρχηγοί των γενών («βουληφόροι»), κατά το πρότυπο του Αλκίνου, βασιλιά των Φαιάκων.
- Αριστοκρατία (8ος – 7ος αι.): Με την πάροδο του χρόνου η εξουσία του βασιλιά περιορίζεται και σταδιακά περιέρχεται στους ευγενείς («αρίστους»). Μόνο στους Μακεδόνες και στους Μολοσσούς της Ηπείρου ο θεσμός της βασιλείας – παρά την ύπαρξη ισχυρών τοπαρχών – θα παραμείνει ισχυρός. Ο βασιλιάς είτε εξαφανίζεται (σπανίως), είτε γίνεται διακοσμητικό πρόσωπο συνδεόμενο με την παράδοση, κυρίως την ιερατική (θύτης). Η εξουσία ασκείται από τους αριστοκράτες, με τους οποίους, ύστερα από μακρά περίοδο αντιπαλότητας, θα ενωθούν και οι ισχυροί του χρήματος.
- Αισυμνήτες: Η ανάπτυξη του εμπορίου, της ναυτιλίας και της βιοτεχνίας θα συντελέσει στο σχηματισμό μιας νέας τάξης, χρηματιστικής, που άρχισε να προβάλει ορισμένα πολιτικά αιτήματα, όπως η καταγραφή των νόμων ή η σύνταξη νέας νομοθεσίας. Γιατί οι ευγενείς δίκαζαν αλλού με βάση την άγραφη κι αλλού με βάση την καταγεγραμμένη αριστοκρατική νομοθεσία. Για ν’ αποτραπούν εμφύλιες διαμάχες και ν’ αμβλυνθούν οι κοινωνικές αντιθέσεις, σε μερικές πόλεις ανέθεσαν τη σύνταξη νομοθεσίας σε ανθρώπους κοινής εμπιστοσύνης, που ήταν έμπειροι και γνωστοί για τη σοφία και την αρετή τους. Αυτοί ονομάστηκαν αισυμνήτες. (Κατά τους αρχαίους η λέξη παράγεται από το «αίσα» (= μερίδιο) + νέμω. Αισυμνήτης, δηλαδή, είναι αυτός που κατανέμει στον καθένα το μερίδιο που του αναλογεί. Κατ’ άλλους η λέξη ετυμολογείται από το αίσα + μιμνήσκομαι). Κατά τον Αριστοτέλη, η αρχή των αισυμνητών ήταν ένα είδος αιρετής τυραννίας· μια μοναρχία κατόπιν εκλογής. Διατηρείτο όσο χρόνο χρειαζόταν, για να διευθετηθεί ένα πρόβλημα. Ως αρχαιότερος αισυμνήτης μνημονεύεται ο Επιμένης της Μιλήτου.
Εάν επρόκειτο για απλή σύνταξη νόμων, οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν τους λεγόμενους «νομοθέτες». Ως αρχαιότεροι μνημονεύονται ο Ζάλευκος (622 π.Χ.) στους Επιζεφύριους Λοκρούς της Κάτω Ιταλίας και ο Χαρώνδας στην Κατάνη.
Γενικά, οι αισυμνήτες και οι νομοθέτες απετέλεσαν μια μεταβατική βαθμίδα μεταξύ αριστοκρατικής και πλουτοκρατικής ολιγαρχίας, έφεραν τον κατευνασμό των κοινωνικών παθών και έπαιξαν το ρόλο του «καταπαύτη». Άφησαν αγαθή μνήμη και μερικούς οι αρχαίοι τους κατέταξαν στους «Επτά Σοφούς» (Πιττακός, Σόλων). Λειτούργησαν σαν είδος ασφαλιστικής δικλείδας σε περιόδους οξυτάτων οικονομικών και πολιτικών κρίσεων.
- Τιμοκρατία: Η σύνταξη νέας νομοθεσίας ευνόησε την τάξη των πλουσίων, που πια δεν είναι οι ευγενείς. Το εμπόριο έφερε μια μεγάλη ανατροπή: το διαζύγιο του πλούτου με τις αριστοκρατικές καταγωγές. Οι πλούσιοι του 6ου αιώνα είναι έμποροι, ναυτικοί, βιοτέχνες που προέρχονται από τα λαϊκά στρώματα. Και χάρη στους αισυμνήτες εξασφάλισαν δικαίωμα συμμετοχής στη διοίκηση. Έτσι διαμορφώθηκε ένα νέο ολιγαρχικό πολίτευμα, το τιμοκρατικό. (Οι αρχαίοι το ονόμαζαν: «τμοκρατία», «από τιμημάτων πολιτεία», «τιμοκρατική πολιτεία» ή «πλουτοκρατία»). Το σύστημα αυτό παρείχε δικαίωμα συμμετοχής στη διοίκηση σε όσους διέθεταν οικονομική ισχύ, άσχετα από καταγωγή. Ήταν μια μορφή οικονομικής ολιγαρχίας, με ελαστικά όρια, εφόσον μπορούσε στο σύστημα αυτό να ενταχθεί όποιος είχε τη δυνατότητα να είναι ή την ικανότητα να γίνει πλούσιος. Πολίτευμα της μορφής αυτής εισήγαγε στην Αθήνα ο Σόλων.
- Τυραννία: Σε μερικές πόλεις τις αντιθέσεις ευγενών και πλουσίων και τη δυσχερή οικονομική κατάσταση του αγροτικού στοιχείου εκμεταλλεύτηκαν με επιτηδειότητα διάφορα άτομα με δημοτικότητα και ικανότητα, ηγέτες χαρισματικοί, που κατέκτησαν την εξουσία «δι’ απάτης και βίας», όπως λέγει ο Αριστοτέλης, και εγκαθίδρυσαν προσωπική αρχή, που ονομάστηκε τυραννίδα. Οι τύραννοι (αρχικά η λέξη σήμαινε τον ηγέτη, αργότερα έλαβε τη σημερινή ονειδιστική σημασία) προέρχονταν από την τάξη των ευγενών αλλ’ είχαν στήριγμα το λαό («δήμο»). Ήσαν απόλυτοι άρχοντες και η εξουσία τους δεν είχε κανέναν περιορισμό. Έδωσαν το πρότυπο της «λαϊκής δικτατορίας», μιας δικτατορίας που στηριζόταν στο λαό, χωρίς να επιτρέπει ανάμειξη του λαού στη διοίκηση. Πολλοί τύραννοι άφησαν δυσάρεστη ανάμνηση στους μεταγενεστέρους. Μερικοί όμως, που διέθεταν αξιόλογα πολιτικά προσόντα, άφησαν αξιόλογο έργο, οικονομικό και πολιτιστικό. Ακόμη, απέτρεψαν τον κίνδυνο να συγκεντρωθεί όλη η αγροτική ιδιοκτησία στα χέρια λίγων, κυρίως ευγενών, συνέτριψαν τα βάθρα των ευγενών και άνοιξαν το δρόμο στη δημοκρατία. Είναι χαρακτηριστικό ότι η δημοκρατία εγκαθιδρύθηκε μόνο σε πόλεις, όπου είχε προηγηθεί τυραννία.
- Δημοκρατία: Την τυραννίδα σε πολλές πόλεις διαδέχθηκε νέο πολίτευμα, η δημοκρατία[2]. Με αυτό η εξουσία περιήλθε στο λαό. Εξασφαλίστηκε η ισονομία και σταδιακά καταργήθηκαν οι κοινωνικές διακρίσεις σ’ ό,τι αφορά βέβαια τις κατηγορίες των ελεύθερων πολιτών. Το σύστημα στη βάση του παρέμεινε δουλοκτητικό. Μάλιστα όσο προόδευε μια δημοκρατία, τόσο περισσότερους δούλους χρειαζόταν. Εκτός από τους δούλους, πολιτικά δικαιώματα δεν είχαν οι μέτοχοι και οι γυναίκες. Άρα, η δημοκρατία των αρχαίων, ήταν υπόθεση ανδρών και ελευθέρων πολιτών.
Η πόλη, που, αφού πέρασε απ’ όλα τα στάδια που προαναφέραμε, εγκαθίδρυσε πρώτη δημοκρατία είναι η Αθήνα. Το 510 π.Χ. ο Κλεισθένης, αρχηγός της εξόριστης οικογένειας των Αλκμαιωνιδών, ανέτρεψε την τυραννίδα των Πεισιστρατιδών, εξετόπισε τον αρχηγό των ολιγαρχικών Ισαγόρα, προσεταιρίστηκε το δήμο και το 508/7[3] π.Χ. με εισηγήσεις του στην Εκκλησία του Δήμου, μπόρεσε να πετύχει τις θεσμικές εκείνες αλλαγές που επέτρεψαν την εμφάνιση του νέου πολιτεύματος, της δημοκρατίας. Για την εποχή εκείνη δημοκρατία εσήμαινε ισονομία, ισηγορία, ισότητα σε ό,τι αφορά την ανάληψη αξιωμάτων. Οι καινοτομίες του Κλεισθένη δεν έχουν τίποτα το ανατρεπτικό. Προεκτείνονται απλώς οι καινοτομίες του Σόλωνα. Ίσως δύο είναι τα νέα στοιχεία που εμφανίζονται: η διαίρεση των Αθηναίων σε 10 φυλές που έχουν διοικητικό κι όχι γεναρχικό χαρακτήρα και το αξίωμα των 10 στρατηγών, μολονότι τούτο μπορεί να θεωρηθεί παρέκταση του παλαιού αξιώματος του πολεμάρχου, που διασώζεται και επί δημοκρατίας. Δεν καταργήθηκε κανένας από τους παλιούς θεσμούς. Απλώς, μπήκε νέος οίνος στους παλαιούς ασκούς. Το ίδιο θα πράξουν και οι συνεχιστές του, κυρίως ο Εφιάλτης και ο Περικλής.
Η δημοκρατία της Αθήνας θα είχε μια εξέλιξη ηπίας μορφής, χωρίς τριγμούς, τρανταγμούς, κρίσεις, κ.λπ., αν η πόλη κρατούσε τον παλιό αγροτικό χαρακτήρα της. Από τη στιγμή όμως που αποκτά ναυτική δύναμη και γίνεται πρώτη ναυτική πόλη της Ελλάδος, κυρίως όμως, εφόσον το ναυτικό στοιχείο εξασφάλισε το τρόπαιο της Σαλαμίνας και αμέσως μετά την ηγεμονία της Ελλάδας, δημιουργείται ένας εσωτερικός κλονισμός, μια κοινωνική αναστάτωση, που προκάλεσε τις πιο γόνιμες πολιτικές σκέψεις και δημιούργησε τον πολιτικό στοχασμό, που αποτελεί ακόμη και σήμερα το πλαίσιο κάθε πολιτικής σκέψης. Το γεγονός – καταλύτης που δημιούργησε τη μεγάλη αυτή πολιτική κρίση και τις μεγάλες περί πολιτικής κρίσεις είναι πως, μετά τη νίκη της Σαλαμίνας, η αθηναϊκή δημοκρατία στηρίζεται στο ναυτικό στοιχείο, στους παλαιούς θήτες, που θεωρούνταν το κατώτερο, το ευτελέστερο κοινωνικό στοιχείο. Που σημαίνει πλήρη ανατροπή της κοινωνικής πυραμίδας, μια και οι ναυτικοί ως το υπέρτερο και λαϊκότερο πληθυσμιακό στοιχείο είχαν τον έλεγχο της Εκκλησίας του Δήμου και συνακόλουθα από την ψήφο τους καθοριζόταν η ανάδειξη των 10 στρατηγών.
Η κρίση της δημοκρατίας και οι κρίσεις περί δημοκρατίας
ΑΝ ΤΟ δημοκρατικό πολίτευμα της Αθήνας δεν περνούσε από μακρές περιόδους κρίσεις, δεν θα γεννιόταν ο πολιτικός στοχασμός, που κατά την ταπεινή άποψή μας, είναι η πλουσιότερη συνεισφορά του αρχαίου ελληνικού πνεύματος στον παγκόσμιο πολιτισμό. Και άλλοι λαοί διαμόρφωσαν κατά την αρχαιότητα πολιτικό βίο. Πολιτική σκέψη μόνο οι Έλληνες. Τα πάντα γι’ αυτούς ήταν πολιτική. Η λέξη «πολίτης» ήταν το αυστηρό τους ιδανικό. Η στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων λεγόταν ατιμία, λέξη που μεταγενεστέρως πήρε ηθική σημασία. Η αρχαία δημοκρατία ήταν άμεση κι απαιτούσε προσωπική συμμετοχή στα κοινά. Ο μη ασχολούμενος με τα κοινά λεγόταν ιδιώτης, λέξη που πήρε σταδιακά τη σημασία του απαίδευτου ή του ηλίθιου[4], που λόγω ανικανότητος δεν συμμετέχει στα κοινά. Θαυμάσια υποτύπωση της αντίληψης αυτής έχει δώσει στον Επιτάφιο ο Περικλής: «Τον μηδέν τώνδε μετέχοντα ουκ απράγμονα αλλ’ αχρείον νομίζομεν» (= Αυτόν που δεν συμμετέχει στα κοινά δεν τον θεωρούμε φιλήσυχο αλλ’ άχρηστο). Ο Ηρόδοτος για να εξάρει το πολίτευμα της δημοκρατίας βάζει τον Πέρση Οτάνη να λέγει τα ακόλουθα: «Όταν κυβερνά ο λαός, πρώτον, η εξουσία του φέρει το πιο ωραίο όνομα, καλείται ισονομία. Δεύτερον, δεν διαπράττονται εκείνα τα εγκλήματα τα οποία ανέφερα ότι πράττει ο μονάρχης. Διότι τα αξιώματα δίνονται με ψήφο («πάλω») σε υπεύθυνους άρχοντες και οι αποφάσεις ανακοινώνονται στο κοινό» (ΙΙΙ, 80).
Όμως, αυτό το ιδεώδες, όπως προβάλλεται, πολίτευμα, απαιτεί και ιδεώδεις ανθρώπους. Και, όπως παρατηρεί ο Θουκυδίδης, «έως αν η αυτή φύσις ανθρώπων η», τότε «πολλά και χαλεπά» θα συμβαίνουν στις πόλεις και στα πολιτεύματα. Η δημοκρατία των Αθηναίων «έπασχε» λόγω της τελειότητάς της, που απαιτούσε τέλειους πολίτες. Γιατί, όπως λέει ο Πίνδαρος, το μεγαλύτερο μέρος του λαού έχει σκοτισμένη λογική («Τυφλόν δ’ έχει ήτορ όμιλος ανδρών ο πλείστος»). Σε τελευταία ανάλυση, η κρίση της αρχαίας δημοκρατίας οφείλεται στην πολλή… δημοκρατία.
Τα συστατικά που συνθέτουν την κρίση της δημοκρατίας – τουλάχιστον στην Αθήνα – είναι τα ακόλουθα:
- Κατάληψη αξιωμάτων με κλήρο και μισθό: Με εξαίρεση τα αξιώματα του στρατηγού και του ταμία, που ήσαν αιρετά (εκλογή με ψήφο), όλα τ’ άλλα αξιώματα ήσαν κυαμευτά (εκλογή με κλήρο, με «κυάμους» = κουκκιά). Αυτό επέτρεπε σ’ όλους τους πολίτες να καταλαμβάνουν αξίωμα και ν’ ασκούν εξουσία. Ήταν δείγμα εμπιστοσύνης που έδειχνε η αθηναϊκή πόλη προς όλους τους πολίτες της. Αλλ’ αυτή η μεγίστη δημοκρατική κατάκτηση είχε μέσα της το σπέρμα της αυτοϋπονόμευσής της. Διότι επέτρεπε στους τυχόντες (ικανούς και ανίκανους) να γίνονται βουλευτές, ηλιαστές κ.λπ. Βέβαια, επειδή οι αποφάσεις ήσαν συλλογικές, τον πρώτο καιρό η ανικανότητα των ανικάνων εκαλύπτετο από την ικανότητα των ικανών. Αφότου όμως, χάρη στις καινοτομίες του Εφιάλτη (αρχηγός της δημοκρατικής παρατάξεως δολοφονήθηκε το 457 π.Χ.) και του Περικλή, καθιερώθηκε ο βουλευτικός μισθός (μία δραχμή κατ’ άτομο για κάθε συνεδρία), ο δικαστικός ή ηλιαστικός μισθός (αρχικά ένας οβολός και από τα χρόνια του Κλέωνα τρεις οβολοί) και ο εκκλησιαστικός μισθός, ναι μεν παρείχετο σε όλους τους Αθηναίους δυνατότητα συμμετοχής στα κοινά –απερίσπαστοι από βιοτικές μέριμνες– αλλά σιγά – σιγά οι Αθηναίοι εγκατέλειπαν στους δούλους και στις γυναίκες τους τις βιοτικές μέριμνες και αποζούσαν από την ενασχόληση με τα κοινά, φυσικά εις βάρος των κοινών. Mutatis mutandis οι Αθηναίοι πολίτες είχαν μεταβληθεί σε κάτι ανάλογο με το σύγχρονο σώμα των συνδικαλιστών, που, για να έχουν καιρό ν’ αγωνίζονται υπέρ των εργαζομένων, δεν εργάζονται. Τελικά, το ενδιαφέρον των Αθηναίων δεν αφορούσε πια στα κοινά αλλά στο μισθό και δημιουργούσαν τεχνητές καταστάσεις για να γίνονται συνεδριάσεις, που τους εξασφάλιζαν αμόχθως τα προς το ζην.
