Το vima365.gr είναι μια έντιμη προσπάθεια, ανιδιοτελής, που αξίζει την στήριξή σας.Απλά γαρ εστί της αλήθειας επη

Περιβόλας και Κεφάλας.Δυό Βουρλιώτες και δυό κέντρα που έγραψαν ιστορία.

Ο Περιβόλας και ο Κεφάλας υπήρξαν ονομαστά κέντρα στα χρόνια του ΄50 και του ΄60. Βρισκόντουσαν αντικριστά στην Παναγή Τσαλδάρη, στην Νίκαια. Στα πάλκα τους έδρεψαν δάφνες, προσωπικότητες του λαϊκού τραγουδιού όπως οι Νούρος, Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Γκρέυ, Μπέμπης, Περπινιάδης, Διονυσίου, Μενιδιάτης, Ζαγοραίος κ.ά. Τα μαγαζιά λειτουργούσαν με πλήρη κουζίνα (ορεκτικά, ψάρι, κρέας, ούζο, βαρελίσιο κρασί – ρετσίνα και κοκκινέλι, μπύρα, κούβα, πίπερμαντ) με εξαιρετική βιτρίνα, αλλά τα μοσχομυριστά κεμπάμπ τους ήταν αυτά που έβαζαν σε πειρασμό ολόκληρη τη μικρασιάτικη συνοικία και τους περαστικούς.
Πολλοί πελάτες πήγαιναν πρωτίστως για να φάνε αλλά και να διασκεδάσουν με τους διαλεκτούς καλλιτέχνες και το επιλεγμένο πρόγραμμα. Το μυστικό της επιτυχίας των κεμπαμπ σύμφωνα με το Βαγγέλη Περπινιάδη και τον Σπύρο Ζαγοραίο βρισκόταν στην ποιότητα της πρώτης ύλης (νωπά κρέατα από Κοκκινιώτικο χασάπικο που προμηθευόταν τα καλούδια του από στάνη στη Μάνδρα Αττικής), τις σωστές αναλογίες του κιμά (60% αρνί, 30% μοσχάρι, 10 χοιρινό) και βέβαια στο ψήσιμο σε δυνατή φωτιά που εξασφάλιζε την μελωμένη κρούστα εξωτερικά δίχως να αφαιρεί την ζουμερή εσωτερική πλοκή του εδέσματος.
Ο Βαγγέλης Περπινιάδης μέσα από την αυτοβιογραφία του* διηγείται χαρακτηριστικά, ταξιδεύοντάς μαςσε άλλες εποχές: « Και άρχισα να εμφανίζομαι στου Περιβόλα (προς τα τέλη της δεκαετίας του ΄40), ένα από τα ιστορικότερα κέντρα της λαϊκής μουσικής από όπου πέρασε όλο το καλό ελληνικό τραγούδι, όλες οι φίρμες, φωνές και όργανα. Πανεπιστήμιο του λαϊκού μας τραγουδιού. Είχε τραπέζια μέσα κι έξω στην αυλή αλλά και στο πεζοδρόμιο. Κατέβαινε όλο το νυφοπάζαρο από ψηλά, από τα Γερμανικά της Νεάπολης, κατηφόριζε ο κόσμος εκεί μπροστά από τους κινηματογράφους… ωραία χρόνια. Πρόλαβα παϊτονάκια, άμαξες. Ερχόταν ο εμπορομανάβης με την κυρία, θες είχε το παϊτονάκι αγκαζέ όλη νύχτα, θες έδιωχνε τον αμαξά…ανάλογα με το κέφι του.
Το πατάρι βρισκόταν στην μέση του μαγαζιού. Μικρόφωνα δεν υπήρχαν. Έπαιζα κιθαρίτσα και συχνά μαζί με τους άλλους μουσικούς και ερμηνευτές σηκωνόμαστε και τραγουδούσαμε πάνω από τα τραπέζια. Τραγουδούσα και με ακούγανε μέχρι το καφενείο στην πλατεία. Είχε αρχίσει να διαδίδεται η φήμη ότι ο Βαγγέλης Περπινιάδης, ο γιός του Στελλάκη, έχει ωραία φωνή. Στο ψυγείο του μαγαζιού υπήρχαν όλα τα καλά του Θεού. Από καραβίδες, αστακούς και ψάρια μέχρι κρέατα. Άσε που αν πέρναγες απ’ έξω σου έσπαγε την μύτη η μυρωδιά από το ανατολίτικο κεμπάμπ που έφτιαχναν, και ήθελες δεν ήθελες έπρεπε να μπεις μέσα για να φας. Έτρωγε τότε ο κόσμος στα κέντρα. Από ποτά κρασάκι βαρελίσιο, μπύρα, ούζο, μαυροδάφνη, πίπερμαντ και για τις γυναίκες που κάνανε κονσομασιόν και τις κερνάγανε Κούβα. ‘Όταν λέμε κονσομασιόν, δεν εννοούμε σώνει και καλά πονηρά. Καθόντουσαν στο τραπέζι με τους καλούς πελάτες, που θέλαν να τις γνωρίσουν και να τις κεράσουν. Πολλές φορές τους έφερναν και δώρα. Από λουλούδια και γλυκά μέχρι και πιο ακριβά πράγματα. Οι περισσότεροι όμως ήταν ευγενείς και κύριοι. Η Κούβα ήταν ένα γλυκό ποτό σε κάτι μικρά, κοντά μπουκαλάκια, σαν το μισό του Μπαλαντάινς… Ο κόσμος που ερχόταν στο μαγαζί προέρχονταν από τα λαϊκά στρώματα. Διασκέδαζαν οικογενειακώς. Μεροκαματιάρηδες, μικροεπαγγελματίες αλλά και χονδρέμποροι από τις αγορές που άφηναν αρκετή χαρτούρα. Τακτικοί θαμώνες ήταν και πολλοί ποδοσφαιριστές του Άρη Πειραιώς, της Προοδευτικής, της Νίκαιας, της Χαλκηδόνας αλλά και των μεγάλων ομάδων του ΠΟΚ (Ολυμπιακού, ΠΑΟ, ΑΕΚ). Όταν ερχόντουσαν στο κέφι και ενθουσιαζόντουσαν έσπαγαν με το τσιγάρο ή με μία καρφίτσα τις φούσκες, τα μπαλονάκια. Πολύχρωμα μπαλόνια φουσκωμένα περασμένα με κορδέλα που κρατούσε στα χέρια της μία κοπέλας του μαγαζιού. Στην Κοκκινιά υπήρχε πολύς προσφυγικός πληθυσμός, μερακλήδες που ήξεραν από γλέντι και μουσική. Τα τραγούδια που λέγαμε ήταν κυρίως αυτά που είχαν μικρασιάτικο χρώμα, Δημητρούλα μου θέλω απόψε να γλεντήσω …, την Βαρβάρα του πατέρα μου που χάλαγε κόσμο, Μποέμισσα ,ξανθιά γαλανομάτα, του Μάρκου τα τραγούδια… Ο κάθε πελάτης χόρευε μόνος του. Κρατούσαμε σε ένα χαρτί τις παραγγελίες, από το 1 μέχρι όπου μας έφτανε η νύχτα. Ο καθένας έπαιρνε το χαρτάκι του και φωνάζαμε την σειρά του για να χορέψει. Και καμιά φορά γινόντουσαν φασαρίες. Γιατί κάποιος που είχε λεφτά να ξοδέψει έπιανε την πίστα και χόρευε όλη την ώρα αυτός, και παίξε μου κι άλλο, κι άλλο…και οι άλλοι καθόντουσαν και βλέπανε.
Ακριβώς απέναντι από το κέντρο του Περιβόλα βρισκόταν αυτό του Κεφάλα. Εξίσου καλό, ονομαστό και ιστορικό μαγαζί, λίγο πιο μικρό. Κι αυτό πανεπιστήμιο της λαϊκής μουσικής. Ήταν ιδιοκτησία των αδελφών Νικολάου, εκ των οποίων ο ένας είχε μεγάλο κεφάλι . Γι’ αυτό και το κέντρο λεγόταν Κεφάλας από το παρατσούκλι που του είχαν δώσει. Κι εκεί η κουζίνα ήταν σαν του Περιβόλα, αλλά λιγάκι πιο φτωχή. Δεν υπήρχε αυτή η ποικιλία. Οι παραγγελίες όμως για τα κεμπάμπ δεν είχαν σταματημό. Τα δύο αυτά αντικριστά μαγαζιά βρισκόντουσαν σε αιώνιο ανταγωνισμό για το ποιός θα στήσει το καλύτερο πάλκο αλλά και την γευστικότερη κουζίνα. Από το 1948 έως το 1963 με ελάχιστα διαλλείματα, αλλά και αργότερα, εμφανιζόμουν εκεί. Μία στο ένα και μία στο άλλο. Μάλιστα για να μην παρεξηγηθούν μεταξύ τους, επειδή με διεκδικούσαν πιεστικά και οι δύο, έγινα κουμπάρος και με τον Περιβόλα και με τον Κεφάλα.
Εκεί ο Βαγγέλης Περπινιάδης έγινε πρώτο όνομα , καθιερώθηκε σαν μεγάλος λαϊκός τραγουδιστής, αγαπήθηκε και λατρεύτηκε από τον απλό κόσμο, την εργατιά. Και τα δύο μαγαζιά, από τις 8.30 το απόγευμα, γέμιζαν από πελατεία. Στις 10.00 δεν υπήρχε ελεύθερο τραπέζι ούτε για δείγμα. Ο κόσμος έκανε ουρές απ’ έξω περιμένοντας να φύγουν κάποιοι από τους θαμώνες για να μπουν αυτοί.» Ο Σπύρος Ζαγοραίος, μέσα από συνομιλίες, συμπληρώνει: « Δούλεψα χρόνια και στους δύο, και στου Περιβόλα και στου Κεφάλα. Ήταν μάστορες μαγαζάτορες. Ξέρανε από πού να ψωνίσουν τα απαραίτητα για την κουζίνα και πώς να εξυπηρετήσουν τον κόσμο. Τα χρόνια του ΄50 ήταν μια δύσκολη εποχή. Οι πληγές της κατοχής και του εμφυλίου ήταν ακόμα ανοιχτές. Όμως ο κόσμος, πικραμένος και χαροκαμένος, ήθελε και να γλεντήσει, μετά από όλα τα δεινά που είχε περάσει. Στην Κοκκινιά ειδικά, οι πρόσφυγες, παρά τις αμέτρητες ταλαιπωρίες που είχαν ζήσει στο πετσί τους, ξέρανε να γλεντάνε, να πίνουν και να τρώνε. Είχανε δικιά τους κουζίνα, με μικρασιάτικα κόλπα. Ξεχωρίζανε σε όλα, και στα αρώματα, και στη γεύση αλλά και στο ψήσιμό τους. Αυτά τα κεμπάμπ που φτιάχνανε, κολάζανε ακόμα και Άγιο»
Φημισμένα Λαϊκά Κέντρα της Νίκαιας
Σεργιάνι στα παλιά, στην οδός Οκτώ στην Κοκκινιά
Στου «Κεφάλα» και του «Περβόλα» την γωνιά!

