Το vima365.gr είναι μια έντιμη προσπάθεια, ανιδιοτελής, που αξίζει την στήριξή σας.Απλά γαρ εστί της αλήθειας επη

ΤΗΣ ΕΥΑ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ΛΙΑΝΟΥ

           «Mια αμυγδαλιά θα φέρει την άνοιξη…»

Σ’ένα νησί με καταπράσινα λιβάδια, με όμορφα δέντρα, με μυρωδάτα λουλούδια, βρέθηκε
κάποτε ένας από τους πιο πλούσιους ανθρώπους στον κόσμο. Είχε εκμυστηρευτεί στους
φίλους του ότι θα ήθελε, όταν πια θα είχε πολλά-πολλά λεφτά, να πάει σε ένα όμορφο νησί
και να ζήσει εκεί με την οικογένειά του, τα θησαυροφυλάκιά του, έντεκα τον αριθμό, και να
μην κάνει τίποτα. Μονάχα να βλέπει τον ήλιο, να χαϊδεύει τα χρήματά του και να χαίρεται.
Ο Δήμαρχος του νησιού θεώρησε μεγάλη τιμή ότι ο Μεγιστάνας έδειξε την προτίμησή του
και εξέφρασε την επιθυμία του να είναι το νησί τους η μελλοντική του κατοικία. Έτσι,
λοιπόν, ο Δήμαρχος έβαλε τον γραμματέα και όλους τους υπαλλήλους του δημαρχείου να
ψάχνουν για το πιο όμορφο οικόπεδο, που θα είχε μέσα το πιο μεγάλο σπίτι και που θα
χωρούσε, εκτός από την οικογένεια του Μεγιστάνα, τον ίδιο τον Μεγιστάνα καθώς και τα
έντεκα θησαυροφυλάκιά του.
Οι συζητήσεις ήταν πολλές μεταξύ του Δημάρχου και του Μεγιστάνα. «Αυτός ο άνθρωπος
θα με τρελάνει», μονολογούσε ο Δήμαρχος. «Δεν ξέρει τι θέλει ή μάλλον επειδή πληρώνει
πολλά έχει παλαβές απαιτήσεις».
«Μα τι σας ζητάει αγαπητέ μου Δήμαρχε; Τι είναι αυτό το τόσο καταπληκτικό και
απίθανο;», ρωτούσε συνέχεια ο καρδιακός του φίλος, ο γεωπόνος.
«Θα σας πω. Είμαι σίγουρος ότι δε θα σας αρέσει καθόλου αυτό που θα ακούσετε, αγαπητέ
μου.»
«Αλήθεια; Τώρα είμαι ακόμη πιο περίεργος, επιτέλους πείτε μου!»
«Να, ο Μεγιστάνας αποφάσισε να κατοικήσει στο πάρκο με τις αμυγδαλιές. Όσα σπίτια κι
αν του δείξαμε, μάταια. Αγύριστο κεφάλι, αυτό θέλει, λέει, και απαίτησε να ξεριζώσουμε
όλες τις αμυγδαλιές που βρίσκονται στο πάρκο, γιατί θέλει να το σκάψει και να ανοίξει
πολύ μεγάλες τρύπες εκεί… Έντεκα τον αριθμό… Θέλει, λέει, να βάλει μέσα τα
θησαυροφυλάκιά του.»
«Εάν είναι δυνατόν!» ξέσπασε ο γεωπόνος.
«Του εξηγήσατε; Το πάρκο μας είναι πολύ σημαντικό. Το βρήκαμε από τους προγόνους
μας. Οι παππούδες μας φύτεψαν την πρώτη αμυγδαλιά. Δήμαρχε, δεν πιστεύω να του το
επιτρέψετε.»
«Βέβαια, αγαπητέ μου. Του εξήγησα ότι το νησί μας είναι υπό την προστασία ενός
οικολογικού οργανισμού. Τα δέντρα έχουν πίσω τους χιλιετίες, τα λουλούδια μας έχουν
θεωρηθεί από τα πιο δυσεύρετα, οι μυρωδιές τους είναι τόσο σπάνιες που ακόμη και από