- Η ισότητα: Αυτή η μεγάλη κατάκτηση λειτούργησε σαν καταπακτή για τις αρχαίες δημοκρατίες, γιατί ευνόησε την αναξιότητα, αφού επέβαλε την ισότητα μεταξύ αξίων και αναξίων. Γιατί η αριθμητική ισότητα της δημοκρατίας έφαγε την αναλογική ισότητα, πάνω στην οποία στηρίζεται η αξιοκρατία. Το «όλοι ίσοι» – αντίστοιχο προς το ισπανικό todos cabaleros – επέτρεψε στην αμάθεια και στην ανικανότητα να έχουν παρεμβατικά δικαιώματα στην πολιτική λειτουργία.
- Οι συγκεντρώσεις: Όλες οι αποφάσεις παίρνονταν στις συνελεύσεις του λαού («Εκκλησία του Δήμου»). Στην Αθήνα ακόμη και το δικαστήριο της Ηλιαίας, παρόλο που συνεδρίαζε κατά τμήματα (κάθε τμήμα 500 άτομα), είχε χαρακτήρα συγκεντρώσεως. Όπως συμβαίνει σε κάθε συγκέντρωση, συχνά στις αποφάσεις παρεμβαίνουν εξωεκλογικά στοιχεία. Κυριαρχεί η ψυχολογία του όχλου, που ευνοεί την οχλαγωγία και την ανάδειξη οχλαγωγών, που δεν απευθύνονται στο λογικό αλλά στο θυμικό του πλήθους, ιδίως όταν αυτό αποφασίζει όχι με ψήφο αλλά διά βοής. Μοιραία ακόμη και κάποιες πολύ σοβαρές αποφάσεις παίρνονταν κάτω από την πίεση εντόνων συγκινησιακών καταστάσεων, βίαιων παθών και σφοδρών επιθυμιών (π.χ. απόφαση για τη σικελική εκστρατεία, θανάτωση Μυτιληναίων, θανάτωση των νικητών στρατηγών της ναυμαχίας των Αργινουσών). Αυτά τα πάθη ο Θουκυδίδης ονομάζει σε διάφορα χωρία του «δυσέρως», «δύσποτμος έρως» και «επιθυμούν». Η έξαψη των λαϊκών παθών στις συγκεντρώσεις από επιτήδειους δημοκόλακες, που ο Αριστοφάνης στους «Βατράχους» αποκαλεί «δημοπιθήκους» (στ. 1085) μετέτρεπε το πολίτευμα σε δικτατορία λαϊκής βάσεως, όπου η λαϊκή κυριαρχία έδινε πρόσκαιρα εξουσία στον πολιτικό που συμβάδιζε με τη λαϊκή επιθυμία, το «επιθυμούν» του Θουκυδίδη. Έτσι, η λαϊκή δικτατορία γινόταν τελικά όχι δικτατορία του λαού, αλλά δικτατορία ενός ατόμου επί του λαού.
- Αστάθεια αποφάσεων: Ο Αριστοφάνης ονομάζει στους «Αχαρνής» τους Αθηναίους «ταχυβούλους» και «μεταβούλους». Έπαιρναν βιαστικά τις αποφάσεις και γρήγορα μετάνοιωναν και τις άλλαζαν. Π.χ. έστειλαν ουσιαστικά αρχιστράτηγο στη Σικελία τον Αλκιβιάδη, και μόλις αυτός έφθασε εκεί, για ασήμαντο λόγο ασεβείας, τον ανεκάλεσαν. Τη μια μέρα αποφάσισαν θανάτωση των Μυτιληναίων και την άλλη την ανεκάλεσαν. Αυτή η αμφίβουλη ταλάντευση ανάμεσα στο «ναι» και στο «μη ναι» έφερνε συχνά τους Αθηναίους στην κατάσταση που εκφράζει ο γνωστός στίχος του Γρυπάρη: «Στο ναι και στο όχι στέκεται η δίβουλή τους γνώμη». Από τη διβουλία μοιραία έπεφταν στην αβουλία, στην αδυναμία εκλογής που παραπέμπει ευθέως στο περίφημο θεώρημα του Όνου του Μπουριντάν[5]. Αυτή η αστάθεια, το «παλίμβολον» ή «παλίμβουλον» που αναφέρουν πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, ευνοούσε και το «αμφίγλωσσον», αυτό δηλαδή που στη σύγχρονη πολιτική ορολογία ονομάζουμε «διπλή γλώσσα». Η αμηχανία περί του πρακτέου έκανε πολύ συχνά τους Αθηναίους να περιέρχονται σε μια παθητική κατάσταση, να γίνονται λογοφάγοι και όχι εργοπόνοι, μίσεργοι και εργοσκόποι και όχι εργοφόροι, όπως σαφώς το λέγει ο Θουκυδίδης με την περιλάλητη ρήση: «Ειώθατε θεαταί μεν των λόγων γίγνεσθαι, ακροαταί δε των έργων» (Γ, 38, 3).
Πέρα από την ανάπτυξη της λογοκοπίας και την επαύξηση της απραξίας, πάντα υπήρχε ο κίνδυνος της απερισκεψίας.
- Υποταγή των πολιτικών στις επιθυμίες των πολιτών: Ο Θουκυδίδης λέει για τον Περικλή ότι «κατείχε πλήθος ελευθέρως και ουκ ήγετο μάλλον υπ’ αυτού ή αυτός ήγεν». Με το θάνατο του Περικλή έχουμε το τέλος των μεγάλων ανδρών και την αρχή των «χαρισματικών ηγετών», που για να ασκήσουν εξουσία δεν διστάζουν να ξεπέσουν στη δημοκολακεία, να υποταχθούν στις πιο ευτελείς επιθυμίες του λαού και να βάλλουν έτσι τις βάσεις μιας πολιτικής που σήμερα ονομάζεται «λαϊκισμός». Όπως λέγει ο Θουκυδίδης, οι δημαγωγοί «επί τα πονηρότερα εξήγον τον όχλον» (VIII, 53, 3) και τον εξωθούσαν σε μια πολιτική πρακτική, την «ευτέλεια», που σημαίνει παραγωγή «φθηνών» πολιτών, που για να ζήσουν έκαναν την πολιτική ασχολία, επάγγελμα και δημιούργησαν για πρώτη φορά αυτό που σήμερα ονομάζουμε «πελατειακές σχέσεις». Φυσικό επακόλουθο μιας τέτοιας συμπεριφοράς είναι η αναρχία την οποία καταδικάζουν πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, όπως ο σοφιστής Αντιφών: «Αναρχίας ουδέν κάκιον ανθρώποις». Η αναρχία συνυφαίνεται με τη δομή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Είναι, κατά κάποιον τρόπο, ένα αναγκαίο κακό, αλλ’ η δράση των δημαγωγών έκανε το κακό μεγαλύτερο, με αποτέλεσμα η αναρχία να υπερκαλύπτει τη δημοκρατία. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που λέγει στον «Γοργία» ο Πλάτων: όταν ο αθηναϊκός λαός, την ώρα που μιλάς, δεν συμφωνεί μαζί σου, αλλάζεις αμέσως γνώμη και λες αυτά που θέλει. Ο Αριστοφάνης στους «Ιππής» μας δίνει μ’ έξοχο ποιητικό τρόπο αυτή την ιδιότυπη μορφή λαϊκής κυριαρχίας που μεταβάλλεται σε κυριαρχία επί του λαού, διότι χάνεται το στοιχείο του πολιτικού νου από τις λεκτικές θωπείες του δημαγωγού:
Ω δήμε, καλήν γ’ έχεις
αρχήν, ότε πάντες άν-
θρωποι δεδίασι σ’, ώσπερ άνδρα τύραννον.
Αλλ’ ευπαράγωγος ει,
θωπευόμενος τε χαί-
ρεις, καξαπατώμενος,
προς τον τε λέγοντα αεί
κέχωνας· ο νους δε σου
παρών αποδημεί
Μετάφραση: Λαέ, ωραία εξουσία έχεις, όταν όλοι σε φοβούνται σαν τύραννο. Αλλά παρασύρεσαι εύκολα κι ευχαριστιέσαι όταν σε χαϊδεύουν και σ’ εξαπατούν. Και πάντα μένεις με το στόμα ανοιχτό, ακούγοντας τα λόγια των πολιτικών. Κι ο νους σου, μολονότι παρών, βρίσκεται στα ξένα».
Η απροθυμία του λαού ν’ ακούει ή να βλέπει την αλήθεια έφερε τον αθηναϊκό δήμο σε μια κατάσταση που εκφράζει μια σπάνια αρχαία λέξη: οφθαλμοπλανία. Η Γαλλίδα ακαδημαϊκός J. de Romilly ονoμάζει το πολιτικό αυτό νόσημα «λαϊκή τύφλωση» και το θεωρεί ως κύριο παράγοντα των μεγάλων κρίσεων που πέρασε το δημοκρατικό πολίτευμα «σε όλη τη διάρκεια του πέμπτου αιώνα και σε μέρος του τετάρτου».
- Η πτώση του πατριωτικού συναισθήματος: Μοιραία η κρίση των ηθικών αξιών και πιο συγκεκριμένα η κρίση της πολιτικής ηθικής έφερε την πτώση του πατριωτικού συναισθήματος και την υποκατάσταση της αξιοκρατίας από την αναξιοκρατία. Οι Αθηναίοι ομιλούν για την εκπλήρωση των στρατιωτικών τους υποχρεώσεων και προσφεύγουν στους μισθοφόρους, δηλαδή εμπιστεύονται την ασφάλειά τους σε εισαγόμενους στρατιώτες, οι πολεμικοί αρχηγοί ενδιαφέρονται για τον ατομικό πλουτισμό τους ή για την ατομική τους ανάδειξη κι όχι για το μεγαλείο της πόλης. Και το χειρότερο: δεν είναι πολιτικοί άξιοι των περιστάσεων, ικανοί ν’ αντιμετωπίσουν σοβαρές καταστάσεις. Δεν έχουν πλάνο ενεργειών. Όπως λέει σ’ έναν από τους «Φιλιππικούς του ο Δημοσθένης, αντιμετωπίζουν τον Φίλιππο, όπως πυγμαχούν οι βάρβαροι, που μόλις κάποιος από αυτούς δεχθεί ένα χτύπημα, φέρνει το χέρι του προς το μέρος που τον βάρεσαν κι αν το κτυπήσουν αλλού. πάλι φέρνει τα χέρια του εκεί. Να αποκρούσει όμως το χτύπημα ή να το προβλέψει ούτε ξέρει, ούτε το διανοείται. (Σ.Σ. Πάσα ομοιότητα των λόγων του Δημοσθένη προς τη σύγχρονη εξωτερική και οικονομική μας πολιτική είναι εντελώς συμπτωματική).
Είναι χαρακτηριστικό πως η φιλοπατρία συνδέεται με το ατομικό ή το κομματικό συμφέρον. Όταν ο Αλκιβιάδης μετά την ανάκλησή του προσφεύγει στη Σπάρτη και υποδεικνύει στους μέχρι χθες αντιπάλους του το πώς να νικήσουν την πατρίδα του, δικαιολογεί ως εξής την προδοτική στάση του:
«Το τε φιλόπολι ουκ εν ώ αδικούμαι έχω, αλλ’ εν ώ ασφαλής επολιτεύθην. Ουδ’ επί πατρίδα ούσαν έτι ηγούμαι νυν ιέναι, πολύ δε μάλλον την ουκ ούσαν ανακτάσθαι. Και φιλόπολις ούτος ορθώς, οι π ος αν την εαυτού αδίκως απολέσας μη επίη, αλλ’ ος αν εκ παντός τρόπου διά το επιθυμείν πειραθή αυτήν αναλαβείν» (Θουκ. VI, 92, 34 Αυτά σε απλά λόγια σημαίνουν: Και την φιλοπατρία δεν την τοποθετώ εκεί που αδικούμαι αλλ’ εκεί που με ασφάλεια πολιτεύομαι. Ούτε νομίζω ότι τώρα στρέφομαι εναντίον της πατρίδας μου αλλά περισσότερο αγωνίζομαι για ν’ ανακτήσω πάλι αυτήν που δεν είναι, δηλαδή την πατρίδα μου. Και σωστός φιλόπατρης δεν είναι αυτός που αφού έχασε την πατρίδα του άδικα, δεν μάχεται να την ανακτήσει αλλ’ αυτός που επειδή τη λαχταρά, προσπαθεί με κάθε τρόπο να την ξαναπάρει!
Με την πατριωτική λογική του είδους αυτού δεν είναι ο πολίτης που ανήκει στην πόλη αλλά η πόλη στον πολίτη. Αυτό τον ατομικό «πατριωτισμό» ενισχύει μια άλλη μορφή «πατριωτισμού», ο «κομματικός Βέβαια κόμματα, όπως τα σημερινά, στην αρχαιότητα δεν υπήρχαν. Υπήρχαν όμως παρατάξεις με απόκλιση ολιγαρχική ή δημοκρατική που εκφράζονταν με τους όρους κολίγοι», «πλείονες» κ.ά. Συχνά το κομματικό συμφέρον, που σχετίζεται με το συμφέρον μιας κοινωνικής κατηγορίας, επισκιάζει το γενικότερο πολιτικό, σε σημείο που το κόμμα να ταυτίζεται με την πόλη, πράγμα που δίνει την ευχέρεια σε τυχοδιώκτες πολιτικούς, όπως ο Αλκιβιάδης, να δηλώνουν πως δεν μάχονται κατά της πόλης σαν ολότητας αλλά κατά της μερίδας που έχει υποκαταστήσει την πατρίδα. Και το χειρότερο: εξαιτίας της κομματικής αντιπαλότητας συνέβαινε συχνά την πατριωτική αλληλεγγύη να υποκαθιστά π κομματική.
- Η αλαζονεία της δύναμης: Όταν η αθηναϊκή δημοκρατία βρισκόταν στα πρώτα βήματα της είχε ένα υψηλό εθνικό ήθος έτσι που στο γνωστό επιτύμβιο επίγραμμα των Μαραθωνομάχων να τονίζεται το «Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι». Και όταν οι Σπαρτιάτες έμφοβοι έσπευσαν να τους ικετεύσουν να μην δεχθούν τις προτάσεις του Μαρδονίου για συμμαχία έδωσαν υψηλόφρονα απάντηση: «Η ελληνική συνείδηση, το κοινό αίμα, η κοινή γλώσσα, οι κοινοί θεοί και θυσίες και τα κοινά ήθη κι έθιμα δεν τους επιτρέπουν να γίνουν προδότες[6]». Οι Αθηναίοι έως την εποχή του Κίμωνος εμφορούνταν από πανελλήνια συναισθήματα και ήσαν εκφραστές της πανελλήνιας ιδέας. Από την εποχή που η Α ́ Αθηναϊκή ή Δήλιος Συμμαχία εξασφάλισε στην Αθήνα δυνατότητες για θαλασσοκρατορία και από συμμαχία μεταβλήθηκε σε ηγεμονία των Αθηναίων, μοιραία η Αθήνα μεταβάλλεται σε μια ιμπεριαλιστική δύναμη που βλέπει την ελευθερία μόνο στα πλαίσια της ελευθερίας των δικών της πολιτών, τη δημοκρατία μέσα στο στενό χώρο της Αττικής, ενώ οι άλλες συμμαχικές πόλεις δορυφοροποιούνται. Η αύξηση της οικονομικής και πολιτικής δυνάμεως πρέπει συνεχώς να τροφοδοτείται με νέα δύναμη, με αποτέλεσμα η Αθήνα να εμπλακεί σε μια ατελείωτη σειρά ενδοελληνικών πολέμων και την «ύβριν» να επακολουθήσει η «τίσις» (= τιμωρία). Σχεδόν όλη η τραγωδία, που είναι ένα υψηλό μάθημα δημοκρατίας, είναι μια προειδοποίηση προς τους Αθηναίους. Την αλαζονεία («ύβρις») ακολουθεί πάντα η «τίσις» και η «νέμεσις». Η ήττα από τη Σπάρτη και τους Συρακουσίους, κατά τον Πελοποννησιακό και από τον Φίλιππο, επαλήθευσε τις προειδοποιήσεις των τραγικών.