Οι δυο αυτές κοσμικές οικογενειακές ταβέρνες, βρισκόντουσαν στην πρώην οδό Οκτώ -σημερινή Παναγή Τσαλδάρη- και υπήρξαν από τα πιο ξακουστά μαγαζιά με μπουζούκια που έγραψαν ιστορία στην νυχτερινή διασκέδαση της Νίκαιας.
Μέσα από μελέτες και έρευνες για τους ιδιοκτήτες των δυο αυτών μαγαζιών, περισσότερες πληροφορίες βρίσκουμε για τ’ αδέρφια Περιβόλα, διότι στα νιάτα τους υπήρξαν ονομαστοί μάγκες, με πολυπαθή και περιπετειώδη ζωή!.

Αφοί Περιβόλα: Κώστας και Σωτήρης ~ Καταστηματάρχες της Κοκκινιάς!
Παλιοί Περιβόητοι Μάγκες .. Ιστορίες μιας άλλης εποχής…

Τα δυο αδέλφια Κώστας και Σωτήρης, από τα Βουρλά της Mικράς Ασίας,ιδιοκτήτες του ομώνυμου θρυλικού και ευπρόσωπου λαϊκού κέντρου «Περιβόλας». Την δεκαετία του ’50 και ’60 το μαγαζί γνώρισε μεγάλες δόξες!. Τα αδέλφια Περιβόλα την δεκαετία του ’30 υπήρξαν ξακουστά παλληκάρια, μάγκες της εποχής, θαρραλέοι και νταήδες (φυλακές κ.λ.π), παρέα με τον “Τρελάκια” Μάθεση, τον Βαγγέλη Βετούλα, τον “Μουστάκια” Μαρίνο Βογιατζή κ.α.

