Το vima365.gr είναι μια έντιμη προσπάθεια, ανιδιοτελής, που αξίζει την στήριξή σας.Απλά γαρ εστί της αλήθειας επη

Ο ήρωας με τα φτερωτά σανδάλια
ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΜΑΓΙΚΟΥ ΜΟΛΥΒΙΟΥ
 
Aπο την Εύα Πετροπουλου Λιανού
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα μικρό μολύβι που του άρεσε να ζωγραφίζει και να κάνει αστείες γκριμάτσες στα πρόσωπα των παιδιών.
Ήταν ένα μολύβι διαφορετικό από τα άλλα, ίσως να ήταν μαγικό. Κάθε βράδυ ξυπνούσε, λοιπόν, σαν από χειμερία νάρκη κι άρχιζε μαζί με τις νερομπογιές να σχεδιαζουν δρόμους και πολιτείες και νησιά μακρινά σαν την Ιθάκη.
Έφτιαχναν πόλεις και ανθρώπους χαρούμενους και ο καθένας ξεχώριζε για πράγματα εντελώς πρωτότυπα. Άλλος για τα κίτρινα γυαλιά του, άλλος για το μπλε καπέλο του κι αλλος για το κομπολόι του από κεχριμπάρι.
Το μαγικό μολύβι έδινε σχήμα και μέγεθος, όπως αυτό θεωρούσε την ευτυχία. Έτσι, οι πόλεις ήταν γεμάτες δέντρα και λουλούδια, τα παιδιά μπορούσαν να παίζουν από το πρωί μέχρι τη δύση του ήλιου.Όλα ήταν όμορφα κι έμοιαζαν απλά στη χώρα του Μαγικού Μολυβιού. Καμία γόμα δεν υπήρχε, τα όνειρα έπαιρναν αμέσως σάρκα ακι οστά, όλοι ήταν ίσοι και ασφαλείς. Ήταν ευτυχισμένοι, με το χαμόγελο στα χείλη και ένα ζωντανό βλέμμα στα μάτια.
Οι ακτίνες του ηλίου μπήκαν από τις κατεβασμένες γρύλιες:
– Γρήγορα, γρήγορα, είπαν οι ξυλομπογιές, έρχεται ο ήλιος!
Η είδηση απλώθηκε σε όλη τη βιτρίνα. Οι πλαστελίνες κύλισαν στα κουτιά τους, οι μαρκαδόροι φορέσαν τα καπάκια τους και μπήκαν στις θήκες τους.
Το βιβλιοπωλείο άνοιξε και οι υπάλληλοι μπαίνοντας ξαφνιάστηκαν στη θέα που αντίκρυσαν. Σκόρπιες ζωγραφισμένες σελίδες με ολόκληρες πολιτείες και χωριά, άνθρωποι και σκυλιά και γάτες να κυνηγιούνται, κι άλλες σελίδες ζωγραφισμένες κι αυτές με γάτες να ψάχνουν τα σκουπίδια για κάνα ψαροκόκκαλο.
– Κοιταξτε εδώ, είπε η Σοφία, πού βρέθηκαν αυτές οι ζωγραφιές; Έχουμε καποιο βιβλιο με τη συγκεκριμένη εικονογράφηση;
– Θα το ψάξω, απάντησε ο Θωμας, αν και τωρα είναι μαλλον διαλυμένο. Είχαμε καμια πλημμυρα στην αποθηκη;
– Καλοκαίρι έχουμε, για ποιες πλημμυρες μιλας; είπε η Κατερινα.
– Έρχεται κόσμος, τους διέκοψε ο κυρ Αργύρης ο βιβλιοπώλης. Στις δουλειες σας!
Η κουβέντα σταμάτησε. Όλοι πήγαν στο πόστο τους. Κόσμος έμπαινε κι έβγαινε στο βιβλιοπωλείο. Άλλοι έψαχναν για σχολικά είδη, άλλοι για βιβλία λογοτεχνίας. Ο Θωμάς τούς εξυπηρετήσε όλους. Γνώριζε απέξω κι ανακατωτά το βιβλιοπωλείο.
– Παππού, χρειάζομαι τετράδια και μολύβια, είπε το μικρό αγόρι στον ηλικιωμένο άντρα.
Ο μικρός έμοιαζε να θέλει να αγοράσει όλο το μαγαζί. Αλλά ο ηλικιωμένος άντρας ήταν συγκρατημένος.
– Γιαννάκη, θα παρουμε μόνο τα αναγκαία.
– Καλά, παππού. Θα πάρω ένα μολύβι, είπε ο μικρός και με μια κίνηση πήρε το μαγικό μολύβι από τη βιτρίνα. Πήρε και δύο πλαστελίνες, μία πράσινη και μία μπλε,  και πήγαν προς το ταμείο.
– Καλό ταξίδι, φίλε μας, ψιθύρισαν τα μολύβια στο μαγικό μολύβι. Ελπίζουμε εκεί που θα πας, να φτιάχνεις ευτυχισμένους κόσμους!
Η Σοφία έβαλε τα πράγματα σε μια πλαστική σακούλα. Παππούς και εγγονός πήραν τα σχολικά και πήραν το δρόμο της επιστροφής .Φτάνοντας σπίτι, ο Γιαννάκης έτρεξε στο δωμάτιο και άδειασε το περιεχόμενο της τσάντας στο κρεββάτι του. Τα τετράδια, τις πλαστελίνες και τις νερομπογιές τα τακτοποιήσε στο πρώτο ράφι του γραφείου του. Καθώς έβαζε τους χάρακες στο δεύτερο ράφι, η ματιά του έπεσε πάνω στο μολύβι.