- Η δικομανία: Εφόσον το «δικάζειν» ήταν πόρος ζωής για πολλούς αργόσχολους Αθηναίους, μοιραία ευνοήθηκε η ανάπτυξη ενός κακοήθη κοινωνικού και πολιτικού όγκου, του φθόνου που εκφράστηκε με τη συνεχή παραπομπή πολιτών στα δικαστήρια. Όσο κι αν λέει ο Αισχίνης στον «Κατά Τιμάρχου» πως οι προσωπικές εχθρότητες (που μεταφέρονται στα δικαστήρια) επανορθώνουν πάρα πολλά από τα δημόσια πράγματα[7], ωστόσο η αλήθεια είναι πως έβλαψαν καιρίως τη δημόσια ζωή, γιατί η ευκολία παραπομπής στα δικαστήρια εξέθρεψε τη συκοφαντία (ο συκοφάντης εξελίχθηκε σε επάγγελμα), στην κατάχρηση και γελοιοποίηση των νόμων και τελικά στην ανομία. Η ανομία ευνοήθηκε από την πολυνομία, που ευνοούσε την αντιφατικότητα, τους δικανικούς δαιδάλους και την επιβράδυνση στην απονομή της δικαιοσύνης. Τελικά, οι πολλοί νόμοι, αντί να θωρακίσουν τη δημοκρατία, υπέσκαψαν το κύρος της. Γι’ αυτό ο Δημοσθένης σ’ ένα λόγο του θυμάται τον πρώτο νομοθέτη της Ευρώπης, τον Ζάλευκο, που για να εμποδίσει την πολυνομία και να εξασφαλίσει νομοθετική σταθερότητα θέσπισε τα ακόλουθα: «Εάν τις βούληται νόμον καινόν τιθέναι, εν βρόχω τον τράχηλον έχων νομοθετεί και εάν δόξη (= φανεί) καλός και χρήσιμος είναι ο νόμος, ζη ο τιθείς και απέρχεται, ει δε μη, τέθνηκεν επισπασθέντος του βρόχου» (Κατά Τιμάρχου, 24, 139).
Η πολυνομία έκανε αδύνατη τη λειτουργία της δικαιοσύνης, τη δε υπακοή στους νόμους σχεδόν προαιρετική: ο πολίτης υπακούει στο νόμο, όποτε του αρέσει κι αν του αρέσει. Οπότε, παρά το τυπικό όνομα δημοκρατία, στην πραγματικότητα σε περιόδους κρίσης είχαμε αναρχία, λέξη που πρώτος χρησιμοποίησε με πολιτική έννοια ο Αισχύλος. Διότι η δημοκρατία, σε αντίθεση με τη μοναρχία και την ολιγαρχία, γίνεται αναρχία, όταν δεν υπάρχει υποταγή στο νόμο. Αλλ’ η υποταγή προϋποθέτει ένα υψηλό επίπεδο αγωγής, που κατά τον Πλάτωνα, δεν μπορούσε να έχει το λαϊκό πολιτικό υπόστρωμα των Αθηνών, αποτελούμενο κυρίως από ναυτικούς. Διότι η θάλασσα «ήθη παλίμβολα και άπιστα ταις ψυχαίς εντίκτουσα, αυτήν τε προς αυτήν την πόλιν άπιστον και άφιλον ποιεί και προς τους άλλους ωσαύτως».
Ανεξάρτητα από το αν φταίει ή δεν φταίει η γειτνίαση με τη θάλασσα και η επίδοση των Αθηναίων στα θαλασσινά έργα, τούτο είναι βέβαιο: η κρίση της αθηναϊκής δημοκρατίας είναι πρωτίστως κρίση ηθική. Η κρίση των δομών, των θεσμών κ.λπ. είναι απότοκος του αμβλυμένου ηθικού, άρα και πολιτικού αισθήματος των πολιτών. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως οι πολιτικές αντιπαραθέσεις συχνά έπαιρναν χαρακτήρα διωγμού. Μόλις μία παράταξη υπερίσχυε, απέκλειε από την πολιτική δράση την άλλη, προσφεύγοντας στο πρόσφορο μέσο της εξορίας όχι μόνο του ηγέτη αλλά και των οπαδών του, πράγμα που έκανε τους εξορίστους να συνωμοτούν εναντίον των αντιπάλων τους, να ρέπουν προς τις δολοφονίες ή στην αίτηση ξενικών παρεμβάσεων. Οι πολιτικές αντιπαλότητες υπέσκαψαν το κύρος των δημοκρατικών θεσμών, έτσι που οι τραγικοί, ως δάσκαλοι του λαού, να κάνουν κύριο μοτίβο στα έργα τους τη σύγκρουση των δύο αδελφών, του Ετεοκλή και Πολυνείκη. Η σύγκρουση αυτή εκφράζει την αγωνία των τραγικών για την εσωτερική διαίρεση. Ο λόγος της Ιοκάστης («ουκ επαισχύνεσθε, χώρας ούτω νοσούσης, ίδια κινούντες κακά») είναι ένα κήρυγμα ομονοίας και συμφιλιώσεως.
- Κρίση της παιδείας: Οι περισσότεροι από τους «πολιτικούς αναλυτές» ή τους «δημοσιολόγους» ή «συνταγματολόγους» της αρχαιότητας ήταν δάσκαλοι. Και ως δάσκαλοι απέδιδαν την ηθική κακοδαιμονία, που φέρνει την πολιτική κακοδαιμονία, στην έλλειψη παιδαγωγίας. Οι σοφιστές με τον υποκειμενισμό τους υπέσκαψαν τον καθιερωμένο κώδικα ηθικής κι έδωσαν ευχέρεια στους νέους «τον ήττω λόγον μείζω ποιείν». Πλάτων, Ισοκράτης, Αριστοτέλης είναι πρωτίστως παιδαγωγοί και βλέπουν την κρίση της πολιτικής σαν κρίση παιδείας. Ουσιαστικά το έργο τους έχει παιδαγωγικό χαρακτήρα. Οι λύσεις που προτείνουν στο πολιτικό πρόβλημα είναι ένα νέο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, που όλοι να μαθαίνουν όσα πρέπει να ξέρουν ως πολίτες και αυτά που πρέπει να σέβονται ως πολίτες. Απαιτείται μια παιδεία που να δημιουργεί πολίτες και όχι οπαδούς. Και το δίδαγμα αυτό παραμένει επίκαιρο για όλες τις εποχές, ιδιαίτερα για τη δική μας. Η J. d. Romilly τελειώνοντας το περισπούδαστο βιβλίο[8] της γράφει: «Η δημοκρατία που αφήνει την εκπαίδευση να πέσει στα χέρια των εχθρών του καθεστώτος, η δημοκρατία που δεν προσπαθεί καν να διατηρήσει για την παιδεία το χαρακτήρα όχι της πολιτικής μόρφωσης αλλά της μόρφωσης πολιτικού ήθους, αυτή η δημοκρατία είναι χαμένη» (σ 271).
Οι κρίσεις του Πλάτωνος για τα τότε για τα τότε (και όχι μόνο) κοινωνικά ήθη
ΣΥΜΦΩΝΑ με τα προηγηθέντα, αν η δημοκρατία είχε προ- βλήματα δυσλειτουργίας, αυτό, κατά την κρίση των εγκυρότερων αρχαίων μελετητών, οφείλεται στην κρίση της παιδείας που από φορέας αξιών γινόταν φορέας αντι-αξιών. Είναι γεγονός πως η εξέλιξη του πολιτεύματος, η άνοδος νέων κοινωνικών στρωμάτων στο πολιτικό προσκήνιο και η εμφάνιση και απόλυτη σχεδόν κυριαρχία των λεγόμενων «νέων ανθρώπων» στην πολιτική κονίστρα, έφερε μια πλήρη ανατροπή των αξιών, που μεταβιβάζονταν μέσω μιας παραδοσιακής ηθικής από γενεά σε γενεά. Ίσως μάλιστα η άνοδος αυτών των στρωμάτων και αυτού του είδους ανθρώπων, που δεν είχαν κανέναν ηθικό ενδοιασμό, προκειμένου ν’ ανέλθουν πολιτικά, να είναι μία από τις βασικές παραμέτρους της κρίσης.
Βέβαια, ποτέ από τις αρχαίες δημοκρατικές πολιτείες δεν έλειψαν οι σοφοί, οι διαθέτοντες πολιτική ευφυΐα, ιδιότητα που ο Αριστοφάνης και ο Ευριπίδης ονομάζουν «νουν» και ο Θουκυδίδης «κρίσιν». Αλλά η κρίση της δημοκρατίας οφείλεται στην «ακρισία» και στην «άνοια». Ο Θουκυδίδης μάλιστα δεν διστάζει να βάλει τον Αλκιβιάδη να παρομοιάσει τη δημοκρατία με τρέλα («Αλλά περί ομολογουμένης ανοίας ουδέν αν καινόν λέγοιτο VI, 89, 6). Αυτού του είδους την άνοια» εκφράζει με τρόπο επιγραμματικό ο Ανάχαρσις στο «Bίο του Σόλωνος» του Πλουτάρχου, λέγοντας το περίφημο: «Στην Ελλάδα ομιλούν οι σοφοί, αποφασίζουν όμως οι αμαθείς». Τότε….
Είναι γεγονός ότι η σοφιστική διδασκαλία ενίσχυσε την κοινωνική και πολιτική ανηθικότητα ή μάλλον συνέβαλε στην ιδεολογικοποίηση της ανηθικότητας. Με το να μαθαίνουν οι νέοι την τέχνη του «κατισχύειν παρά το δίκαιον», άρχισε να επικρατεί στα κοινωνικο-πολιτικά ήθη ο «άδικος λόγος». Είναι χαρακτηριστικό το απόσπασμα των «Νεφελών» του Αριστοφάνη, όπου ο Στρεψιάδης, εκπρόσωπος της παλαιάς ηθικής, βρίσκεται αντιμέτωπος με το γιο του που ανήκει στην κατηγορία των «νέων ανθρώπων» και εκπροσωπεί τη νέα «ηθική» σύμφωνα με την οποία δικαίως ένας γιος μπορεί να δέρνει τον πατέρα του («Καποφανώ γε, νη Δία, ως εν δίκη σ’ έτυπτον»). Και όταν ο Στρεψιάδης εξανίσταται λέγοντας,
«Ω μιαρώτατε,
και πώς γένοιτο αν πατέρα τύπτειν εν δίκη;»,
ο νεαρός Φειδιπίδης απαντά με διανοητική έπαρση:
«Εγώ γ’ αποδείξω και σε νικήσω λέγων».
Μέσα από τη στιχομυθία πατέρα και γιου μαθαίνουμε πως η καινούργια αγωγή μαθαίνει τους νέους ότι «έντιμο είναι καθετί επαίσχυντο και επαίσχυντο καθετί έντιμο», με αποτέλεσμα ο γέροντας Στρεψιάδης να μπλέκεται μέσα στους μαιάνδρους της «διαλεκτικής» του γιου του και στρεφόμενος προς τους θεατές να λέγει: «Εμοί μεν, ω άνδρες ήλικες, δοκεί δίκαια λέγειν» (Νομίζω, συνομήλικοί μου, πως δίκαια τα λέγει)!
Όμως την αυστηρότερη κριτική των κοινωνικών – πολιτικών ηθών και του παιδαγωγικού κλονισμού της εποχής έχει κάνει στην «Πολιτεία» του ο Πλάτων. Παραθέτουμε εκτενή αποσπάσματα, γιατί η κριτική που άσκησε τότε κατά της ηθικής αναρχίας ο μεγάλος Αθηναίος φιλόσοφος είναι σαν να γράφτηκε σήμερα για να καυτηριάσει τα δικά μας ήθη. Πράγμα που σημαίνει ότι οι κρίσεις έχουν κυκλικό χαρακτήρα, άρα κοινά σημεία και ομοιότητες:
«Και την μεν αιδώ ηλιθιότητα ονομάζοντες ωθούσιν έξω ατίμως φυγάδα, σωφροσύνην δε ανανδρίαν καλούντες τε και προπηλακίζοντες εκβάλλουσι, μετριότητα δε και κοσμίαν δαπάνην ως αγροικίαν και ανελευθερίαν ούσαν πείθοντες υπερορίζουσι μετά πολλών και ανωφελών επιθυμιών (…) ύβριν μεν ευπαιδευσίαν καλούντες, αναρχίαν δε ελευθερίαν, ασωτίαν δε μεγαλοπρέπειαν, αναίδειαν δε ανδρείαν» (Πολιτεία, 560-561). Μετάφραση: Και με το να ονομάζουν το σεβασμό ηλιθιότητα τον απωθούν σαν πολίτη που χάνει τα πολιτικά του δικαιώματα. Με το ν’ αποκαλούν ανανδρία τη σωφροσύνη την αποδιώκουν με προπηλακισμούς, ενώ την μετριοπάθεια και την ευπρεπή δαπάνη, πείθοντος πως είναι χωριατιά και ανελευθερία, τις απορρίπτουν με περιφρόνηση. (…) Αντίθετα, αυθάδεια αποκαλούν την ευγενή ανατροφή, την αναρχία ελευθερία, την ασωτία μεγαλοσύνη και την αναισχυντία παλληκαριά».
Παρακάτω ο Πλάτων θα θέσει το ερώτημα, πώς από την ολιγαρχία προκύπτει δημοκρατία και από τη δημοκρατία τυραννίδα; (Αρ’ ουν τρόπον τινά τον αυτόν εκ τε ολιγαρχίας δημοκρατία γίγνεται και εκ δημοκρατίας τυραννίς;»). Ως προς το δεύτερο ερώτημα, η απάντηση δίνεται με τη γνωστή παρομοίωση της μέθης που υποδηλώνει έλλειψη μέτρου. Όταν δηλαδή μια πόλη που έχει δημοκρατικό πολίτευμα διψάσει για πολλή ελευθερία και συμβεί να έχει σαν άρχοντες κακούς οινοχόους και της δώσουν να πιει περισσότερο από το κανονικό, τότε έχουμε μια μεθυσμένη πολιτεία που ακολούθως τιμωρεί τους αρχηγούς της, αν δεν είναι πάρα πολύ πράοι και της δώσουν πολλήν ελευθερία, κατηγορώντας αυτούς πως είναι ασεβείς και ολιγαρχικοί («Όταν, οίμαι, δημοκρατουμένη πόλις ελευθερίας διψήσασα κακών οινοχόων προστατούντων τύχη και πορρωτέρω δέοντος ακράτου αυτής μεθυσθή, τους άρχοντας δη, αν μη πάνυ πράοι ώσι και πολλήν παρέχωσι την ελευθερίαν, κολάζει αιτιωμένη ως μιαρούς και ολιγαρχικούς» 562, C, D).