 Ο Κώστας Περιβόλας μπράβος -κάποιο φεγγάρι- με τον αδελφό του στην Tρούμπα του Πειραιά, λέγετε ότι πριν δείρει τον αντίπαλο του τον ρώταγε πρώτα: «Τι να σου σπάσω.. χέρι, πόδι, ή πλευρά;.».
Τότε, δεκαετία ’30 και ’40 γινόντουσαν πολλά.. σκληρές εποχές. Ο Σωτήρης Περιβόλας είχε καταδικαστεί πάλες φορές εις θάνατον… « Πολλά του χρόνια τα πέρασε στη φυλακή και εξορία. Και οι δυο έκαναν εξορία.. Στο μπλόκο της Κοκκινιάς (1944) ο Κώστας Περιβόλας έσωσε πάνω από 10 παλικάρια αλλά όχι τον ανιψιό του…» (Μαρτυρίες από τον εγγονό του Κ. Περιβόλα)

Αφοί Περιβόλα, Κώστας και Σωτήρης (1932)

Το κέντρο διασκέδασης “Περιβόλας”, στην Νίκαια (κοντά στον Άγιο Νικόλαο) στην οδό Παναγή Τσαλδάρη (πρώην οδός Οκτώ) -τότε ο κόσμος την έλεγε και οδός Φραγκοσυριανής, του Μάρκου!  Στην αρχή της λειτουργίας του, το 1927, ήταν καφενείο, ζυθοπωλείο -λεγόμενες ‘μπύρες’. Αρχικά εκεί εμφανίζονταν -σποραδικά- σμυρναίικες κομπανίες. Προς στα τέλη της δεκαετίας του ’40 αρχίζει να παίρνει την μετέπειτα μορφή του (ταβέρνα) αποκτώντας φήμη με τα μπουζούκια του και την ωραία κουζίνα του!. Η κόρη του Κ. Περιβόλα (Ελένη Πιπίνη-Περιβόλα) τοποθετεί την πρώτη επιχείρηση του πατέρα της στην περίοδο του μεσοπολέμου γύρω στα 1927. Παρόμοια χρονολόγηση δίνεται για το κέντρο αυτό και από την Σμυρνιά τραγουδίστρια Αγγέλα Παπάζογλου. Επρόκειτο αρχικά για καφενείο και μετά για καφεζυθοπωλείο που στεγαζόταν σε πρόχειρη κατασκευή στο οικόπεδο, το οποίο είχε δοθεί στην οικογένεια ως προσφυγική αποζημίωση. Αργότερα, μετά τον πόλεμο λειτούργησε ως κέντρο διασκέδασης με ζωντανή μουσική.

Στις αναζητήσεις για περισσότερες πληροφορίες των αδερφών Περιβόλα, αλλά και για το φημισμένο μαγαζί τους στην Νίκαια συγκεντρώσαμε κάποια στοιχεία..

~ Από ανάρτηση/κείμενο του Νίκου Πολυγένη [(fb), Βιβλιοπωλείο Πάτρα]:
« Για τους αδελφούς Περιβόλα, που είχαν το ομώνυμο κέντρο στην Κοκκινιά. Ήταν δυο αδέλφια. Ο Κώστας, γεννημένος το 1903 και ο Σωτήρης, τρία-τέσσερα χρόνια μικρότερος. Είχαν δε και τρεις αδελφές. Ήταν παιδιά του Γιάννη Περιβόλα από τα Βουρλά και της Ελένης Τενεκίδου (της περιβόητης “Έλλης” του παλιού τραγουδιού, που όμως, δε αντιπροσωπεύει τα γεγονότα ως έγιναν και ούτε την …αλήθεια!) Οι γονείς, χώρισαν πριν το ’22 που η μάνα με τα παιδιά ήρθαν πρόσφυγες στην Κοκκινιά. Τα αγόρια μεγάλωσαν, άντρεψαν, και έγιναν υπολογίσιμοι παράγοντες στη μάγκικη ζωή του Πειραιά και ειδικά ο Σωτήρης, που ήταν πιο ρωμαλέος και πιο ”βαρύς” τύπος.
Στου ”ΠΕΡΙΒΟΛΑ” χορεύουν αντικρυστά ο Στ.Περπινιάδης και ο Κ.Περιβόλας,κάπου γύρω στα ΄55.
Το 1927 φτιάχνουν την ταβέρνα ΠΕΡΙΒΟΛΑΣ που στα μεταπολεμικά χρόνια έπαιξε σπουδαίο ρόλο για το λαϊκό τραγούδι και τους δημιουργούς του. Ο Σωτήρης, πριν τον πόλεμο ”έπεσε” φυλακή για φόνο (δεν έχουμε συγκεκριμένη μαρτυρία, μόνο το ότι ”μπιστόλισε” ..αντιβενιζελικό!) Είναι αλήθεια ότι τον φοβόντουσαν, σαν ..φονιά! Και τα δυο αδέλφια ήταν δημοκρατικών πεποιθήσεων, ενώ ο Σωτήρης πήρε μέρος ενεργά στην Εθνική Αντίσταση και τον βρίσκουμε το ’47-’48 στις φυλακές Αίγινας, καταδικασμένο σε θάνατο! Και, στις 6-5-’48, τον βρίσκουμε στον κατάλογο προς εκτέλεση! Όμως, για καλή του τύχη χωρίσανε τους μελλοθάνατους σε δυο ομάδες και έπεσε στην δεύτερη, που θα εκτελούσαν την 7-5-’48. Έτσι πρόλαβε με ενέργειές του ο Κώστας, να πάει χαρτί του Υπουργείου για αναστολή εκτέλεσις. Έτσι σώθηκε! Έμεινε στο μαγαζί, σοβαρός, ήρεμος και ..προβληματισμένος! Το μαγαζί έκλεισε το 1968, κάπου εκεί, πέθανε και ο Σωτήρης, στα 62 του χρόνια. Ο Κώστας, πέθανε το 1983.
ΠΗΓΕΣ:
α) Κ. Καπόπουλος: Αναμέναμε το θάνατο!
β) Θεόδωρος Κοντάρας: επιστολή Ελένης Περιβόλα-Πιπίνη
γ)Μανώλης Καπάνταης:”Σεργιάνι στα κοσμικά κεντρα διασκέδασης της Κοκκινιάς.”
δ) Ότι θυμάμαι από τα παλιά, ο ..ίδιος!» *Πηγή/κείμενο Νίκος Πολυγένης (fb).
Οι παλιοί νταήδες του Πειραιά, γυαλισμένοι – σενιαρισμένοι για μια αναμνηστική φωτογραφία, στις φυλακές της Αίγινας το 1932. Ποινικοί κρατούμενοι, καθιστοί (από αριστερά) Βαγγέλης Βετούλας, Μαρίνος Βογιατζής (Μουστάκιας), Σωτήρης Περιβόλας και όρθιοι, Κώστας Περιβόλας, Αργύρης Τζώρτζης και Νίκος Μάθεσης (Τρελάκιας). *Φυσικά μαζί τους και το (Αμερικάνικο) μπουλντόγκ του Μαρίνου!. **Ο Σωτήρης Περιβόλας και ο Βετούλας με πούρο στο χέρι. (Φωτογραφια μεσα από το βιβλίο του αξέχαστου και πρωτοπόρου ερευνητή ΗΛΙΑ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ).