τα Παρίσια και τα Λονδίνα μας επισκέπτονται για να κάνουν απόσταξη των πετάλων τους
και των φυλλωμάτων τους…»

«Αγαπητέ μου, μη μου τα λέτε εμένα. Εγώ
ήμουν από τους πρώτους που σας έφερα σε επαφή
με τον κύριο Μπελαμί και τον κύριο Γκόρντον της
εταιρείας Μπέλαμι Πέρφιουμ. Και της αντίστοιχης
αγγλικής Γκόρντον Σμελλ.»
«Έχετε δίκιο, φίλε μου. Είδατε, έχω τελείως
αποσυντονιστεί που δεν ξέρω τι λέω πια ούτε τι
κάνω», αναστέναξε ο Δήμαρχος.
«Να πείτε σ’ αυτόν το Μεγιστάνα να μην έρθει.
Πρέπει να είναι πολύ…, μην εκφραστώ, για να θέλει να διαλύσει το νησί μας.»
«Κύριε γεωπόνε», τον διέκοψε ο Δήμαρχος «μην τα λέτε αυτά. Ο Μεγιστάνας θα φέρει
χρήματα πολλά, θα βοηθήσει η άφιξή του στο νησί μας. Θα
φέρει πολλά οφέλη, θα κάνει έργα και θα καλεί και τους φίλους του εδώ να κάνουν
διακοπές και θα ανοίξουμε και άλλα μαγαζιά και ξενοδοχεία. Και θα βοηθήσει και το δήμο,
για να προχωρήσουμε σε ανέγερση πολυκατοικιών και ξενοδοχείων.»
«Δεν μου λες κυρ-Δήμαρχε, είμαστε φίλοι τόσα χρόνια, τι θες να το κάνεις το νησί μας;
Μήπως να το μετατρέψεις σε Ντουμπάι; Τι μας χρειάζονται τα πολυκαταστήματα στο
νησί;»
«Δυστυχώς δεν καταλαβαίνετε, αγαπητέ μου. Η πρόοδος μας καλεί…!»
«Φεύγω, φεύγω, γιατί αρχίσατε τα πολιτικά σας λογύδρια και θα τσακωθούμε». Ο
γεωπόνος έφυγε γρυλίζοντας σχεδόν, για τα μυαλά του φίλου του του Δήμαρχου που είχαν
πάρει αέρα.
Μια εβδομάδα πέρασε και το νησί είχε αλλάξει τελείως πρόσωπο. Το μεγάλο πάρκο με τις
αμυγδαλιές, που βρισκόταν στην άλλη άκρη του νησιού, είχε γίνει σωστό γιαπί. Όλες οι
αμυγδαλιές είχαν ξεριζωθεί και έντεκα τεράστιες γούβες των 30 μέτρων η καθεμιά είχαν
ανοιχτεί.
Μπουλντόζες δούλευαν ασταμάτητα και φορτηγά με χώμα πήγαιναν κι ερχόντουσαν από
το πάρκο και ξανά πίσω. Ο Μεγιστάνας θα έφτανε νωρίτερα με τα έντεκα θησαυροφυλάκιά
του, ενώ η οικογένειά του θα έφτανε σε μια εβδομάδα. Ο Μεγιστάνας είχε ζητήσει από τον
Δήμαρχο να είναι όλα έτοιμα για την άφιξή του, τουλάχιστον αυτού και των έντεκα

θησαυροφυλακίων του, που τα είχε καλύτερα κι από παιδιά του. Θα έμενε στο ξενοδοχείο
«Γκραντ Οτέλ Παλλάς», στη Χώρα, κοντά στο λιμάνι του νησιού, μιας και ήταν το μόνο
ξενοδοχείο που μπορούσε να φιλοξενήσει στις