Ιδού και τα κοινωνικο – πολιτικά παρεπόμενα:
«Οίον, έφην, πατέρα μεν εθίζεσθαι παιδί όμοιον γίγνεσθαι και φοβείσθαι τους υιείς, υιόν δε πατρί, και μήτε αισχύνεσθαι μήτε δεδιέναι τους γονέας, ίνα δη ελεύθερος η (…). Διδάσκαλός τε εν τω τοιούτω φοιτητάς φοβείται και θωπεύει, φοιτηταί τε διδασκάλων ολιγωρούσιν, ούτω δε και παιδαγωγών· και όλως οι μεν νέοι πρεσβυτέροις απεικάζονται και διαμιλλώνται και εν λόγοις και εν έργοις, οι δε γέροντες ξυγκαθιέντες τοις νέοις ευτραπελίας τε και χαριεντισμού εμπίπλανται, μιμούμενοι τους νέους, ίνα μη δοκώσιν αηδείς είναι μηδέ δεσποτικοί (…). Το δε γε (…) έσχατον, ω φίλε, της ελευθερίας του πλήθους, όσον γίνεται εν τη τοιαύτη πόλει, όταν δη οι εωνημένοι και αι εωνημέναι μηδέν ήττον ελεύθεροι ώσι των πριαμένων».
Που σε ελεύθερη απόδοση σημαίνουν: «Για παράδειγμα, ο πατέρας συνηθίζει να φέρεται όμοια με το γιο του και να φοβάται τους γιους του και ο γιος να φέρεται όμοια με τον πατέρα, κι ούτε να ντρέπεται ούτε να φοβάται τους γονείς, για να είναι τάχα ελεύθερος (απελευθερωμένος, θα λέγαμε σήμερα) (…). Και ο δάσκαλος σ’ ένα τέτοιο πολίτευμα φοβάται τους μαθητές και τους κολακεύει, ενώ οι μαθητές αδιαφορούν για τους δασκάλους όμοια δε και για τους παιδαγωγούς. Και γενικά οι νέοι προσπαθούν να γίνουν ίσοι με τους μεγαλύτερους και τους ανταγωνίζονται σε λόγια και σε έργα. Και οι γέροντες, αφού κατέλθουν στο επίπεδο των νέων, εμφανίζονται γεμάτοι φαιδρότητα και αστεϊσμούς, μιμούμενοι τους νέους, για να μη φανούν δύστροποι και αυταρχικοί (…). Και το πιο σοβαρό, φίλε μου, για το πού μπορεί να φθάσει η ελευθερία του λαού σε μια τέτοια πόλη είναι όταν οι αγορασμένοι άντρες και οι αγορασμένες γυναίκες έχουν την ίδια ελευθερία με τους αγοραστές.
Και το τελικό συμπέρασμα του Πλάτωνος συμπυκνώνεται στα ακόλουθα:
α) «Η γαρ άγαν ελευθερία έοικεν ουκ εις άλλο τι ή εις άγαν δουλείαν μεταβάλλειν και ιδιώτην και πόλιν» (= Καθώς φαίνεται η απόλυτη ελευθερία μεταφέρει πολίτη και πόλη όχι σε τίποτα άλλο παρά σε απόλυτη δουλεία).
β) «Ουκ εξ άλλης πολιτείας τυραννίς καθίσταται ή εκ δημοκρατίας, εξ οίμαι της ακροτάτης ελευθερίας δουλεία πλείστη τε και αγριωτάτη» (= Το τυραννικό πολίτευμα είναι φυσικό ν’ απορρέει από τη δημοκρατία και από την πιο ακραία μορφή ελευθερίας ν’ απορρέει η πιο μεγάλη και άγρια δουλεία) (Πολιτεία, η 564).
Υ.Γ. Η λέξη «απεργός» δεν είναι νέα. Απαντά στον Αρτεμίδωρο (1,42) και προέρχεται από το ρήμα «απείργω», «απέργω». Σε πρώτη σημασία η λέξη εσήμαινε αυτόν που απείχε από κάποιο έργο. Ακολούθως εσήμαινε τον «αργό», τον άεργο, τον εμποδίζοντα τους άλλους να εργασθούν.
Όποιος ζητάει τα αίτια της σημερινής κρίσης, της σημερινής κοινωνικής και πολιτικής παθολογίας, δεν έχει παρά ν’ ανατρέξει στους αρχαίους συγγραφείς: είναι οι καλύτεροι παθολόγοι.
Η παθολογία του πολέμου
ΚΑΤΑ κοινή ομολογία οι μεγαλύτεροι «ιατροί» της αρχαιότητας είναι ο Ιπποκράτης και ο Θουκυδίδης. Ο πρώτος μελέτησε τα νοσήματα της ψυχής και του σώματος, ο δεύτερος τα νοσήματα του πολιτικού σώματος. Για να φανεί η «ιατρική» εμβρίθεια του παραθέτουμε ένα μικρό – σαν πρόγευση – απόσπασμά του: «Δίκαια μεν εν τω ανθρωπείω λόγω από της ίσης ανάγκης κρίνεται, δυνατά δε οι προύχοντες πράττουσι και οι ασθενείς ξυγχωρούσιν» (Ε, 89). Που σημαίνει: Σύμφωνα με την ανθρώπινη λογική, τα δίκαια κρίνονται με βάση την ίση ισχύ (όταν δηλαδή το ένα μέρος δεν είναι ισχυρότερο από τ’ άλλο). Όμως αυτοί που έχουν τη δύναμη, πράττουν όσα μπορούν να πράξουν, ενώ οι αδύνατοι ανέχονται αυτά που πράττονται (φυσικά εις βάρος τους).
Η πολιτική ιστορία της αρχαίας Ελλάδας διαβάζεται σαν μια «πολιτική περιπέτεια», με «συγκοπές». Περιπέτεια σημαίνει περιστροφή, σημαίνει και αιφνίδια μεταβολή της τύχης, συνηθέστερα προς το κακό (ανάλογα από την οπτική γωνία που βλέπει το ζήτημα ο ιστορικός). Οι συγκοπές είναι τα μεταβατικά στάδια, οι περίοδοι κρίσης που προετοιμάζουν ή προοιωνίζονται ένα άλλο πολιτικό ή κοινωνικό ή οικονομικό κλίμα. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως χάνεται η συνέχεια και η συνοχή ανάμεσα στο περασμένο και στο μελλούμενο. Και επειδή οι κρίσεις είναι ένα περιοδικό φαινόμενο, αενάως επαναλαμβανόμενο, ο πολιτικός δια- στοχασμός των αρχαίων πολιτικών συγγραφέων δίνει και σήμερα το πλαίσιο ενός διαστοχασμού και για τα συγκαιρινά γεγονότα. Είναι άλλωστε, χαρακτηριστικό ότι η πολιτική επιχειρηματολογία της εποχής αντλεί υλικό από τη δεξαμενή του πολιτικού στοχασμού των αρχαίων.
Σημειώσαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο ότι η υποβάθμιση της ηθικής έφερε την πολιτική κρίση στις δημοκρατικές πολιτείες. Οι πόλεμοι και ιδιαίτερα ο Πελοποννησιακός, δημιούργησαν τις τοξίνες εκείνες που προκάλεσαν την παράλυση και στο στρατόπεδο των δημοκρατικών και στο στρατόπεδο των ολιγαρχικών. Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος είναι ο σημαιοφόρος της κρίσης του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Ο πόλεμος αυτός κράτησε 27 χρόνια. Κυρίως χαρακτηρίζεται σαν πόλεμος ανάμεσα στην Αθήνα και Σπάρτη (χωρίς να είναι αποκλειστικά υπόθεση Αθήνας και Σπάρτης) ή σαν πόλεμος φυλετικός ή πολιτικός: σύγκρουση ιωνικού και δωρικού στοιχείου, σύγκρουση δημοκρατικών και ολιγαρχικών. Η αναγωγή σε αίτια φυλετικά ή πολιτικά είναι σχηματική. Καθότι στον πόλεμο Ίωνες υποχρεώθηκαν να πολεμήσουν στο πλευρό των Δωριέων και η δημοκρατική Αθήνα να πολεμήσει εναντίον δημοκρατικών. Εκφράζεται μάλιστα η άποψη πως η αποτυχία της Σικελικής εκστρατείας οφείλεται στο ότι μια δημοκρατική πόλη (Αθήνα) πολέμησε εναντίον άλλης δημοκρατικής πόλης (Συρακούσαι). Οι Αθηναίοι έτσι δεν βρήκαν πολιτικά στηρίγματα μέσα στην πόλη εναντίον της οποίας εξεστράτευσαν.
Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος (431-404 π.Χ.), ως ενδοελληνική σύγκρουση ευρείας χρονικής και τοπικής εκτάσεως (πέρα από την κυρίως Ελλάδα, εκτάθηκε έως τη Δυτική Μεσόγειο και την Προποντίδα), απορρέει από την κρίση που γεννά η ανάγκη διευρύνσεως του λεγόμενου «ζωτικού χώρου». Η Σπάρτη στα τέλη του 6ου π.Χ. αιώνα έχει κυριαρχήσει ολοσχερώς στην Πελοπόννησο (και λίγο έξω από αυτή) και έχει εγκαθιδρύσει ένα πολίτευμα ημιολιγαρχικό με δημοκρατική δομή (οι 5 έφοροι ήσαν αιρετοί). Η Αθήνα περιορίζεται εδαφικά στην Αττική. Ούτε προς την Πελοπόννησο, λόγω Σπάρτης, ούτε προς τη Βοιωτία, λόγω Θηβών, είναι δυνατόν να εκταθεί. Μοιραία στρέφεται προς τη θάλασσα που ναι με της έδωσε πλούτο και ηγεμονία αλλά παράλληλα αυτό δημιούργησε ανυπέρβλητα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα. Η θαλασσοκρατορία απαιτεί τρομερά έξοδα, άρα απαιτεί συνεχή εδαφική διεύρυνση για τοποθέτηση ή αγορά προϊόντων ή είσπραξη φόρων, ευνοεί επίσης την περαιτέρω «λαϊκοποίηση» του πολιτεύματος από το ναυτικό στοιχείο και την υποκατάσταση της παλιάς αριστοκρατίας της γης από τη νέα αριστοκρατία του πλούτου. Είναι χαρακτηριστικό ότι παρά τη μακρά διάρκεια λειτουργίας των πολιτικών σωμάτων (Βουλή, Εκκλησία, Ηλιαία, Δέκα Στρατηγοί) η Αθήνα δεν βρήκε την προσφορότερη φόρμα διακυβερνήσεως. Γιατί το πολίτευμα είχε μια ελαστικότητα που προσαρμοζόταν άλλοτε στις φιλοδοξίες δυναμικών ηγετών και άλλοτε στις επιθυμίες του πλήθους ή μιας δυναμικής κοινωνικής ομάδας.
Οι αιτίες του Πελοποννησιακού Πολέμου είναι πολλές και δύσκολα ανιχνεύσιμες. Άλλες βαθειές και άλλες επιφανειακές. Ούτε εξάλλου, μπορούμε να αποκλείσουμε αυτό που λένε οι Γάλοι: «L’ inattendu se fautile partout» (= Το τυχαίο διεισδύει παντού). Είναι όμως ευτύχημα ότι για τον πόλεμο αυτό βρέθηκε ο κατάλληλος ιστορικός, ο Θουκυδίδης, ο οποίος εκάλυψε με τη γραφίδα του το μεγαλύτερο και κρισιμότερο μέρος (έως το 411 π.Χ. το υπόλοιπο μέρος συμπληρώνει στα «Ελληνικά» ο Ξενοφών).
Ο Θουκυδίδης (460 – 397 π.Χ.) δεν ήταν ένας απλός ιστορικός, ένας στοχαστής. Ήταν και πολιτικός και στρατιωτικός. Έζησε εκ των ένδον και τα πολιτικά και τα στρατιωτικά γεγονότα και πλήρωσε με ισόβια υπερορία την ενδεχόμενη στρατιωτική ολιγωρία ή ανεπάρκειά του (άλλωστε δεν ήταν εύκολο να νικήσει ένα κατ’ εξοχήν πολεμικό κύτταρο, τον Βρασίδα). Η υπερορία έδωσε στο Θουκυδίδη την ευχέρεια και την ευκαιρία να μελετήσει και να περιγράψει τον πόλεμο όχι σαν αφήγηση, αλλά σαν επιστημονική διατριβή. Είναι «ιατρός ιστορικός» που εξετάζει τον πόλεμο σαν νόσημα κοινωνικο – πολιτικό αλλά συγχρόνως και σαν αποτέλεσμα της ανθρώπινης ατέλειας, της αδυναμίας δηλαδή των ανθρώπων να λειτουργούν με κριτήριο τη σωφροσύνη. Αυτό που ωθεί τον ιστορικό άνθρωπο στη δράση είναι το ισχυρό πάθος, το «επιθυμούν».
Έτσι ο Θουκυδίδης δεν μελετά τα γεγονότα για να μας δώσει απλώς μια ακριβή περιγραφή του πολέμου, αλλά για να χρησιμοποιήσει μια μέθοδο ερμηνείας του κοινωνικο – πολιτικού παθολογικού φαινομένου που λέγεται πόλεμος. Θέλει με άλλα λόγια να μας δώσει την παθολογία του πολέμου. Ο πόλεμος, ως παθολογικό φαινόμενο, αποτελεί την πιο ισχυρή, την πιο συγκλονιστική και οδυνηρή μορφή κρίσης. Οι άνθρωποι τότε μόνο θα μάθουν να ξεπερνούν (και καλύτερα να μην περνούν από τέτοιες μορφές κρίσης, όταν ξέρουν τι ακριβώς είναι πόλεμος, ποιες αιτίες τον προκαλούν, ποιες δυνάμεις τον γεννούν και τον κινούν και κυρίως τι συνέπειες έχει. Και επειδή διαισθάνθηκε ότι η «Ξυγγραφή» του θα είναι πολύτιμο «εργαλείο» για την ερμηνεία των πολεμικών περιπλοκών, επιπλοκών και συμπλοκών, χαρακτήρισε ευστόχως το έργο του «κτήμα ες αεί».
Για το πώς βλέπει ο Θουκυδίδης την παθολογία του πολέμου, αρκεί μόνο η ανάγνωση του Γ ́ Βιβλίου, ιδίως κάποιων χωρίων (Γ,82, 1-8) που είναι από τα πιο πυκνά και δυσερμήνευτα. Όμως μια μετάφραση, όσο καλή κι αν είναι, δεν αρκεί, αν δεν κάνουμε μια αναγωγή. Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος μόνο πελοποννησιακός δεν ήταν. Ήταν πόλεμος πανελλήνιος. Πρέπει να θεωρείται, mutatis mutandis, σαν πόλεμος με οικουμενικό βεληνεκές, ενώ κάποιοι εσωτερικοί, ενδοπαραταξιακοί πόλεμοι (π.χ. Κερκυραϊκός) σαν πόλεμοι τοπικοί, κυρίως εμφύλιοι, όπως οι σημερινοί πόλεμοι Αράβων εναντίον Αράβων. Παρ’ όλο που προτιμούμε αντί μεταφράσεως το πρωτότυπο, θα επιχειρήσουμε μια επιλεκτική μετάφραση των πιο δυσερμήνευτων χωρίων του Γ ́ βιβλίου:
Γ,82,1-8: «Σε τέτοιες αγριότητες έφθασε ο εμφύλιος πόλεμος και φάνηκε ακόμη πιο άγριος, γιατί ήταν ο πρώτος που έγινε, αφού αργότερα βέβαια συγκλονίστηκε σχεδόν όλη η Ελλάδα, επειδή σ’ όλα τα μέρη υπήρχαν διαφορές στους αρχηγούς των δημοκρατικών, ώστε να καλούν σε βοήθεια τους Αθηναίους και στους ολιγαρχικούς (ώστε να καλούν σε βοήθεια) τους Λακεδαιμονίους. Και στη διάρκεια της ειρήνης (δεν τους καλούσαν), επειδή δεν είχαν ούτε πρόσχημα, ούτε διάθεση να τους καλέσουν, όμως εν όσω βρίσκονταν σε πόλεμο και οι δύο (αντίπαλες παρατάξεις) είχαν συμμάχους για να βλάπτουν τους πολιτικούς αντιπάλους τους και να αποκτήσουν από αυτό παραπανίσια δύναμη. Έτσι με ευκολία προκαλούσαν τις επεμβάσεις όσοι ήθελαν ν ̓ ανατρέψουν το καθεστώς. Και συνέβησαν στις πόλεις εξαιτίας των εμφυλίων πολέμων πολλές και μεγάλες συμφορές, που γίνονται και πάντοτε θα γίνονται, ενόσω οι άνθρωποι μένουν ίδιοι, (συμφορές) βαρύτερες παρά ηπιότερες και διαφορετικές στη μορφή, όπως ενδεχομένως παρουσιάζεται καθεμιά μεταβολή των περιστάσεων (ανάλογα δηλαδή με την αλλαγή κάθε φορά των περιστάσεων).