~ Μέσα από ανάρτηση/κείμενο του Μπάμπη Κ.Μώκου: «ΟΙ …ΠΕΝΤΕ ΜΑΓΚΕΣ ΤΟΥ ΠΕΡΑΙΑ! (Που δεν ήταν… πέντε!!!)», οπού κάνει αναφορά στο τραγούδι του Γιοβάν Τσαούς «σε ποιους αναφέρεται, ποιους αφορά και ποιοι ήταν αυτοί οι μάγκες;… Κι’αυτή η παρέα, μια αχώριστη παρέα στα μέσα και στα …έξω της μαγκιάς του Πειραιά, ήταν έξι (6):

1. Αργύρης Τζώρτζης, περιβόητος σαμανταντζής, λιγομίλητος …παραπαίδι, προστατευόμενος του μεγαλόμαγκα Νίκου Σκριβάνου, του φόβητρου του Πειραιά. Στέκι του η Πειραική, το Ξαβέρι και η Τρούμπα.

2. Βαγγέλης Βετούλας, ο μυστήριος. Με σωματοδομή που φόβιζε και φίλους του ακόμη. Σύχναζε στον Κερατόπυργο (Κερατσίνι), παλιός… κοντραμπαντζής (λαθρέμπορος) στο λιμάνι και…νταραβεριντζής στη Δραπετσώνα και στα Βούρλα.

3. Νίκος Μάθεσης (ή Τρελλάκιας). Κουλουριώτης περίφημος μάγκας στην αγορά του Πειραιά. Για τον ίδιο φημολογείται ότι σε καυγά και παρεξήγηση έχωσε ένα πιρούνι στα …πισινά του Μάρκου του Βαμβακάρη. Βαρύς και εκδικητικός. Όταν δεν γουστάριζε κάποιον, έλεγε: «Κι’αυτουνού,του τά’χω…μαζεμένα!». Ο πατέρας του είχε ψαράδικο, αλλά λόγω του χαρακτήρα του ποτέ δεν ταίριασε με την οικογένειά του. Ο περιβόητος τρελλάκιας. Τραγούδι : «Ο Νίκος ο Τρελλάκιας» Αν.Δελιάς . Είχε φιλοξενηθεί δύο φορές στη στενή. Τη δεύτερη επειδή …πιστόλισε τον Στρίγκλα, περιβόητο μάγκα τη Φρεαττύδας. Προσωπικός φίλος, αδελφικός του Κώτσου του Κεφάλα, βαρύμαγκα στην Τρούμπα.

4. Μαρίνος Βογιαντζής (ή Μουστάκιας). Ο…ταξιντζής. Αχώριστος φίλος του Νικου Μάθεση. Μόνιμος στην Τρούμπα και τα Λεμονάδικα. Ογκώδης με παχύ μουστάκι και πάντα δίπλα του τον …Μούργο, τον αγαπημένο του σκύλο.

5 – 6. Κώστας και Σωτήρης Περιβόλας. Αδέλφια από τα Βουρλά της Σμύρνης. Χρόνια στην παρανομία, περιβόητοι νταήδες και …μαγαζατόροι. Μάνα τους Η Ελλη Τενεκίδου (η περιβόητη «Ελλη που θέλει σκότωμα θέλει καραμανιόλα, γιατί άφησε τον άντρα της και τα παιδιά της όλα…». Γνωστό ρεμπέτικο).
(Εδώ η Έλλη αδικείται κατάφωρα από την θεματολογία του τραγουδιού. Η Έλλη δεν άφησε τον άνδρα της. Ο άντρας της ο Γιάννης ο Περιβόλας την εγκατέλειψε την ίδια, τους δυο γιους τους και τις τρεις θυγατέρες τους).
Ο Κώστας, ήταν μεγαλόσωμο, θηρίο, που όταν τσακώνονταν ρώταγε τον… αντίπαλο τι ζημιά ήθελε πρώτα να του κάνει, από πού …ν’αρχισει. (να του σπάσει πρώτα, χέρι, κεφάλι η πλευρά!).
Φήμες ήθελαν να σκοτώνεται πισώπλατα, μπαμπέσικα στην Αγιά Σοφιά ή στα Μανιάτικα του Πειραιά. Άλλες να ζει και τελικά να βασανίζεται από τον …κουκουλοφόρο καταδότη Πλυντζανόπουλο στο «Μπλόκο της Κοκκινιάς», καταφέρνοντας στο τέλος να διαφύγει, να κρυφτεί και να γλυτώσει την εκτέλεση.
Ο Σωτήρης, βαρύς, ιδιότροπος μάγκας, πουλασικλής (ψαχνόταν για τσακωμό, για καυγά), ήταν αυτός που πιστόλισε κάποιον στη Γέφυρα και για τούτο έκανε φυλακή στην Αίγινα. Αργότερα τα δυο αδέλφια άνοιξαν την. παραγκοταβέρνα «ΠΕΡΙΒΟΛΑΣ», …
~Γνωστό το τραγούδι «Πάμε σε κέντρα κοσμικά» (του 1965) με την Πόλυ Πάνου:

«…Πάμε στου “Τζίμη του Χονδρού” και στην “Τριάνα”,
στου “Περιβόλα” κι’ από κεί στην “Μαντουμπάλα”…».