– Επιτέλους σε βρήκα! Έλα να κανουμε την ορθογραφία για το σχολείο.
Ο Γιαννάκης πήρε το τετράδιο που η δασκάλα τού είχε γραψει τις λέξεις που έπρεπε να αντιγράψει: λιμάνι, ουρανός, τόπι.
– Πανεύκολες είναι οι λέξεις, είπε το μικρό αγόρι.
Ο Γιαννάκης πήρε το μολύβι του κι άρχισε να γράφει στο πρόχειρο τετράδιο…
– Μα τους δεινόσαυρους! Παππού, παππού, έλα να δεις! Το μολύβι δε γράφει.
Ο παππούς Επαμεινώνδας αφήσε την πίπα του και πήγε στο δωμάτιο του εγγονού του.
– Παππού, το μολύβι δε γράφει, είπε ο Γιαννάκης και πήρε ένα λευκό χαρτί. Προσπάθησε να γράψει τη λέξη λι – μά – νι, αλλά τίποτα! Το χαρτί παρέμενε άσπρο.
– Περίεργο, είπε ο παππούς ξύνοντας το κεφάλι του. Δε γράφει. Για πίεσέ το και προσπαθησε να γράψεις ξανά…
Ο Γιαννάκης προσπάθησε να γράψει μία άλλη λέξη: ου – ρα – νός.Τίποτα. Το χαρτί παρέμενε λευκό.
– Μα τις μπίλιες! Το μολύβι ειναι ελαττωματικό. Δε γράφει!
– Αγόρι μου, μη στενοχωριέσαι, θα πάμε να πάρουμε άλλο. Θα σου αγοράσω ένα άλλο με γόμα.
– Ναι αγόρι μου, μην ανησυχείς, θα σου πάρει άλλο μολύβι ο παππούς, είπε και η μητέρα του που τον βρήκε αναστατωμένο.
– Ευχαριστώ, μαμά και παππού! Τέλειααα!
– Άντε να παίξεις λίγο πριν κοιμηθείς!
Ο Γιαννάκης με τις πλαστελίνες έπλαθε στρατιώτες όταν άκουσε θόρυβο στο δωμάτιό του. Κάτι σαν κλάμα. Εριξε μια ματιά στο δωμάτιο. Τίποτα!
– Μα τις σαπουνόφουσκες! Ποιος κλαίει;
Είδε το χαλασμένο μολύβι να γράφει πάνω στο λευκό χαρτί .
– Εγώ!
– Το μιλύβι μού μιλάει ή μάλλον μού γράφει;
Το μολύβι έγραφε… «Είμαι ένα μαγικό μολύβι κι εσύ με κατηγόρησες ότι είμαι ελαττωματικό. Με πίεζες και με πονούσες με τα δάχτυλά σου. Γράφω μόνο σε έκτακτη ανάγκη. Τις περισσότερες φορές σχεδιάζω ωραία πράγματα. Σχεδιάδω την αρμονία. Σχεδιάζω την επιτυχία. Σχεδιάζω την ευχαρίστηση, όποια κι αν είναι αυτή  για τους ανθρώπους. Ζωγραφίζω τις νερομπογιές, τους μαρκαδόρους. Ζωγραφίζουμε την όμορφη πολιτεία με ευτυχισμένους ανθρώπους. Φτιάχνω χαμόγελα στα πρόσωπα των παιδιών!
– Είσαι πραγματικά ένα μαγικό μολύβι, είπε ο Γιαννάκης. Ξέρεις να σχεδιάζεις, να ζωγραφίζεις τόσο όμορφα, αλλά είσαι και ένα σοφό μολύβι! Γνωρίζεις τόσα πράγματα! Αλήθεια, γνωρίζεις την ευτυχία;
– Φυσικά! Θα σου μάθω τον τρόπο να είσαι χαρούμενος. Θα σου δείξω το δρόμο για τη χώρα της ευτυχισμένης ζωγραφιάς!
– Αλήθεια; Μπορώ να πάρω τους φίλους μου, την οικογένειά μου μαζί μου;
– Φυσικά! Σκέψου ένα μέρος, βάλε μέσα εκεί την οικογένειά σου, τους φίλους σου, ακούμπησε στην ξύλινη πλάτη μου κι εγώ θα σε οδηγήσω εκεί. Άρχισε να σκέφτεσαι την οικογένειά σου ευτυχισμένη, όπως και τους φίλους σου. Εγώ και οι μαρκαδόροι γνωρίζουμε. Αυτή η χώρα υπάρχει στην καρδιά μας. Στην καρδιά του κάθε πινέλου, στην καρδιά του κάθε μαρκαδόρου, στην καρδιά της κάθε νερομπογιάς. Είναι το σπίτι μας!
Το μαγικό μολύβι συνέχισε να γράφει, να γράφει, μέχρι που ο ήλιος άρχισε να ζεσταίνει τη γη.
Ο Γιαννάκης είχε κλείσει τα μάτια του πάνω από το τετράδιό του.
Έτσι τον βρήκε το πρωί η μητέρα του: σκυμμένο πάνω στο τετράδιό του. Είχε γράψει πάνω από εκατό φορές:
Η ευτυχία είναι μέσα μας!
Η ευτυχία είναι μέσα μας!
Η ευτυχία είνα μέσα μας!
Aπο την Εύα Πετροπουλου Λιανού vima365

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Το σχόλιο σας θα δημοσιευθεί αφου εγκριθεί πρώτα απο τον διαχειριστή για την αποφυγή υβριστικού η προσβλητικού περιεχομένου.

Με Μια Ματιά