Αυτή όμως η τελευταία περίοδος αξίζει να διαβασθεί όχι με τη μορφή της δικής μας πλαδαρής μεταφράσεως, αλλά όπως γράφτηκε από τον ίδιο τον Θουκυδίδη:
«Και επέπεσε πολλά και χαλεπά κατά στάσιν ταις πόλεσι, γιγνόμενα μεν και αεί εσόμενα, έως η αυτή φύσις ανθρώπων ή, μάλλον δε και ησυχαίτερα και τοις είθεσι διηλλαγμένα, ως αν έκασται αι μεταβολαί των ξυντυχιών εφιστώνται».
Γ, 82, 2-4: «Γιατί στον καιρό της ειρήνης και της ευημερίας και οι πόλεις και τα άτομα σκέπτονται ευγενέστερα, επειδή δεν υποβάλλονται σε ακούσιους καταναγκασμούς” ο πόλεμος όμως, αφού αφαιρέσει την άνεση της καθημερινής ζωής, γίνεται δάσκαλος της βίας και προσαρμόζει τις διαθέσεις των περισσοτέρων (ανθρώπων) στην κατάσταση της στιγμής («Ο δε πόλεμος υφελών την ευπορίαν του καθ’ ημέραν, βίαιος διδάσκαλος και προς τα παρόντα των πολλών ομοιοί»). Γίνονταν, λοιπόν, τότε εμφύλιοι πόλεμοι στις πόλεις, κι εκείνες που κάπως υστερούσαν, επειδή μάθαιναν όσα έγινα πριν, προσπαθούσαν να ξεπεράσουν σε επινοητικότητα (τους άλλους) και στις ύπουλες επιθέσεις και στη σκληρότητα των εκδικήσεων. Ακόμη και τη συνηθισμένη (αντικειμενική) σημασία των λέξεων σχετικά με τις πράξεις αντικατέστησαν με τη δική τους αυθαίρετη κρίση. Γιατί η ασυλλόγιστη τόλμη θεωρήθηκε ανδρεία και αφοσίωση στο κόμμα, η δε προνοητική επιφυλακτικότητα (θεωρήθηκε) δειλία προσχηματική, η σωφροσύνη πρόφαση της ανανδρίας και η σύνεση στο καθετί (θεωρήθηκε) αδράνεια για το καθετί».
Η τελευταία αυτή περικοπή δεν αποτυπώνει την τότε αλλά και τη σημερινή κρίση από την οποία δοκιμάζεται η χώρα μας. Γι’ αυτό την παραθέτουμε στο πρωτότυπο και προτρέπουμε τους νέους αναγνώστες μας να την απομνημονεύσουν. Θα έχουν έτσι έναν σύμβουλο βίου διά βίου:
«Και την ειωθυίαν αξίωσιν των ονομάτων εις τα έργα αντήλλαξαν τη δικαιώσει. Τόλμα μεν γαρ αλόγιστος ανδρία φιλέταιρος ενομίσθη, μέλλησις δε προμηθής δειλία ευπρεπής, το δε σώφρον του ανάνδρου πρόσχημα και προς άπαν ξυνετόν επί παν αργόν».
Γ, 82, 4-6: «Η παράφορη ορμητικότητα λογαριάστηκε σαν ανδρική αρετή και η προσεκτική εξέταση για λόγους ασφαλείας (θεωρήθηκε) ωραίο πρόσχημα για υπεκφυγή. Και ο μεν έξαλλος θεωρούνταν έμπιστος πάντα, ενώ αυτός που του έφερνε αντίρρηση (εθεωρείτο) ύποπτος. Αν πάλι κάποιος επιβουλευόταν κάποιον και πετύχαινε, (εθεωρείτο) έξυπνος, και αν υποψιαζόταν (μια επιβουλή εθεωρείτο) ακόμα πιο έξυπνος[9]. Οσάκις όμως κάποιος μεριμνούσε να μη χρειαστεί τίποτα από αυτά (εθεωρείτο) διαλυτικό στοιχείο του κόμματος («της τε εταιρίας διαλυτής») και τρομοκρατημένος από τους αντιπάλους. Με δύο λόγια, όποιος προλάβαινε αυτόν που επρόκειτο να κάνει κάποιο κακό, επαινείτο και επίσης (επαινείτο) αυτός που παρακινούσε (στο κακό) αυτόν που δε το ‘χε βάλει στο μυαλό του. Ακόμα και οι συγγενείς έγιναν πιο ξένοι από τους κομματικούς συντρόφους. («Και μην και το ξυγγενές του εταιρικού αλλοτριώτερον εγένετο»). Γιατί έδειχναν μεγαλύτερη προθυμία στο να αποτολμούν αδίστακτα (το καθετί). Γιατί τέτοιου είδους κόμματα δεν ήσαν για να ωφελούν (τα μέλη τους) σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους, αλλά για να ικανοποιούν την πλεονεξία κατ’ αντίθεση προς τους υπάρχοντες νόμους. («Ου γαρ μετά των κειμένων νόμων ωφελία αι τοιαύται ξύνοδοι, αλλά παρά τους καθεστώτας νόμους πλεονεξία»).
6-8: «Και δεν στήριξαν την αμοιβαία εμπιστοσύνη στο νόμο των θεών τόσο, όσο στη συνενοχή στις παράνομες ενέργειες. Και τις προτάσεις των πολιτικών αντιπάλων τις δέχονταν οσάκις υπερτερούσαν, όχι από μεγαλοψυχία, αλλά για να προφυλαχθούν από επιθετικές ενέργειες. Και θεωρούσε κανείς καλύτερο ν’ ανταποδώσει την τιμωρία παρά να την πάθει ο ίδιος από πριν. Και κάθε φορά που δίνονταν όρκοι συμφιλίωσης, ίσχυαν προσωρινά επειδή ο καθένας έδινε (τους όρκους), για να βγει από τη δύσκολη θέση, γιατί δεν περίμενε από αλλού υποστήριξη. Όμως μόλις παρουσιαζόταν ευκαιρία όποιος πρόφταινε να δείξει την τόλμη του, όποτε έβλεπε αφύλακτο (τον αντίπαλο), τον εκδικιόταν με μεγαλύτερη ευχαρίστηση γιατί την πίστη του (στους όρκους) απ’ ό,τι αν τον κτυπούσαν φανερά και λογάριαζε τη σιγουριά και ότι έπαιρνε έπαθλο εξυπνάδας επειδή υπερτερούσε με την απάτη. Γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι, αν είναι κακούργοι, πιο εύκολα ανέχονται ν’ αποκαλούνται επιδέξιοι, παρά (ν’ αποκαλούνται) άπειροι, αν είναι έντιμοι. Και για το μεν ένα ντρέπονται, ενώ για το άλλο τέρπονται. («Ράον δ’ οι πολλοί κακούργοι όντες δεξιοί κέκληνται ή αμαθείς αγαθοί και τω μεν αισχύνονται, επί δε τω αγάλλονται»).
Αν φυσικά το κείμενο αυτό ήταν δυνατόν να διδαχθεί στο σχολείο (δεν διδάσκεται τάχα λόγω δυσκολίας αλλά εγώ υποψιάζομαι λόγω υστεροβουλίας τους αρχαίους δεν τους ερμηνεύουμε μόνο, μας ερμηνεύουν δηλαδή μας αποκαλύπτουν, μας ξεσκεπάζουν), οι μαθητές θα έπρεπε να προσέξουν τον χιασμό (των μεν… των δε…). Με το βιασμό όμως που έχει υποστεί η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών, τώρα δεν μπορούν να προσέξουν τίποτα. Ιδού ένας ακόμη ενισχυτικός λόγος για να μη διδάσκονται τ’ αρχαία στο σχολείο:
8: «Για όλα αυτά αιτία ήταν η φιλαρχία που οφείλεται στην πλεονεξία. Και από αυτά τα δύο, προερχόταν η επιθυμία (κάθε παράταξης) να υπερισχύσει, οπότε πια άρχιζαν οι διαμάχες. Οι αρχηγοί, δηλαδή, των πολιτικών παρατάξεων, ο καθένας τους με ωραία συνθήματα («μετ’ ονόματος εκατέρου ευπρεπούς») υποστηρίζοντας, δηλαδή οι μεν τη δημοκρατία, οι δε τη συνετή κυβέρνηση των αρίστων, παρ’ όλο που μόνο με τα λόγια υπηρετούσαν το δημόσιο συμφέρον, το έκανα προσωπικό τους έπαθλο και επειδή αγωνίζονταν με κάθε μέσο να υπερισχύσει ο ένας πάνω στον άλλο, αποτόλμησαν τα πιο φοβερά πράγματα και επιδιώκανε ακόμη μεγαλύτερες τιμωρίες, χωρίς να τις επιβάλλουν μέσα στα πλαίσια της δικαιοσύνης και του συμφέροντος της πόλεως, αλλ’ επιβάλλοντας τιμωρίες μέχρι του σημείου που κάθε φορά ευχαριστούσε την παράταξη του καθενός και ήταν έτοιμοι να κορέσουν τη φιλοδοξία της στιγμής, καταδικάζοντας άδικα τους αντιπάλους τους ή παίρνοντας με τη βία την εξουσία…».
ΑΠΑΞ και ξεσπάσει ο πόλεμος, το λόγο πια παύει να έχει λογική το λόγο έχουν τα πάθη, τα οποία και τον προκαλούν. Και υπό συνθήκες πολέμου είναι δύσκολο να λειτουργήσει δημοκρατία, μια και οι αρχηγοί του στρατού γίνονται και αρχηγοί του λαού. Και επιπλέον η φατρία τοποθετείται πάνω από την πατρίδα ή η δική μας πατρίδα τοποθετείται πάνω από κάθε άλλη πατρίδα. Ο Θουκυδίδης, με τον ψυχρό ρεαλισμό του, μας έδωσε την παθολογία του πολέμου. Αλλά και ο Πλάτων, με τον ψυχρό ιδεαλισμό του, σ’ έναν από τους πιο ευαίσθητους διαλόγους του, τον «Φαίδωνα», μας δίνει με εκπληκτική ενάργεια την πιο βασική αιτία που οδηγεί στις οικονομικές και πολιτικές κρίσεις και στα αδιέξοδα των πολέμων. Γράφει, προλαβαίνοντας κατά 2.400 χρόνια τον Μαρξ: «Και γαρ πολέμους και στάσεις και μάχας ουδέν άλλο παρέχει ή το σώμα και αι τούτου επιθυμίαι· δια γαρ την των χρημάτων κτήσιν πάντες οι πόλεμοι γίγνονται, τα δε χρήματα αναγκαζόμεθα κτάσθαι διά το σώμα, δουλεύοντες τη τούτου θεραπεία».
Άραγε, ο Πελοποννησιακός Πόλεμος σαν το αποκορύφωμα της μεγάλης τραγωδίας, μόλις τελείωσε, έφερε τουλάχιστον την δι ελέου και φόβου καθάρσιν»; Ο Έγελος (Hegel) έχει πει ότι το μόνο πράγμα που διδάσκει η ιστορία, είναι ότι ο άνθρωπος δεν διδάσκεται τίποτα από αυτήν. Η ατελείωτη αλυσίδα των πολέμων συνεχίστηκε. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν βγήκε και κάτι καλό. Όχι μόνο οι στοχαστές αλλά και ο λαός έκαναν πολιτικό αίτημα τη συμφιλίωση, την ομόνοια, την ειρήνη. Το αίτημα αυτό εκφράζει ο Αριστοφάνης με τους υπέροχους στίχους:
«Μίξον δ’ ημάς
τους δ ̓ Έλληνας πάλιν εξ αρχής
φιλίας χυλώ, και ξυγγνώμη
ανί πραοτέρα κέρασον τον νουν».
(Ειρήνη, 995-998)
Και η ευχή του Αριστοφάνη δεν έμεινε μόνο ευχή. Είναι χαρακτηριστικό πως μετά την ανατροπή του ολιγαρχικού πολιτεύματος (τυραννία των Τριάκοντα) που είχαν εγκαθιδρύσει στην Αθήνα οι Σπαρτιάτες και την αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος από τον Θρασύβουλο, στην πόλη δεν κυριάρχησε πνεύμα αντεκδικήσεως αλλά συμφιλιώσεως. Το νέο δημοκρατικό πολίτευμα (403 π.Χ.) θεμελιώθηκε πάνω στην Ομόνοια. Μεταξύ νικητών δημοκρατικών και ηττημένων ολιγαρχικών υπογράφτηκε συμφωνία, ώστε για μια χρονική περίοδο, μέχρι να σιγάσουν τα πάθη, οι δεύτεροι να εγκατασταθούν στην Ελευσίνα. Δεσμεύθηκαν μάλιστα και οι δύο παρατάξεις να λησμονήσουν το παρελθόν, να απαλλαγούν από τα πάθη του παρελθόντος και κυρίως να μην προσάψουν σε κανένα το παρελθόν του. Και ακόμη έδωσαν όρκο να λησμονήσουν τις παλιές έχθρες[10]. Για πρώτη φορά η Αθήνα έβλεπε προς τα εμπρός κι όχι προς τα πίσω. Παρ’ όλο που οι κρίσεις δεν έλειψαν στα επόμενα χρόνια, ωστόσο ένα είναι βέβαιο: τον Πέμπτο αιώνα οι Αθηναίοι εξασφάλιζαν κέρδη διά του πολέμου. Τον τέταρτο αιώνα προσπάθησαν να εξασφαλίσουν κέρδη διά της ειρήνης. Το πάθος διαδέχεται η απάθεια και με τις δύο έννοιες. Η θετική έδωσε νέα έκλαμψη στην Αθήνα η αρνητική προετοίμασε τη μεγάλη κρίση που επέτρεψε την ανάδυση μιας νέας ελληνικής δύναμης, των Μακεδόνων, που υπερείχαν σε πάθος, σφρίγος και δυναμισμό, αλλά κυρίως γιατί στήριξαν τη δύναμή τους σε άλλη μορφή στρατιωτικής και κρατικής συγκροτήσεως.
Η κρίση της στρατιωτικής τακτικής
ΕΦΟΣΟΝ η ιδιότητα του πολίτη στις αρχαίες ελληνικές πόλεις συνυφαίνεται με την ιδιότητα του οπλίτη και εφόσον πολιτικά δικαιώματα έχουν κυρίως οι δυνάμενοι να υπηρετήσουν ενόπλως την πατρίδα («τοις όπλα παρεχομένοις»), μοιραία η στρατιωτική οργάνωση και τακτική ανακλά και την πολιτική δομή. Και εφόσον από πόλη σε πόλη διαφέρει η πολιτική δομή, μοιραία διαφέρει και η άσκηση στρατηγικής.
Υπό μιαν γενικότερη θεώρηση, ο όρος στρατηγική σημαίνει την προσφορότερη χρησιμοποίηση του στρατού για την επιτυχία μιας πολεμικής επιχειρήσεως. Η στρατηγική προϋποθέτει πολιτική κατεύθυνση. Στις αρχαίες δημοκρατικές πολιτείες, όπως και στα σύγχρονα δημοκρατικά κράτη, υπήρχε συνεργασία, όχι πάντοτε αρμονική, ανάμεσα στη στρατιωτική και πολιτική ηγεσία. Και εδώ επισημαίνεται η υπεροχή της μακεδονικής στρατιωτικό – πολιτικής ηγεσίας έναντι της αθηναϊκής.