Αυτοί ήταν οι «Πέντε μάγκες του Περαία» στο τραγούδι του Τσαούση που πάντως δεν ήταν πέντε , αλλά..έξη και ο σκύλος ο …μούργος επτά!
Κατά πως λέγαν οι παλιοί στον Πειραιά, γι’αυτούς γράφτηκε το σχετικό τραγούδι. Γι’αυτά τα…καλόπαιδα. που η αστυνομία τους είχε βγάλει και δεύτερο Βιβλιάριο Καταγραφής Ποινών, αφού το πρώτο είχε… γεμίσει!. Τόσο καλά παιδιά ήταν!…». [Απο Κείμενο του Μπάμπη Μώκου.
Πηγή Περισ. http://rempetikogeo69.blogspot.com/2016/02/blog-post_26.html ]

Νίκαια Αττικής. Τα αντικριστά κέντρα διασκέδασης “Ο Περιβόλας” και “Ο Κεφάλας” με τα μερακλίδικα συγκροτήματα!
Κοσμικές Ταβέρνες με Μουσική ~ Λαϊκή Ορχήστρα (Μπουζούκια).

Μέσα σ’ αυτά τα μαγαζιά εδραιώθηκαν πολλοί τραγουδιστές! 

Στην Νίκαια υπήρχαν βεβαίως κι άλλα φημισμένα λαϊκά κέντρα διασκέδασης, όπως: Αστέρας, Εγγλέζος, Φωλιά, Γάλλος, Πράσινος Μύλος κ.α. Τα δύο όμως πιο ξακουστά και μακροβιότερα μαγαζιά της περιοχής, τα οποία λειτούργησαν με μπουζούκια καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου 1947-1968 ήταν ο “Περιβόλας” και ο “Κεφάλας” (Αφοί Νικολάου). Τα δύο μαγαζιά ήταν το ένα απέναντι στο άλλο στην οδό Π. Τσαλδάρη & Βρυούλων. Ήταν σε δυο αντικρυστές γωνίες, στην περιοχή του Αγίου Νικολάου. Το λαϊκό κέντρο “Περιβόλας” βρίσκονταν στην οδό Παναγή Τσαλδάρη 23 (πρώην οδός Οκτώ).
Ακριβώς απέναντί του (Π.Τσαλδάρη 24) ήταν το ανταγωνιστικό του κέντρο “Ο Κεφάλας“. Ανήκε στους αδελφούς Γιώργο και Δημήτρη Νικολάου, εκ των οποίων ο πρώτος έφερε το προσωνύμιο ‘Κεφάλας’ επειδή είχε μεγάλο κεφάλι. Από το παρατσούκλι αυτό προέκυψε το όνομα μαγαζιού!.


Από αυτά τα δύο μαγαζιά, την δεκαετία του 1950 και ΄60 πέρασαν μεγάλα ονόματα του ρεμπέτικου του – λαϊκού τραγουδιού, όπως: ο περίφημος ανατολίτης τραγουδιστής Κώστας Νούρος, η Μαρίκα Νίνου με τον γιό της και τον δεύτερο σύζυγό της ακροβάτη και ζογκλέρ Νίνο Νικολαΐδη, ο Στελακης Περπινιάδης, ο Βαμβακάρης, ο Οδυσσέας Μοσχονάς, και οι: Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Μπέμπης, Β. Περπινιάδης, Τσομίδης, Λαύκας, Γιάννης Γιάκαλος (θείος του Κώστα Παπαδόπουλου), Βαμβακάρης, Καλδάρας, Αγγελόπουλος, Θόδωρος και Γιάννης Πολυκανδριώτης, Τσαουσάκης, Κλουβάτος, Σεβάς Χανούμ, Ρένα Στάμου, Δημητρης Ευσταθίου, Δημήτρης Γκούτης, Φωτης και Παναγιωτης Μιχαλόπουλος, Καιτη Γκρέυ, Πόλυ Πάνου, Μπέλλου, Σπύρος και Ζωή Ζαγοραίου, Διονυσίου, Μενιδιάτης, Γαβαλάς, Αναγνωστάκης, Λέλα Παπαδοπούλου, Ευαγγελία Μαργαρώνη, Ανθούλα Αλιφραγκή, Δούκισσα, Νίτσα Αντωνάτου, Ζαμπέτας, Μπάμπης Τσετίνης, Ρίτα Σακελλαρίου, Στελιος Μακρυδακης, Χρηστος Δημόπουλος, Σπύρος Λιόσης, Αντώνης Κατινάρης, Γιώργος Μάμμος, Ρία Κούρτη, Γεωργία (Τζόυ) Κουλουκάκη, Βασίλης Βασιλειάδης, Σπύρος Δημητρίου, Μάνος Παπαδάκης και άλλοι πολλοί.

«Στην Π. Τσαλδάρη, κάτω από την Πλατεία του Αγίου Νικολάου λειτουργούσαν και τα δύο γνωστά και εκτός της πόλεως κέντρα διασκεδάσεως (ήσαν σε δυο αντικρυστές γωνίες) των Περιβόλα και Κεφάλα, όπου τραγούδησαν η Νίνου, ο Τσιτσάνης, ο Περπινιάδης, ο Γαβαλάς, η Καίτη Γκρέυ, ο Μαν Αγγελόπουλος και άλλοι.» -Πηγή: Παπαδοπούλου Αρχοντία, (2003), «Η Αττική Νίκαια», Νίκαια: Αυτοέκδοση.

Μα και στου ΚΕΦΑΛΑ γινότανε χαμός.

Λέει ο Β.Περπινιάδης στο τραγούδι ”Η όμορφη Σμυρνιά”.

”Μέσα απ’ τον συνοικισμό μ’ έβαλε σε πειρασμό κάποια όμορφη Σμυρνιά κούκλα απ’ την Κοκκινιά. Στου Κεφάλα μια βραδιά μπήκε βρε παιδιά και με μια ματιά μ’ άναψε φωτιά. Αχ, μια κοπέλα σαν πασάς πώς να μην την λαχταράς, πώς να μην την αγαπάς τέτοια κούκλα σαν πασάς. Με μπουζούκια, μπαγλαμά χόρεψε καρσιλαμά κι όλοι οι άντρες την κοιτούν, παλαμάκια της χτυπούν. Κι έβαλε σε πειρασμό τον συνοικισμό κι έγινε σεισμός και πανζουρλισμός. Αχ, μια κοπέλα σαν πασάς πώς να μην την λαχταράς, πώς να μην την αγαπάς τέτοια κούκλα σαν πασάς.”