Ο Φίλιππος, λόγω βασιλικού αξιώματος συνεδύαζε και μάλιστα επιτυχώς την ιδιότητα του στρατιωτικού και πολιτικού. Και αυτό ήταν το μεγάλο παράπονο του μεγάλου αντιπάλου του Δημοσθένη. Λέγει ο μεγάλος ρήτορας: «Το γαρ είναι πάντων εκείνον εν όντα κύριον και ρητών και απορρήτων και άμα στρατηγόν και δεσπότην και ταμίαν». Κι ακόμη ότι ο Φίλιππος «έπραττεν α δόξειεν αυτώ, ου προλέγων εν τοις ψηφίσμασιν, ουδ’ εν τω φανερώ βουλευόμενος, ουδ’ υπό των συκοφανούντων κρινόμενος, ουδέ γραφάς παρανόμων, ουδ’ υπεύθυνος ων ουδενί, αλλ’ απλώς αυτός δεσπότης, ηγεμών, κύριος πάντων»[11]. Ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους Άγγλους στρατιωτικούς ιστορικούς, ο G.T. Griffith, γράφει επ’ αυτού: «Οι πολιτικές αποφάσεις και η υψηλή στρατηγική, ακόμη και επί ανωτάτου επιπέδου, η απόφαση να προβεί σ’ αυτές τις ενέργειες, να προβεί σε άλλες αντί αυτών ή να μην κάμει απολύτως τίποτε, στη Μακεδονία εναπόκειντο στον βασιλέα και μόνον, ο οποίος είχε την ελευθερία να συμβουλεύεται όποιον και όταν έκρινε σκόπιμο»[12].
Σήμερα, αλλά και πάντα, ένας στρατιωτικός ηγέτης κρίνεται από την δυνατότητά του ν’ αφομοιώνει και να εφαρμόζει προγενέστερες αρχές στρατηγικής, κυρίως όμως όταν δημιουργεί νέες αρχές της λεγόμενης Μεγάλης ή Υψηλής Στρατηγικής. Με το τελευταίο τούτο εννοούμε την αξιοποίηση και εκμετάλλευση των εμψύχων και αψύχων πόρων μιας χώρας για τον εφοδιασμό και ποιοτική βελτίωση του στρατού, τον υψηλό σχεδιασμό (σκοποί, στόχοι), αλλά και το πότε, πού και πώς θα χτυπηθεί ο αντίπαλος ή πώς με κατάλληλο τρόπο θα αντιμετωπισθεί, εάν επιτεθεί, ώστε αντί να αιφνιδιάσει να αιφνιδιασθεί. Το επίπεδο της Στρατηγικής, ιδίως σε καιρό πολέμου, καθορίζεται από την ικανότητα του ηγέτη και των επιτελών του, ώστε να χτυπηθεί ο αντίπαλος στην κατάλληλη χρονική στιγμή και σε καίρια σημεία, ώστε να καμφθεί και να υποκύψει. Το αν πρέπει να συντριβεί ολικώς ή μερικώς, είναι θέμα Υψηλής Στρατηγικής, δηλαδή πολιτικής σκοπιμότητας. Συγκεκριμένα, ο Φίλιππος μετά τη μάχη της Χαιρωνείας, δεν επεδίωξε τη συντριβή αλλά τη φιλία των Αθηναίων, γιατί χρειαζόταν την Αθήνα για άλλα πιο υψηλά και μακρόπνοα σχέδια.
Η τακτική
ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ των πολεμικών επιχειρήσεων είναι θέμα ενός άλλου κλάδου της στρατιωτικής επιστήμης που λέγεται Τακτική. Είναι η τέχνη της παρατάξεως και χρησιμοποιήσεως των πολεμικών δυνάμεων για την κατανίκηση του αντιπάλου. Στρατηγική και τακτική συχνά συγχέονται. Στηρίζονται δε και οι δύο σε αρχές και αξιώματα που βγήκαν από τη μελέτη των πολέμων του παρελθόντος. Ιδίως του ελληνικού παρελθόντος. Γιατί το ελληνικό δαιμόνιο, όπως επρωτοπόρησε σ’ όλους τους τομείς της πνευματικής και πολιτικής δράσεως, επρωτοπόρησε και στον τομέα της Τακτικής. Πριν από τους Έλληνες, οι μάχες ήταν απλές συγκρούσεις συμπαγών όγκων που είχαν σχήμα πλινθίου. Η πρώτη εφαρμογή αρχών τακτικής εμφανίζεται στην αρχαία Ελλάδα. Η ελληνική φάλαγγα δεν βασίζεται στην αρχή της πυκνότητας αλλά της ευκαμψίας και της δυνατότητος ελιγμών. Η συνήθης παράταξη ήταν η ακόλουθη: εμπρός από την φάλαγγα που συνήθως είχε βάθος 5-6 ανδρών, τοποθετούνταν οι ψιλοί (ελαφρά οπλισμένοι) και στα πλάγια οι ιππείς[13]. Ο μεγαλοφυής στρατιωτικός νους του Μιλτιάδη φέρνει την πρώτη επανάσταση στον τομέα της τακτικής. Στον Μαραθώ να ενισχύει τα άκρα και αδυνατίζει το κέντρο, με σκοπό την κύκλωση των Περσών. Επί τα ίχνη του, ο Επαμεινώνδας υπερενισχύει το ένα άκρο και δημιουργεί τη λεγόμενη Λοξή Φάλαγγα, με σκοπό την άμεση δημιουργία ρήγματος και πλευρική κρούση του αντιπάλου. Παράλληλα ο Αθηναίος στρατηγός Ιφικράτης δημιουργεί ειδικά σώματα πελταστών – καταδρομέων, ώστε να μπορεί να προσβάλλει τον αντίπαλο απροσδοκήτως σε σημείο που δεν το περιμένει.
Οι στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις του Επαμεινώνδα και Ιφικράτη
Επαμεινώνδας ανήκει στις μεγάλες μορφές του αρχαίου κόσμου, «ο μέγιστος ανήρ της Ελλάδος», κατά τον υπερβολικό ισχυρισμό του Κικέρωνα. Παρά τη θρυλούμενη πενία του, έλαβε σπάνια για την εποχή του πνευματική, μουσική και σωματική αγωγή πλησίον επιφανών διδασκάλων. Κάτω από την επίδραση των πυθαγορείων διαμόρφωσε χαρακτήρα άκαμπτης ηθικής αυστηρότητας. Αποστρεφόταν την πολυτέλεια και διακρινόταν για την πρωτοφανή λιτότητα και ολιγάρκειά του. Διέθετε οξύτατο πνεύμα και αξιόλογη ευγλωττία άλλ’ απέφευγε τους πολλούς λόγους. Η φιλοσοφία του τον οδηγούσε στον ασκητισμό, αλλ’ οι ιστορικές συγκυρίες τον οδήγησαν στη δόξα. Αναδείχτηκε στον μεγαλύτερο θεωρητικό του πολέμου. Είναι ο Κλαούζεβιτς της αρχαιότητας, μόνο που κατ’ αντίθεση προς τον Κλαούζεβιτς τη δική του τέχνη του πολέμου δεν την έγραψε σε βιβλίο, αλλά στα πεδία των μαχών. Βάσει των αντιλήψεών του σχηματίστηκε ο Ιερός Λόχος σαν μονάδα κρούσης, και άλλαξε η πατροπαράδοτη τακτική της κατά μέτωπον επιθέσεως. Ο Επαμεινώνδας δημιούργησε την τακτική της Λοξής Φάλαγγας, που συνίσταται στην πύκνωση, με εκλεκτά τμήματα της μιας πλευράς και εξαπόλυση επιθέσεως εν είδει σφήνας στο ασθενέστερο σημείο του αντιπάλου. Με τις καινοτομίες αυτές ο Επαμεινώνδας κατόρθωσε να νικήσει τους μέχρι τότε ακατάβλητους στην ξηρά Σπαρτιάτες.
Ο Λίντελ Χαρτ λέγει πως ο Επαμεινώνδας έθεσε τέρμα στην από αιώνων σπαρτιατική ηγεμονία χάρη στην επιστημονική διεξαγωγή του πολέμου. Από την αρχή της πολεμικής του δράσεως έως την τελευταία μάχη της ζωής του, στην οποία έχασε και τη ζωή του, ο Επαμεινώνδας εφάρμοζε την Υψηλή Στρατηγική της εμμέσου προσπελάσεως. Αρχικά, όταν η υπεροχή των Σπαρτιατών ήταν συντριπτική, εφάρμοσε τη στρατηγική του «κενού χώρου», δηλαδή της υποχωρήσεως και της αποφυγής της μάχης. Πρόκειται για την τακτική που αργότερα ονομάσθηκε «Φαβεία μέθοδος» από τ’ όνομα του υπάτου Φαβίου, ο οποίος εφάρμοσε τη μέθοδο αυτή κατά του ακατανικήτου σε μάχη εκ παρατάξεως Αννίβα. Όταν όμως ο Επαμεινώνδας οργάνωσε και εξεπαίδευσε το στρατό του όπως ήθελε, τότε συγκρούστηκε με τους Σπαρτιάτες στα Λεύκτρα (371 π.Χ.)[14] και στη Μαντίνεια (362 π.Χ.), με τις οποίες μάχες άλλαξε τη μορφή του πολέμου και δημιούργησε την καθαυτό Υψηλή Στρατηγική, που ενωτίσθηκαν μετά από αυτόν όλοι οι μεγάλοι στρατηλάτες της ιστορίας, από το Φίλιππο και τον Αλέξανδρο έως το Μεγάλο Φρειδερίκο, τον Μόλτκε, τον Χίντεμπουργκ, τον Γκουντέριαν, τον Ρόμμελ, τον Πάττον και τον Μοσέ Νταγιάν. Ο θάνατος του Επαμεινώνδα στη μάχη της Μαντινείας, η οποία μάχη είναι ένα αριστούργημα Υψηλής Στρατηγικής και Τακτικής, έδειξε και κάτι άλλο: ένας στρατός παραλύει, όταν χαθεί ο καθοδηγητικός του εγκέφαλος.
Ο Ιφικράτης ήταν γιος διαπρεπούς στρατηγού, του Τιμόθεου. Καταγόταν από το δήμο της Ραμνούντος. Νέος έλαβε μέρος στον Κορινθιακό Πόλεμο (395-387), όπου διακρίθηκε για τις καταδρομικές επιχειρήσεις του. Το 386 π.Χ. κάνει επιδρομές στη Θράκη και το 379 π.Χ. έλαβε μέρος στην επιχείρηση κατά της Αιγύπτου. Ακολούθως η πολεμική δράση του απλώθηκε σε πολλά μέτωπα. Πέθανε (άγνωστο πώς) το 354 ή 351. Λόγω της μακράς πολεμικής εμπειρίας από πολέμους κατά Σπαρτιατών, Θρακών, Περσών έκανε πολλές στρατιωτικές καινοτομίες και σε θέματα τακτικής και οπλισμού. Η τακτική του στηριζόταν στην ταχύτητα και στον αιφνιδιασμό. Προς τούτο απάλλαξε τους στρατιώτες του από τις βαρειές ασπίδες και τις αντικατέστησε με ελαφρές που λέγονταν «πέλτες». Γι’ αυτό και οι επίλεκτοι στρατιώτες που λέγονταν «πελταστές». Άλλαξε επίσης τους δυσβάστακτους μεταλλικούς θώρακες με λινούς και τις βαρειές κνημίδες με ελαφρά ευκολοφόρετα υποδήματα, τις «Ιφικράτειες υποδέσεις». Ακόμη τα δόρατα έγιναν πιο ελαφρά και τα ξίφη πιο κοντά. Η δύναμη του στρατού δεν ήταν τα όπλα αλλά η άσκηση και η πειθαρχία. Δημιούργησε σώμα ευκινήτων και ταχυκινήτων στρατιωτών, που λόγω αφοσιώσεως στον αρχηγό τους ονομάστηκαν «Ιφικράτειοι».
Οι Μακεδόνες θα αξιοποιήσουν και θα τελειοποιήσουν στο έπακρο όλες αυτές τις τακτικές, επιπλέον δε έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στη χρήση του ιππικού. Ο Φίλιππος ξεπέρασε τους Θηβαίους, που διέθεταν τότε τον καλύτερο στρατό ξηράς, στο συντονισμό πεζικού και ιππικού. Η χρήση του ιππικού, τηρουμένων των αναλογιών, ήταν για τις τότε συνθήκες ό,τι και η χρήση των αρμάτων μάχης στον Β ́ Παγκόσμιο Πόλεμο και στον «Πόλεμο των έξι ημερών».
Η τακτική στη θάλασσα
Αλλά και στη θάλασσα οι πρώτες αρχές τακτικής εμφανίζονται στην Αρχαία Ελλάδα, αφότου ο Κορίνθιος ναυπηγός Αμεινοκλής κατασκευάζει κατά τον 8ο π.Χ. αιώνα το πρώτο πολεμικό πλοίο της ιστορίας, την τριήρη. Η πρώτη μορφή τακτικής καθορίζεται από το κύριο όπλο του πλοίου, το έμβολο και λέγεται διεμβολισμός. Στα Μηδικά και κυρίως κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο θα χρησιμοποιηθεί η τακτική του «διέκπλου» (= διάσπασης) και της «αναστροφής» (ελιγμός προς επίτευξη πλευρικού διεμβολισμού).
Η έμμεση προσπέλαση
ΕΝΑ στοιχείο τακτικής είναι η προσπέλαση, που συνίσταται στην άμεση και κατά μέτωπο προσβολή του αντίπαλου στρατού. Οι μεγαλοφυέστεροι στρατηλάτες κατά την αρχαιότητα αλλά και σε νεώτερους χρόνους απέφευγαν την άμεση προσπέλαση και κάνοντας χρήση της Μεγάλης Στρατηγικής, προτιμούσαν την έμμεση προσπέλαση. Προσωπικά, συμφωνώ απόλυτα με το μεγάλο θεωρητικό του πολέμου σερ Μπάζιλ Λίντελ Χαρτ, που στο περίφημο έργο του «Οι μεγάλοι πόλεμοι της Ιστορίας» γράφει: «Η ιστορία της στρατηγικής είναι βασικά, μια αλληλουχία εφαρμογής και αναπτύξεως της εμμέσου προσπελάσεως». (ελλην. μεταφρ. σ. 20). Η μελέτη όλων των μεγάλων πολέμων κατέδειξε την υπεροχή της εμμέσου προσπελάσεως επί της αμέσου. Και τούτο γιατί η έμμεση προσπέλαση απαιτεί μια πνευματική υπεροχή για την εφαρμογή της. Προϋποθέτει όχι απλώς έναν γενναίο ηγέτη, αλλά στρατηγό – φιλόσοφο, που ξέρει να πετυχαίνει τη χαλάρωση, το μούδιασμα, την αμηχανία, την απραξία και τελικά την παραπλάνηση του αντιπάλου, ώστε να τον απομακρύνει από τη θέση που είχε προκρίνει για μάχη. Με την έμμεση προσπέλαση αποφεύγεται η μετωπική επίθεση εναντίον αντιπάλου καλά τοποθετημένου, παρατεταγμένου ή οχυρωμένου και επιδιώκεται η υπερφαλάγγιση με πλευρικές κινήσεις, έτσι που ν’ ανευρίσκεται η πιο εύτρωτη πλευρά για επίθεση. Ο Φίλιππος θα αποδειχθεί αριστοτέχνης σε όσα αναφέραμε παραπάνω.
Ο Φίλιππος και οι στρατιωτικές καινοτομίες του
Οργάνωση «εθνικού στρατού
ΤΟ 369 π.Χ. ο Πελοπίδας, εκστρατεύει στη Μακεδονία. Για να υποχρεώσει τους Μακεδόνες να προσδεθούν στο άρμα των Θηβών, πήρε σαν εγγύηση 30 ευγενείς νέους. Μεταξύ αυτών και ο 15ής Φίλιππος. Ασφαλώς ο μεγάλος Θηβαίος στρατηγός δεν μπορούσε να διανοηθεί πως φέρνοντας τον Φίλιππο στην πόλη του, θα έφερνε και την καταστροφή της. Ούτε ότι θ’ άλλαζε η μορφή του ιστορικού χάρτη. Ο νεαρός Φίλιππος έμεινε 3 χρόνια στην οικία του φιλόσοφου και στρατηγού Παμμένη και κοντά του σπούδασε τη «στρατιωτική γραμματική» του Επαμεινώνδα.
Ο Φίλιππος δημιούργησε την τελειότερη πολεμική μηχανή του αρχαίου κόσμου. «Καθιέρωσε την υποχρεωτική στρατολογία, την οποία και εσυστηματοποίησε και ούτως εδημιούργησε πρώτος και συστηματικώς αυτός, «εθνικόν» στρατόν, όστις πάλιν συνέβαλε μεγά λως εις την ανάπτυξιν μεταξύ των Μακεδόνων ισχυρού πνεύματος εθνικής ενότητας[15]». Αυτό διαφοροποιεί τον μακεδονικό στρατό από τους στρατούς των ελληνικών πόλεων. Ο δικός τους στρατός ήταν «πολιτικός» αποτελούμενος από ενόπλους πολίτες, οι οποίοι στρατεύονταν, όταν το επέβαλλε η ανάγκη. Ο στρατός του Φιλίππου ήταν κατ’ εξοχήν «στρατιωτικός» αποτελούμενος από ένα εθνικό σύνολο ευρώστων αγροτοποιμένων, που εξελίχθηκαν σταδιακά σε επαγγελματίες πολεμιστές και διευθύνονταν από ειδικό σώμα επαγγελματιών αξιωματικών. Οι στρατιώτες αυτοί υποβάλλονταν σε καθημερινές σκληρές ασκήσεις, εθίζονταν σε μακρινές πορείες, είχαν μεγάλη αντοχή και φοβερή πειθαρχία[16]. Ο στρατός αυτός ήταν το εσωτερικό στήριγμα του Φιλίππου κατά των φυγόκεντρων τάσεων που παρουσίαζαν πάντοτε οι τοπικοί άρχοντες της Μακεδονίας.
Η φάλαγγα: Ο Φίλιππος χώρισε τη Μακεδονία σε δώδεκα στρατιωτικές περιφέρειες. Καθεμιά ήταν υποχρεωμένη να δίνει μια μονάδα Ιππικού, μια μονάδα βαρειά οπλισμένου πεζικού και μια μονάδα ελαφρά οπλισμένου πεζικού. Βάση του μακεδονικού στρατού ήταν η Μακεδονική Φάλαγγα. Οι φαλαγγίτες έφεραν ειδικό οπλισμό, ήτοι περικεφαλαία, θώρακα, κυκλική ασπίδα και την περίφημη σάρισα, δόρυ μήκους 6-7 μέτρων, που σημαίνει πως η σάρισα είχε μήκος τριπλάσιο του ελληνικού δόρατος και έδινε στο φαλαγγίτη το πλεονέ κτημα του πρώτου κτυπήματος[17]. Οι φαλαγγίτες παρατάσσονταν κατά στοίχους. Κάθε στοίχος είχε βάθος 16 άνδρες. Ένα τετράγωνο 16 ανδρών σε μήκος, και 16 σε βάθος ήτοι 256 άνδρες, αποτελούσαν ένα «λόχο». Δύο λόχοι, ήτοι 512 άνδρες, αποτελούσαν την «πεντακοσιαρχία». Τρεις πεντακοσιαρχίες αποτελούσαν την «τάξιν». Οι άνδρες των 5 πρώτων γραμμών κρατούσαν με τα δύο χέρια τη σάρισα με τρόπο που η σάρισα του πέμπτου στρατιώτη να προεξέχει 5 πόδια από τον πρώτο στρατιώτη. Έτσι σχηματιζόταν ένα κινούμενο τείχος από σάρισες, που βάδιζε προς τα εμπρός σαν χιονοστιβάδα[18]. Εκτός των φαλαγγιτών, το μακεδονικό πεζικό διέθετε και το ειδικό σώμα των «υπασπιστών», που είχαν οργανωθεί κατά το πρότυπο των πελταστών του Ιφικράτη και οι οποίοι χρησιμοποιούνταν σε έκτακτες περιστάσεις, γιατί η φάλαγγα μόνο επί ομαλού εδάφους μπορούσε να δράσει. Υπάρχει μια αντιγνωμία σχετικά με το αν ο Φίλιππος ή ο Αλέξανδρος σχημάτισαν ειδικό επίλεκτο σώμα τους «πεζεταίρους». Προσωπικά πιστεύω ότι ο Φίλιππος ονόμασε πεζεταίρους όλους τους φαλαγγίτες για να τους κολακεύσει και να δείξει πως τους εξομοιώνει προς τους άρχοντες που εκ παραδόσεως σχημάτιζαν το ιππικό και λέγονταν εταίροι.
Το ιππικό: Ήταν η μονάδα κρούσης του μακεδονικού στρατού. Ο οπλισμός των ιππέων περιελάμβανε: περικεφαλαία, περιτραχήλιο, θώρακα, κνημίδες και ξίφος. Επίσης τα άλογα έφεραν προμετωπίδα και προστερνίδια. Ανάλογα με το επιθετικό όπλο, το ιππικό χωριζόταν σε ιππικό γραμμής, του οποίου οι ιππείς κρατούσαν σάρισα μικρότερη σε μήκος από εκείνη των φαλαγγιτών, και σε βαρύ ιππικό, που ήταν οπλισμένο με λόγχη, τον περίφημο ξυστόν. Το μακεδονικό ιππικό ενισχύθηκε πολύ χάρη στην προσθήκη του επίσης εκλεκτού αλλά προ του Φιλίππου ανοργάνωτου θεσσαλικού ιππικού.
Το «πυροβολικό»: Αν η μεγάλη στρατιωτική καινοτομία του Ναπολέοντα ήταν η χρήση του πυροβολικού ως τακτικού όπλου, μια επίσης μεγάλη καινοτομία του Φιλίππου ήταν η ευρεία χρήση «πυροβολικού» κατά των οχυρωμένων πόλεων. Ο Φίλιππος ως στρατιωτικός ήταν υπέρ της ταχύτητας. Ήθελε άμεσο και γρήγορο αποτέλεσμα. Προκειμένου, λοιπόν, να εκπορθήσει τις αναρίθμητες ελληνικές πόλεις στη Μακεδονία, τη Χαλκιδική και τη Θράκη ή άλλες πόλεις βαρβαρικές, δεν μπορούσε να περιμένει το αποτέλεσμα με μακρά πολιορκία. Γι’ αυτό έφερε από την Ελλάδα τους καλύτερους μηχανικούς, για να διδάξουν στους Μακεδόνες την κατασκευή και χρήση πολιορκητικών μηχανών. Κορυφαίοι μηχανικοί ήταν ο Θεσσαλός Πολύειδος, που θεωρείται εφευρέτης ενός πιο ισχυρού και αποτελεσματικού καταπέλτη, κατά το σύστημα των «τόνων», και ο Αινείας, ο επιλεγόμενος Τακτικός, που κατασκεύασε μηχανές που εξαπέλυαν «βλήματα». Οι μηχανές αυτές λέγονταν «ελεπόλεις».
Το ναυτικό: Η στρατιωτική ιδιοφυΐα του Φιλίππου αποκαλύπτεται σε όλο της το μεγαλείο από τη δημιουργία μακεδονικού στόλου και από το γεγονός ότι συνέλαβε τη σημασία του όπλου αυτού ως βασικού στοιχείου της Υψηλής Στρατηγικής. Για να λυγίσει τους Αθηναίους, κατάλαβε πως δεν του αρκούσε ο ισχυρός στρατός έπρεπε να δημιουργήσει και ισχυρό στόλο. Μόλις κατέλαβε τη χρυσοφόρο περιοχή του Παγγαίου κατασκεύασε στόλο με νέου τύπου πλοία, τις τετρήρεις και πεντήρεις, κάλεσε μάλιστα κοντά του τον περίφημο ναύαρχο από την Κρήτη, τον Νέαρχο. Κι ακόμη ο Φίλιππος, ένας κατ’ εξοχήν στεργιανός, χρησιμοποίησε το στόχο του με περισσότερη τόλμη – παρ’ ό,τι οι κατ’ εξοχήν ναυτικοί Αθηναίοι, που περιόρισαν το ρόλο του στόλου τους και έρριξαν το βάρος τους στον πόλεμο της στεριάς, στον οποίο ο Φίλιππος ήταν ακατανίκητος. Και ναι μεν οι Αθηναίοι στρατηγοί Χάρης και Χαρίδημος έδρασαν συχνά με τα πλοία τους εναντίον του Φιλίππου στη Χαλκιδική και στη Θράκη, όμως, δεν κατόρθωσαν ούτε -το βασικότερο- να επιβάλουν αποκλεισμό στο Φίλιππο. Αντίθετα, ο Φίλιππος με το στόλο του κυρίευσε την Ίμβρο και Λήμνο που ανήκαν στους Αθηναίους, αιχμαλώτισε Αθηναίους πολίτες, έφθασε ως τη Γεραιστό (το νότιο ακρωτήριο της Εύβοιας) έβγαλε ναυτικά αγήματα στο Μαραθώνα και εμπόδισε σιτοφορτία να φθάσουν στην Αθήνα. Με άλλα λόγια επέβαλε ένα είδος μικρού αποκλεισμού κατά το πρότυπο του Λυσάνδρου.
Όλα αυτά δείχνουν πως η στρατιωτική ιδιοφυΐα του Φιλίππου είχε μια ευαισθησία που δεν διέθετε ούτε ο Ναπολέων, ούτε το γερμανικό επιτελείο του Α ́ και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που έβλεπαν τον πόλεμο μέσα από μια πεζικοκρατική αντίληψη. Η επιθυμία του Φιλίππου να δημιουργήσει στόλο, δείχνει πόσο ελληνικά κύτταρα διέθετε. Γιατί αυτό που ονομάζουμε Ελλάδα, δεν είναι κάτι που δημιουργήθηκε σε μια γλώσσα στεριάς. Η Ελλάδα είναι δημιούργημα της θάλασσας. Ίσως όλα αυτά φαίνονται κάπως αισθητικά. Αλλά μήπως ο πόλεμος -κατά μία έννοια- δεν είναι τέχνη; Τι ήταν ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος; Ο Φίλιππος ήταν ο πεζογράφος του πολέμου ο Αλέξανδρος ήταν ο ποιητής του πολέμου. Έγραψε με το ξίφος το μεγαλύτερο έπος της ιστορίας.
Ολικός πόλεμος: Αλλά ας έλθουμε πάλι στο θέμα μας. Ο Φίλιππος είχε κηρύξει κατά των Αθηναίων ολικό πόλεμο. Κι ένας ολικός πόλεμος προϋποθέτει δράση και στη στεριά και στη θάλασσα και στον οικονομικό τομέα. Γι’ αυτό δημιούργησε ναυτική δύναμη την οποία πάντα χρησιμοποίησε επιτυχώς. Είναι χαρακτηριστικό πως ενώ πολεμούσε κατά των Φωκεών του Ονομάρχου στον Β ́ Ιερό Πόλεμο (355-346 π.Χ.), έφτιαξε στις Παγασές (δίπλα στο λιμάνι της Άλου που ναυλοχούσε ο αθηναϊκός στόλος) ναύσταθμο και ναυπηγείο κι έτσι άρχισε να εκμεταλλεύεται το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο του Παγασητικού. Αντίθετα, οι Αθηναίοι, παρά το πολιτικό δαιμόνιο του Δημοσθένη, δεν ήξεραν οι πόλεμο διενεργούσαν εναντίον του και συνεπώς δεν ήξεραν πώς να ενεργήσουν και τί δυνάμεις να χρησιμοποιήσουν. Δεν είχαν Υψηλή Στρατηγική, τους έλειπε το σχέδιο μακράς δράσεως. Ενεργούσαν σπασμωδικά, παίρνοντας τις αποφάσεις βιαστικά, κυρίως την τελευταία στιγμή. Ο Φίλιππος από την αρχή τους «έκλεψε» την πρωτοβουλία των κινήσεων. Κι ακόμη τους έλειπε η προοπτική, ενώ ο Φίλιππος δεν ήταν απλώς διορατικός, ήταν στρατιωτικός μεγάλων προοπτικών. Γι’ αυτό μετά τη μάχη της Χαιρωνείας επιζητεί τη φιλία των Αθηναίων όχι μόνο από μεγαλοψυχία, αλλά και από σκοπιμότητα πολιτική. Από το έτος 346 π.Χ. εντάσσεται στο πλαίσιο της Υψηλής Πολιτικής του όχι μόνο η κυριαρχία επί της Ελλάδος και της Βαλκανικής, αλλά και επί του Αιγαίου και της Μ. Ασίας. Αυτό αναποφεύκτως θα τον έφερνε σε σύγκρουση με την Περσία. Οι ναυτικές του δυνάμεις δεν αρκούσαν. Χρειαζόταν λοιπόν τη ναυτική βοήθεια των Αθηνών, που παρά την κρίση που περνούσαν, είχαν την αδιαφιλονίκητη κυριαρχία στο Αιγαίο. Ένιωθε πως χωρίς τη ναυτική βοήθεια των Αθηνών μια υπερπόντια εκστρατεία θα ήταν δυσχερής, αν όχι ανέφικτη.
Ο Φίλιππος ως ηγέτης
Ο ΘΕΟΠΟΜΠΟΣ, που καταμαρτυρεί πολλά σοβαρά και επίμεμπτα για την προσωπική ζωή του Φιλίππου, αναγκάζεται ωστόσο να ομολογήσει ότι «ουδέποτε η γη της Ευρώπης γέννησε άνδρα σαν τον Φίλιππο». Ο Φίλιππος διέθετε όλα εκείνα τα συστατικά που καθιστούν τον ηγέτη ηγήτορα.
Στρατιωτική τακτική ή δολιότης; Προσωπικά πιστεύουμε ότι πολλοί που έγραψαν επίμεμπτα εις βάρος του Φιλίππου κάνουν ένα λάθος αξιολογικού χαρακτήρα. Συγχέουν την ηθική με τη στρατιωτική τακτική. Ο Φίλιππος δεν ήταν ιεροκήρυκας ήταν στρατηλάτης. Και για έναν στρατηλάτη ισχύει πάντα αυτό που έγραψε ο στρατηγός Μακ Άρθουρ: «Στον πόλεμο τίποτα δεν υποκαθιστά τη νίκη». Αυτά που καταλογίζουν στον Φίλιππο σαν ηθικά ατοπήματα, ήσαν απλά στρατηγήματα. Δεν είναι θαυμαστός μόνο γιατί δημιούργησε τη Μακεδονική Φάλαγγα, αλλά και γιατί πρώτος αυτός δημιούργησε την «Πέμπτη Φάλαγγα»! Σε κάθε πόλη υπήρχε μερίδα οπαδών του που δρούσε σύμφωνα με το σχέδιό του. Τον ενδιέφερε πάντα η νίκη και όχι η μάχη για τη νίκη. Χωρίς να του λείπει ο ηρωισμός (τραυματίστηκε τέσσερις φορές βαρειά), προτιμούσε να κερδίζει χωρίς ηρωισμό. Δεν ήταν ο τύπος του κλασικού ομηρικού ήρωα, του Αχιλλέα, αλλά ο τύπος του Οδυσσέα, έστω και μ’ ελαττώματα Θερσίτη. Εφάρμοσε και ποτέ δεν μετάνοιωσε αυτό που του συνέστησε η Πυθία: «Αργυρέαις λόγχαισι μάχου και πάντα νικήσεις».
Η κατασκοπία. Φυσικά σαν ιδιοφυής στρατιωτικός δεν μπορούσε ν’ αγνοήσει το αρχαιότερο μετά την πορνεία επάγγελμα: την κατασκοπία[19]. Οι κατάσκοποι είναι «οι οφθαλμοί και τα ώτα» ενός κράτους μέσα στα όρια του αντίπαλου κράτους. Ο Φίλιππος είχε κατακλύσει τις ελληνικές πόλεις και την περσική αυλή με κατασκόπους. Ο Δημοσθένης το είχε καταλάβει και είχε βάλει να παρακολουθούν τους υπόπτους. Ιδιαίτερα την αλληλογραφία τους. Κάποτε συνέλαβε κάποιον Ανάξιμο από τους Ωρεούς, που ήλθε στην Αθήνα ν’ αγοράσει κοσμήματα για την Ολυμπιάδα. Στην ανάκριση μαρτύρησε πως είναι κατάσκοπος του Φιλίππου. Δικάστηκε και παρά τις προσπάθειες του Αισχίνη, καταδικάστηκε κι εκτελέστηκε. Αν όμως σκεφθούμε πόσα πολλά κοσμήματα είχε η Ολυμπιάδα, μπορούμε να καταλάβουμε πόσοι άλλοι «αγοραστές» κοσμημάτων δεν πιάστηκαν!