Στίχοι/Μουσική: Βασίλης Σπηλιόπουλος (Τσιφτετέλι), 1η εκτέλεση Βαγγέλης Περπινιάδης. Ενορχήστρωση & μπουζούκι: Βασίλης Σπηλιόπουλος. Δίσκος 45 στροφών στην Odeon (DSOG 2753) Κυκλοφόρησε στις 18-11-1961. *στο Κλαρίνο Σόλο; ποιος ομως?.. [ 2η εκτέλεση το 1962 με την Γιώτα Λύδια ]. ~ Άλλος τίτλος “Η κούκλα απ’ την Κοκκινιά” !!!.. *Στο τραγούδι γίνετε αναφορά στο κέντρο διασκέδασης «Κεφάλας», στην Κοκκινιά, στην οδό Παναγή Τσαλδάρη. Από τα πιο ξακουστά και μακροβιότερα μαγαζιά της Κοκκινιάς «Ο Κεφάλας» άλλα και «Ο Περιβόλας» που ήταν αντικριστά. Υπήρξαν από τα πιο θρυλικά μαγαζιά με μπουζούκια που έγραψαν ιστορία στην νυχτερινή διασκέδαση της Νίκαιας την δεκαετία του 1950 και ’60.

Η ιστορία του τραγουδιού ” Η ΕΛΛΗ ΘΕΛΕΙ ΣΚΟΤΩΜΑ.”

Λέει η εγγονή της Ελένη Περιβόλα – Πιπίνη.

Η ΕΛΛΗ ΘΕΛΕΙ ΣΚΟΤΩΜΑ, ΘΕΛΕΙ ΚΑΡΑΜΑΝΙΟΛΑ…

Ύστερα από τη δημοσίευση στην εφημερίδα Μικρασιατική Ηχώ (αρ. φύλλου 403, Νοέμβριος 2009) κάποιων στοιχείων που συνέλεξα από πρόσφυγες για την περίφημη Βουρλιωτίνα Έλλη, η οποία λέγεται ότι ενέπνευσε το ομώνυμο τραγούδι, γνωστό ήδη από τη δεκαετία του 1910, κάποιο μεσημέρι δέχθηκα ένα τηλεφώνημα-έκπληξη. Ήταν η εγγονή της Έλλης, κυρία Ελένη Περιβόλα – Πιπίνη, που ήθελε πολύ ευγενικά να διαμαρτυρηθεί, γιατί ο κόσμος ασχολείται ακόμη με τη γιαγιά της, ενώ δεν ξέρει την πραγματική αλήθεια και ο καθένας λέει το μακρύ του ή το κοντό του. Στην τηλεφωνική μας συνδιάλεξη, παρεκίνησα την κ. Ελένη Περιβόλα να γράψει για την εφημερίδα μας όλα όσα ξέρει σχετικά με τη ζωή και τη δράση της ξακουστής καλλονής του Βουρλά, για την οποία τελικά τόσα πολλά αναληθή, εσφαλμένα ή μπερδεμένα έχουν λεχθεί και γραφεί κατά καιρούς.

Μου έγραψε, λοιπόν, η κυρία Ελένη ένα μακροσκελές γράμμα, με πολλές πληροφορίες από πρώτο (και αδιαμφισβήτητο) χέρι για τη γιαγιά της, το οποίο παραθέτω εδώ ατόφιο, εκτός από μερικές συμπληρώσεις που έγιναν εκ των υστέρων, για την καλύτερη πληροφόρηση των αναγνωστών. Ευχαριστώ ολόθερμα την κ. Ελένη Περιβόλα – Πιπίνη για τη σπουδαία και μοναδική παρέμβασή της πάνω στο δύσκολο αυτό θέμα και για τη χαρά της συνομιλίας μας.

Θοδωρής Κοντάρας.

~Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ Η ΕΛΛΗ

Η γιαγιά μου Έλλη γεννήθηκε γύρω στα 1886 στα Βουρλά της Ιωνίας. Το κανονικό της όνομα ήταν Ελένη – αυτό που έδωσαν και σε μένα – αλλά οι Βουρλιώτες συνήθιζαν πολύ ως υποκοριστικό του Ελένη το όνομα Έλλη. Το πατρικό της επίθετο ήταν Τενεκίδου και είχε ακόμη έναν αδελφό μεγαλύτερό της, το Μίλτο. Καταγόταν από πολύ καλή οικογένεια της πόλης, με συγγενείς που σπούδασαν στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Από την οικογένεια Τενεκίδου καταγόταν και η μητέρα του μεγάλου μας ποιητή Γιώργου Σεφέρη. Η γιαγιά μου έλεγε ότι ο εφοπλιστής Κιουζές-Πεζάς ήταν συγγενής της και ότι είχε ένα θείο πρέσβη, ο οποίος την καλούσε πολύ συχνά στο σπίτι του.

Όταν ήταν οκτώ μηνών, οι γονείς της την πήγαν σε ένα πανηγύρι, όπου ο πατέρας της σκοτώθηκε από αδέσποτη σφαίρα. Η ίδια έλεγε πολλές φορές ότι, ύστερα απ’ αυτό το περιστατικό, φάνηκε πως από μικρή δεν είχε καλό ριζικό. Θεωρούσε πολύ άτυχο τον εαυτό της, σχεδόν από τότε που γεννήθηκε.

Η μητέρα της Στέλλα ξαναπαντρεύτηκε με τον Λαμπρικίδη και τα τρία παιδιά τους, ο Αριστείδης, ο Λάμπρος κι η Ελπινίκη, σπούδασαν στην Ευαγγελική Σχολή και έγιναν εκλεκτά μέλη της κοινωνίας, ακόμη κι όταν ήρθαν στην Ελλάδα. Η Έλλη κράτησε πολύ καλές σχέσεις με όλους τους συγγενείς της, τόσο εκείνη, όσο και τα παιδιά της.

Τα χρόνια πέρασαν, η Έλλη μεγάλωσε κι έγινε μια καλή και πολύ όμορφη κοπέλα. Ήταν καλλονή και πολλά παλικάρια την καλόβλεπαν. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Γιάννης Περιβόλας, γόνος της γνωστής βουρλιώτικης οικογένειας των Πρεβολαίων ή Περιβολαίων, όμορφο παλικάρι, πολύ άντρας, ψηλός, λεβέντης, με μεγάλη περιουσία. Μόνο που δεν ανήκε στην ίδια κοινωνική τάξη με την Έλλη. Η γιαγιά μου έλεγε ότι ήταν αρχοντοχωριάτης. Αυτό ήταν εμπόδιο για το γάμο τους, όμως ο παππούς Γιάννης το έλυσε, κλέβοντας τη γιαγιά! Έτσι, παντρεύτηκαν αναγκαστικά σε σχεδόν εφηβική ηλικία κι έκαναν έξι παιδιά, από τα οποία έζησαν τα πέντε: ο Κώστας, ο Σωτήρης, η Ξανθή, η Αλκυόνη και η Στέλλα.