Η εκμετάλλευση του θρησκευτικού στοιχείου. Ακόμη, πολύ πριν η σύγχρονη κοινωνική ψυχολογία μελετήσει την «ψυχολογία του πλήθους» και τη σημασία που παίζει το θρησκευτικό συναίσθημα στα ψυχοκίνητρα των λαών, φαίνεται πως ο Φίλιππος, αυτός που χαρακτηριζόταν βάρβαρος από τους αντιμακεδονικούς κύκλους των Αθηνών και των άλλων ελληνικών πόλεων, είχε μελετήσει τη λαϊκή ψυχολογία και χρησιμοποίησε σαν όπλο θρησκευτικό και πολιτικό τη θρησκεία. Για να συντρίψει τους Φωκείς έλαβε μέρος στον Β ́ ιερό πόλεμο, αφού πρώτα η αμφικτιονία εκήρυξε τους Φωκείς ιερόσυλους. Επίσης, σαν ιερόσυλους έσπευσε να τιμωρήσει και τους Αμφισείς το 339 π.χ. Ως μέλος της δελφικής αμφικτιονίας και προστάτης του δελφικού ιερού έντυνε τις πολεμικές επιχειρήσεις του με τη χλαμύδα της ιεροπρέπειας. Ενεργούσε σαν εντολοδόχος του Θεού. Ας έλεγε ο Δημοσθένης πως «η Πυθία φιλιππίζει»! Ο Φίλιππος ήξερε χάρη στην Πυθία να κερδίζει. Είχε εξαγοράσει ακόμη και τους ιερείς δύο κατ ́ εξοχήν αθηναϊκών ιερών: της Ελευσίνας και της Δήλου. Οι λαοί πάνε πάντα μ’ αυτούς που τα έχουν καλά με Θεούς ή με τους εκπρόσωπους των Θεών!
Στρατιώτης: Ο Θεόπομπος για να μειώσει τον Φίλιππο, τον αποκαλεί «στρατιώτη», με την έννοια ότι δεν είχε ύφος στρατηγού ή βασιλιά. Είναι γεγονός ότι ο Φίλιππος είχε λαϊκούς τρόπους, ανακατευόταν με τους στρατιώτες, δεν κρατούσε απόσταση από αυτούς. Όμως αυτό είναι κάτι που αρέσει στους στρατιώτες, αρκεί βέβαια να μη μένεις στο επίπεδο του στρατιώτη. Ο Δημοσθένης λέγει με κρυφό θαυμασμό για το Φίλιππο: «Και πανταχού αυτόν παρείναι τω στρατεύματι» (Α ́ Ολυνθ. 4). Δεν του άρεσε, γιατί είναι λάθος από στρατηγική άποψη -το απέδειξε άλλωστε και ο θάνατος του Επαμεινώνδα στη Μαντίνεια – να εκθέτει τον εαυτό του σε κίνδυνο. Όμως, επειδή η μακεδονική παράδοση απαιτούσε ο βασιλιάς να τίθεται επικεφαλής κατά τη μάχη, ο Φίλιππος τραυματίστηκε τέσσερις φορές σοβαρά, άπειρες ελαφρότερα και στην πολιορκία της Μεθώνης το 354 έχασε το ένα του μάτι.
Διευθυντικό πνεύμα. Ένα βασικό γνώρισμα του Φιλίππου, πέρα από το οργανωτικό, ήταν το διευθυντικό πνεύμα. Ήξερε να διευθύνει και να κυβερνά. Να δίνει εντολές και ν’ αναθέτει αποστολές. Αλλά επέβλεπε τα πάντα. Μπορούσε ακόμη να συνδυάζει το στοχασμό με τη δράση. Όπως θα έλεγε ο Μακρυγιάννης, «ωσάν φιλόσοφος οδηγού- σε και σαν λιοντάρι επολεμούσε». Κι ακόμη ήξερε να εκμεταλλεύεται τις περιστάσεις. Όσο κι αν ήταν στην ιδιωτική του ζωή βίαιος και παράφορος, τόσο «μελλητής» ήταν στις πολιτικές και στρατιωτικές του ενέργειες. Γνώριζε πότε πρέπει να καθυστερεί για να κερδίζει χρόνο, να παραπλανά τον αντίπαλο, να τον αποσυντάσσει, την ώρα που αυτός ανασυντάσσονταν, και στην κατάλληλη στιγμή να δρα με ταχύτητα κεραυνού. Ήξερε επίσης να αξιοποιεί τις ιδέες άλλων. Συγκεκριμένα τη σφηνοειδή επίθεση παρέλαβε από τους Θράκες και Σκύθες. Ακόμη και το «Συμβούλιο των Δέκα», βάσει του οποίου οργάνωσε διοικητικά τις θεσσαλικές πόλεις μετά το 344 π.χ. στηρίζεται στο σύστημα της «δεκαρχίας» που εφάρμοσαν στο τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου οι Σπαρτιάτες.
Πολιτική του «Διαίρει και βασίλευε». Πολύ πριν από τους Ρωμαίους ο Φίλιππος εφάρμοσε την πολιτική του divide et impera (Διαίρει και βασίλευε), για να διασπάσει τους άλλους Έλληνες και να αποτρέψει την εναντίον του συνένωση. Αλλά μ’ αυτό δεν αποσκοπούσε να αποδυναμώσει την Ελλάδα, αλλά να την ενώσει υπό το σκήπτρο του, χωρίς να θίξει την αυτονομία των πόλεων. Αυτός ο ωμός ρεαλιστής και ηδονιστής ήταν μεγάλος οραματιστής. Και μπορούσε να δίνει σάρκα και οστά και στα μεγαλύτερα οράματά του. Κι αυτό γιατί πάντα ενεργούσε βάσει αριστοτεχνικά καταρτισμένου σχεδίου.
Προγραμματισμός. Φαίνεται ότι το μεγαλεπήβολο πρόγραμμά του ήταν σχεδιασμένο προτού καλά – καλά ανέβει στο μακεδονικό θρόνο. Γιατί από την αρχή οι πράξεις του μαρτυρούν περίσκεψη αλλά κι αποκάλυπταν μια προοπτική, ανοίγουν δρόμο για περαιτέρω ενέργειες: άνοδος στο θρόνο, εξόντωση διεκδικητών, υποταγή τοπαρχών, απόκρουση Ιλλυριών, άνοιγμα προς τη θάλασσα, υποταγή Θράκης και Ελλάδος και ακολούθως εκστρατεία στη Μ. Ασία κατά μίμηση του Δερκυλίδα και του Αγησίλαου.
Τίποτε δεν άφηνε στην τύχη, τίποτε δεν άφηνε ανεκμετάλλευτο. Μέσα στην τακτική του divide et impera ήταν και η εκμετάλλευση των κομματικών αντιθέσεων στις ελληνικές πόλεις, υποστηρίζοντας αλλού τους δημοκρατικούς και αλλού -κυρίως- τους ολιγαρχικούς. Φυσικά οι αντιθέσεις μεταξύ των πόλεων του παρείχαν ευρύ πεδίο δράσης. Συγκεκριμένα, για ν’ αποτρέψει τη συμμαχία Αθήνας – Ολύνθου, συμμάχησε αρχικά με την Όλυνθο, που από την αρχή είχε σαν στόχο, και κατέλαβε την Ποτείδαια, διώχνοντας τους Αθηναίους κληρούχους. Όταν οι Αθηναίοι διαμαρτυρήθηκαν, αποκρίθηκε πως δεν φταίει αυτός, αλλά οι σύμμαχοί του Ολύνθιοι! Γι’ αυτό και οι Αθηναίοι, παρά τους Ολυνθιακούς του Δημοσθένη, δεν έσπευσαν προς βοήθεια της Ολύνθου εγκαίρως. Το ίδιο έπραξε και μετά τον πόλεμο κατά των Φωκέων: ικανοποίησε τους Θηβαίους, για να μη συμμαχήσουν με τους Αθηναίους.
Κοντά σ’ αυτά, ήξερε να προλαμβάνει και ν’ αποτρέπει. Όταν το 343 π.Χ. έφθασε στην Αθήνα περσική πρεσβεία, σταλμένη από τον Αρταξέρξη, με πολύ δελεαστικές προτάσεις, ο Φίλιππος έστειλε στην Αθήνα τον ικανό ρήτορα και μαθητή του Ισοκράτη Πύθωνα τον Βυζάντιο, που κατόρθωσε να παγώσει τις διαπραγματεύσεις και να επαναφέρει τα πράγματα στο προηγούμενο status quo, που ήταν φυσικά ευνοϊκό για τον ίδιο. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά υπέγραψε συνθήκη με τον Αρταξέρξη, που την κράτησε τρία χρόνια, όσα δηλαδή χρειαζόταν να υποτάξει την Ελλάδα, και μετά να στραφεί εναντίον του!
Νομισματικός πόλεμος: Αλλ’ ένας ηγήτωρ που βλέπει μόνο τον πολιτικό και στρατιωτικό παράγοντα κι αγνοεί τον οικονομικό, μπορεί κάποια στιγμή να υποχρεωθεί να περπατήσει πάνω σε κινούμενη άμμο. Μια από τις πρώτες ενέργειες του Φιλίππου ήταν η κατάληψη των χρυσοφόρων κοιτασμάτων του Παγγαίου. Το πέτυχε με τη στρατιωτική βία και τη διπλωματική του ευστροφία. Το Παγγαίο του εξασφάλισε το τεράστιο για την εποχή του ποσό των 1.000 ταλάντων το χρόνο. Τα χρήματα αυτά του επέτρεψαν να δημιουργήσει τον πανίσχυρο στρατό ξηράς και έναν επίσης ισχυρό στόλο. Αλλά η ιδιοφυία του Φιλίππου έγκειται στο ότι ο πρώτος πόλεμος που κήρυξε κατά των δύο τότε μεγάλων δυνάμεων, Αθηνών και Περσίας, δεν ήταν στρατιωτικός αλλά οικονομικός. Εισήγαγε τον διμεταλλισμό. Εξίσωσε δηλαδή το ασήμι με το χρυσάφι και κατέβασε την τιμή του χρυσού. Τα δικά του νομίσματα, οι μακεδονικοί στατήρες, ήταν από καθαρό χρυσάφι. Τώρα αναλογούσαν προς την αττική δραχμή, που ήταν από ασήμι. Όπως ήταν φυσικό, οι άνθρωποι στη διεθνή αγορά προτιμούσαν το χρυσό σε μακεδονικό νόμισμα από το ασημένιο αθηναϊκό. Έτσι αρχίζει ο εκτοπισμός από τις διεθνείς αγορές της αττικής δραχμής και ο σκληρός ανταγωνισμός προς τον περσικό δαρεικό. Προτού ο Φίλιππος νικήσει τους Αθηναίους στρατιωτικά, τους νίκησε οικονομικά. Πέτυχε με τη νομισματική κρίση να προκαλέσει το πιο βαρύ πλήγμα στο αθηναϊκό εμπόριο. Οι Αθηναίοι – περισσότερο από πολεμιστές – ήταν έμποροι, άνθρωποι του χρήματος. Κι όμως νικήθηκαν από έναν άνθρωπο των όπλων!
Μια κρίση του Χέρμαν Μπένγκσον
ΙΣΩΣ την πιο ολοκληρωμένη προσωπογραφία του Φιλίππου ως ηγήτορος μάς έχει δώσει ο διάσημος Γερμανός ιστορικός Χέρμαν Μπένγκσον (Herman Bengtson):
«Με το θάνατο του Φιλίππου Β’ στις Αιγές το 335 έκλεισε η ζωή ενός ανθρώπου, ο οποίος από κάθε άποψη ήταν σπουδαίος. Ο Φίλιππος πρέπει να θεωρηθεί χωρίς αμφιβολία ως ένας από τους μέγιστους ηγεμόνες του αρχαίου κόσμου και η παρατήρηση του Θεόπομπου (Frag. 27) ότι η Ευρώπη, δηλαδή η Βαλκανική Χερσόνησος, δεν εγνώρισε άλλον άνδρα τόσο κραταιό καθώς ο Φίλιππος, ο γιος του Αμύντα, περιέχει πολλή αλήθεια. Σαν λαμπρός οργανωτής, σαν τολμηρός και ορμητικός στρατιώτης -πολεμούσε πάντοτε στην πρώτη γραμμή και δεν του έλειψαν τα τραύματα-, σαν ικανός και πανούργος διπλωμάτης, που δεν δίσταζε ποτέ να χρησιμοποιήσει τον πλάγιο δρόμο για να φθάσει εκεί όπου δεν του ήταν δυνατό να φθάσει αλλιώς, ο Μακεδών μονάρχης υπερείχε κατά πολύ όλων των συγχρόνων του. Κανείς δεν μπόρεσε να τον συναγωνισθή στον τομέα της πολιτικής· τα συχνά παράπονα και η αγανάκτηση των Ελλήνων πολιτικών για την απιστία του Φιλίππου μιλούν μια καθαρή γλώσσα. Εκεί όπου πέφτει πολύ φως, σχηματίζεται και πυκνή σκιά: Στην προσωπική ζωή του ο Φίλιππος δεν είχε μάθει να κρατάει το μέτρο -όπως ο Καίσαρ, προς τον οποίον μοιάζει κατά τούτο ο Μακεδών, ότι ασκούσε μιαν ακαταμάχητη γοητεία πάνω στους ανθρώπους του περιβάλλοντός του και μάλιστα στις γυναίκες. Η θερμόαιμη ιδιοσυγκρασία του τον έφερε τελικά προς την καταστροφή. Το έργο του, η συνένωση της Βαλκανικής, και αυτής ακόμη της Ελλάδος, υπό την Μακεδονική ηγεμονία, είναι κάτι που θα μπορούσε να συγκριθεί με τους άθλους του Ηρακλέους: Κανείς ηγεμών μετά τον Φίλιππο δεν κατόρθωσε ποτέ να πραγματοποιήσει για δεύτερη φορά το ίδιο επίτευγμα. Έτσι έθεσε πραγματικά τις βάσεις για την εποποιία του μεγάλου γιου του Αλεξάνδρου κι εδημιούργησε τις προϋποθέσεις για μια νέα περίοδο της πανανθρώπινης ιστορίας»[20].
Όμως, προτού περάσουμε στον Αλέξανδρο είναι αναγκαίο να μιλήσουμε για τον μισθοφορισμό που αποτελεί το σοβαρότερο στρατιωτικό και πολιτικό πρόβλημα της αρχαίας Ελλάδας. Διότι ο μισθοφορισμός δεν επέτρεψε τη δημιουργία ενός «εθνικού» αρχικά σε δύναμη όλου του Ελληνισμού.
Ο μισθοφορισμός
Ο μεγαλύτερο σύμπτωμα της στρατιωτικής κρίσης των ελληνικών πόλεων ήταν ο μισθοφορισμός. Μετά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, χιλιάδες νέοι πολίτες που ζούσαν από τον πόλεμο και μεταβλήθηκαν σε επαγγελματίες στρατιώτες, μίσθωναν τον εαυτό τους στη στρατιωτική υπηρεσία όχι της πόλης τους αλλά σ’ εκείνον που θα τους προσέφερε στρατιωτικό μισθό. Ο πόλεμος πια γίνεται επάγγελμα. Έτσι τον Κύρο τον Νεώτερο στην εκστρατεία κατά του αδελφού του Αρταξέρξη («Κύρου Ανάβασις») ακολούθησαν πάνω από 10.000 Έλληνες μισθοφόροι («Μύριοι»). Είναι ακόμη χαρακτηριστικό ότι ο σοβαρότερος αντίπαλος του Αλεξάνδρου, κατά την πρώτη φάση της εκστρατείας του, ήταν ο Μέμνων ο Ρόδιος, που αν οι Πέρσες ακολουθούσαν τις υποδείξεις του, ίσως ο Αλέξανδρος να μη μπορούσε να προελάσει βαθύτερα στην Ασία. Στο Γρανικό μάλιστα ο αριθμός των Ελλήνων μισθοφόρων ήταν ίσος με τον αριθμό των Περσών στρατιωτών! Συνολικά, κοντά στο Δαρείο σε όλες τις μάχες πολέμησαν 100.000 Έλληνες μισθοφόροι. Κοντά στον Αλέξανδρο μόνο 10.000! Οι αριθμοί αυτοί δείχνουν πως αν η Νότια Ελλάς δεν είχε κατακτηθεί από την Βόρεια Ελλάδα, θα είχε αγορασθεί από τους Πέρσες.
Ο Αλέξανδρος και η στρατιωτική τακτική
Αυριο η συνεχεια
πηγη https://sarantos-kargakos.gr/