Περνούσαν καλά ως αντρόγυνο και της γιαγιάς δεν της έλειψε κανένα υλικό αγαθό. Είχε πολλά χρυσαφικά, διαμαντικά, γούνες και βοηθητικό προσωπικό. Βέβαια, πολλοί ξένοι, αλλά και συγγενείς του παππού απορούσαν πώς κατάφερε η Έλλη να ημερέψει εκείνον το δυνατό άντρα. Μας έλεγε ότι το μυστικό ήταν η γλυκιά της γλώσσα, η άψογη συμπεριφορά της και η καλή της ανατροφή. Τα παιδιά της δεν της έμοιασαν στη γλυκιά τη γλώσσα και συχνά τους αποκαλούσε χωριατο-Πρεβόληδες!

Η γιαγιά μου ήταν καλή νοικοκυρά και σπουδαία μαγείρισσα. Μέχρι σήμερα εκτελώ ανελλιπώς τη συνταγή της με τα κουλουράκια τα σμυρναίικα και πολλές άλλες συνταγές. Μου έλεγε επίσης ότι, όταν έφτανε η ώρα να έρθει ο άντρας της, άλλαζε φόρεμα και χτενιζόταν, για να τη βρει περιποιημένη και καθαρή.

Ο παππούς Γιάννης πήγε κάποτε να υπηρετήσει στο στρατό και η γιαγιά με τα παιδιά της έμεινε με τα αδέλφια του άντρα της. Τα κουνιάδια όμως, για δικούς τους λόγους, δεν την συμπαθούσαν, ίσως γιατί δεν μπορούσαν να τη φτάσουν. Άρχισαν να την αδικούν, να μην της δίνουν το μερίδιό της από την περιουσία του άντρα της και τα παιδιά της πεινούσαν. Όλα της τα παιδιά, ιδίως ο πατέρας μου Κώστας και ο θείος Σωτήρης, ποτέ δεν ξέχασαν πόσο ζήλευαν τα εξαδέλφια τους που έτρωγαν μεγάλες φέτες ψωμιού αλειμμένες με βούτυρο και μέλι, ενώ εκείνοι πεινούσαν!

Εγώ σήμερα δεν μπορώ να κρίνω τ’ αδέλφια του παππού μου, όμως απορώ πώς μπορούσαν να βλέπουν τα παιδιά του αδελφού τους να πεινούν και να μην τους δίνουν να φάνε, ανεξάρτητα από τις σχέσεις που είχαν με τη νύφη τους.

Αυτή η συμπεριφορά οδήγησε τη γιαγιά να τους καταγγείλει στο δικαστήριο, για να βρει το δίκιο της. Θεωρήθηκε τότε μέγα σκάνδαλο για την εποχή εκείνη, μια γυναίκα μόνη της να τολμήσει να πάει στο δικαστήριο τους συγγενείς του άντρα της! Ο δικαστής φυσικά ήταν Τούρκος και δικαίωσε τη γιαγιά Έλλη. Αυτό στάθηκε η αιτία που άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου! Την κατηγόρησαν οι Πρεβόληδοι ότι πήγε με τον Τούρκο δικαστή, για να κερδίσει τη δίκη. Η γιαγιά μου, μέχρι που πέθανε, το 1969, αρνιόταν επίμονα ότι πήγε με Τούρκο.

Το κακό συνεχίστηκε κι όταν γύρισε ο παππούς από το στρατό. Τα αδέλφια του του μετέφεραν τα γεγονότα από τη δική τους πλευρά και, ενώ η γιαγιά ζητούσε απεγνωσμένα να συναντηθεί μαζί του, να του μιλήσει, δεν τον άφησαν ποτέ να πάει να τη δει. Τελικά χώρισαν. Η γιαγιά όμως πάντοτε έλεγε ότι ήταν Πρεβόλαινα.

Έτσι, κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, φαίνεται ότι γράφτηκε το γνωστό τραγούδι της Έλλης, στο οποίο παρουσιάζεται μια άπιστη Έλλη, που παράτησε τα παιδιά της για έναν Τούρκο. Αυτό είναι μεγάλο ψέμα, γιατί είναι πασίγνωστη και η αθωότητα της γιαγιάς μου και η μεγάλη φροντίδα της για τα παιδιά της, αφού έμεινε κοντά τους μέχρι το θάνατό της.

Όλα τα παραπάνω η γιαγιά Έλλη τα εξομολογήθηκε στη μητέρα μου Ζωή, με την οποία έζησε μέχρι το τέλος και είχε πολύ καλή σχέση μαζί της. «Κόρη μου, θέλω να εξομολογηθώ σε σένα όλη την αλήθεια για όσα με κατηγορούν», της είπε με δάκρυα στα μάτια και της ανέλυσε τα καθέκαστα. Ήταν ολοφάνερο πως την ιστορία με τον Τούρκο αξιωματούχο τη διέδωσε το σόι του παππού μου, από ζήλεια, για να την καταστρέψουν. Η μητέρα μου, μετά από αυτή την εξομολόγηση, την αγάπησε ακόμη περισσότερο και την είχε ως παράδειγμα έντιμης γυναίκας. Τη λυπόταν κιόλας με τα τόσα βάσανα που είχε τραβήξει.

Με το διωγμό του ’22, η Έλλη ήρθε με τα παιδιά της από τα Βουρλά στον Πειραιά, σχετικά εύκολα και χωρίς να δουν όλα εκείνα τα τραγικά γεγονότα, την πυρκαγιά και τις σφαγές των Βουρλών, γιατί έφυγαν έγκαιρα, τις πρώτες μέρες της Καταστροφής. Εγκαταστάθηκε στην Κοκκινιά, ενώ τα ετεροθαλή αδέλφια της, οι Λαμπρικίδηδες, έμειναν στη Ν. Φιλαδέλφεια.

Ο μεγαλύτερος γιος της, ο πατέρας μου Κώστας (1903-1983), που η γιαγιά τού είχε μεγάλη αδυναμία, ανέλαβε να συντηρεί μητέρα κι αδελφές. Όταν πάντρεψε τις αδελφές του, παντρεύτηκε κι εκείνος και πήρε τη γιαγιά στο σπίτι του. Ο μπαμπάς μου ήταν ιδιοκτήτης από το 1927 ως το 1968 του ξακουστού κέντρου διασκέδασης «Ο Περιβόλας» της Κοκκινιάς, από το οποίο πέρασε όλη η αφρόκρεμα του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, οι μεγαλύτεροι τραγουδιστές, συνθέτες κι οργανοπαίκτες μας.

Η Ξανθή παντρεύτηκε μ’ έναν Μακρηνό πρόσφυγα, ονόματι Πεκτέση, αλλά δυστύχησε, γιατί το δεκαεφτάχρονο αγόρι της το εκτέλεσαν οι Γερμανοί στο μπλόκο της Κοκκινιάς. Πέθανε σε βαθύτατο γήρας, 95 χρονών. Η Αλκυόνη παντρεύτηκε κάποιον μάγειρο, λεγόμενο Στυλιανού, και η Στέλλα έναν Ανατολίτη φαρμακοποιό, το Γεωργιάδη. Αυτή έζησε πλουσιοπάροχα, αφού απόχτησε κι εξοχικό σπίτι στην Εκάλη. Ο θείος μου ο Σωτήρης κυνηγήθηκε πολύ στη ζωή του, λόγω των αριστερών του φρονημάτων, κι έκανε πολλά χρόνια στη φυλακή. Τον συντηρούσε περισσότερο ο πατέρας μου και πέθανε σχεδόν νέος, στα 62 του χρόνια.

Επίσης ήρθε στην Ελλάδα και ο παππούς Γιάννης με τους δικούς του κι έμενε μαζί με την αδελφή του στην Κοκκινιά. Τα παιδιά του τα έβλεπε. Έχω φωτογραφία του με τα ρούχα της Πατρίδας, με βράκες και φέσι. Ο παππούς αρρώστησε από ‘’εντερικά’’ και πέθανε γύρω στο 1926, νέος, περίπου 40-45 χρονών. Πριν πεθάνει, ζήτησε από την αδελφή του να ειδοποιήσει τη γυναίκα του Έλλη να πάει να τον δει. Όμως εκείνη δεν ειδοποίησε τη γιαγιά μου, η οποία, όταν το έμαθε μετά από χρόνια, έκλαψε και είπε στους Πρεβολαίους: «Μέχρι εκεί έφτασε η κακία σας, να μη με αφήσετε να μιλήσω με τον άντρα μου, αφού ήταν η τελευταία του επιθυμία!»

Κανένα από τα παιδιά της Έλλης δεν ήθελε να έχει σχέση με το σόι του πατέρα τους. Τους ενοχλούσε ακόμη και μια απλή αναφορά σ’ αυτούς! Θυμάμαι μόνο ότι μετά από πολλά χρόνια εμφανίστηκε ένας ξάδελφός τους, ο Σάββας Περιβόλας, που η κόρη του παντρεύτηκε τον Αρναούτη, υπασπιστή του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου.

Η Έλλη, όταν πέρασε πια τα πενήντα της χρόνια, άρχισε να χάνει την όρασή της. Ο πατέρας μου Κώστας την πήγε στον καλύτερο γιατρό της εποχής, αλλά δεν έγινε τίποτε και στο τέλος η γιαγιά έμεινε τυφλή. Πίστευε ότι έχασε την όραση από τα πολλά κλάματα και τις στεναχώριες που πέρασε.

Εγώ τη γνώρισα τυφλή, όμως ήταν η καλή μου η γιαγιά, πάντα γλυκομίλητη, που μου διηγούνταν ιστορίες, παραμύθια και τραγούδια από την Πατρίδα, στην οποία πάντα περίμενε να γυρίσει. Της λέγαμε ν’ ανοίξει τα μάτια της, να δούμε το χρώμα τους. Ήταν τα ωραιότερα μάτια! Η γιαγιά είχε παραμείνει κοκέτα κι όταν έβγαινε βόλτα με τη μαμά μου, ήταν πάντα καλοντυμένη και περιποιημένη. Πάντως, συχνά μου έλεγε ότι η ομορφιά είναι κατάρα, ίσως γιατί απέδιδε σ’ αυτήν όσα τράβηξε. Δεν ήταν μόνο καλή μάνα και γιαγιά, μα και πεθερά. Αγαπούσε τη μητέρα μου πολύ, έζησε μονοιασμένα μαζί μας 25 χρόνια και στο τέλος μάς έδωσε την ευχή της μέσα από την καρδιά της.

Απεφάσισα να κάνω γνωστά όλα αυτά, γιατί πληροφορήθηκα ότι ακόμα μερικοί ασχολούνται με την ιστορία της Έλλης και μάλιστα δίνουν λανθασμένες πληροφορίες. Νομίζω ότι το οφείλω στη μνήμη της.

Η εγγονή της

Ελένη Περιβόλα – Πιπίνη

Ρ. Φεραίου 9, Νίκαια

Στίχοι του παραδοσιακού τραγουδιού

”Η Έλλη θέλει σκότωμα θέλει καραμανιόλα γιατί άφησε τον άντρα της και τα παιδιά της όλα.

Αμάν αμάν Έλλη κανένας δε σε θέλει γιατί είσαι φιλημένη στα χείλη δαγκαμένη.

Η Έλλη θέλει σκότωμα με δίκοπο μαχαίρι γιατί άφησε τον άντρα της και πήρε κομισέρη.

Αμάν αμάν Έλλη κανένας δε σε θέλει γιατί είσαι φιλημένη στα χείλη δαγκαμένη.

Η Έλλη θέλει σκότωμα θέλει καραμανιόλα γιατί ποτέ δεν άκουσε της μάνας της τα λόγια.

Αμάν αμάν Έλλη κανένας δε σε θέλειγιατί είσαι φιλημένη στα χείλη δαγκαμένη.”

ΠΗΓΗ:Κέντρο Έρευνας και Μελέτης της Μικρασιατικής Ερυθραίας.
Αλλες πληροφορίες γιά την Ελλη.
Πηγή: Αριστομένης Καλυβιώτης, (2015). Έλλη Τενεκίδου-Περιβόλα: Μια δυναμική γυναίκα της εποχής της, ήταν η ηρωίδα του ομώνυμου σμυρναίικου τραγουδιού “Έλλη”. Μετρονόμος. Τχ. 55, Ιανουάριος-Μάρτιος 2015 (σελίδα 69).
https://enosivourlioton.gr/

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Το σχόλιο σας θα δημοσιευθεί αφου εγκριθεί πρώτα απο τον διαχειριστή για την αποφυγή υβριστικού η προσβλητικού περιεχομένου.

Με Μια Ματιά