κρύπτες του τα έντεκα θησαυροφυλάκιά του. Όλη η αστυνομία του νησιού ήταν επί ποδός.
Στην πένα ντυμένοι χίλιοι αστυνομικοί στη σειρά, από την αποβάθρα μέχρι την είσοδο του
λιμανιού της Χώρας, είχαν στηθεί και περίμεναν καρτερικά να φανεί το πλοίο του
Μεγιστάνα που είχε ναυλωθεί ειδικά γι’ αυτή την περίσταση. Και νάτο που πρόβαλε στο
πέλαγος και ερχόταν θριαμβευτικά σαν κατακτητής σε απάτητη γη. Όταν κατέβηκε ο
Μεγιστάνας από το πλοίο, με ύφος Μονάρχη, άρχισε να φωνάζει και να δίνει διαταγές στο
πλήρωμα, «γρήγορα, τα θησαυροφυλάκια να κατεβούν προσεχτικά!» Όσο κι εάν
προσπαθούσε ο κακομοίρης ο καπετάνιος ο Νικολής να τον ηρεμήσει και να τον κατεβάσει
από τη γέφυρα, μάταιος κόπος. Ο Μεγιστάνας συνέχιζε να ουρλιάζει και να κινεί τα χέρια
του νευρικά προς όλες τις κατευθύνσεις: «Προσοχή, προσοχή, μα είστε τελείως ανίκανοι…
Τα θησαυροφυλάκιά μου! Ανίκανοι!», ούρλιαζε.
Μετά από φωνές, ουρλιαχτά και τσακωμούς μεταξύ του Καπετάν Νικολή και του
Μεγιστάνα, του Μεγιστάνα με τους εργάτες του πλοίου, επιτέλους τα θησαυροφυλάκια
φορτώθηκαν στα φορτηγά και όλοι επέστρεψαν στο πόστο τους στο καράβι. Την ίδια
στιγμή επικρατούσε πανικός και στο Ξενοδοχείο «Γκραντ Οτέλ Παλλάς».
«Ελάτε, μην κοιμάστε, στις θέσεις σας όλοι. Τα δωμάτια έτοιμα;», έλεγε και ξαναέλεγε ο
κος Αντρεάκης, υπεύθυνος της υποδοχής.
«Μάλιστα!» απαντούσαν όλοι με μια φωνή.
«Ελάτε, έρχονται τα φορτηγά, να και ο Κύριος Μεγιστάνας… Γρήγορα… Πιο γρήγορα. Θα
σας φάω το λαρύγγι κακόμοιροι», φώναζε κι αυτός σαν αγριόσκυλο.
Αφού ξεφορτώθηκαν επιτέλους και τα έντεκα θησαυροφυλάκια, οι υπάλληλοι τα
τοποθέτησαν στις υπόγειες κρύπτες του «Γκραντ Οτέλ Παλλάς» και ο Μεγιστάνας
κατευθύνθηκε στη σουίτα του για να ξεκουραστεί.
«Ουφφφ… Νομίζω πως τελειώσαμε για σήμερα», είπε η Κατερίνα η καθαρίστρια. Έχω
ξεγοφιαστεί, δεν αντέχω άλλο, έχω κάνει όλο τον όροφο δέκα φορές από το πρωί.»
«Αχ, Κατερίνα μου, κι εμείς στην κουζίνα τρέχουμε σαν τους παλαβούς, δεν είναι
κατάσταση αυτή, τρώει έξι φορές τη μέρα αυτός ο άνθρωπος. Τι το κάνει τόσο φαΐ;»,
πρόσθεσε η Νίκη, η μια από τις βοηθούς στο μαγειρείο. Ευτυχώς, άλλες δυο μέρες έμειναν,
έμαθα ότι έρχεται η οικογένειά του και θα φύγουν για το πάρκο. Τους ετοίμασαν ένα
λυόμενο υπέρ λουξ, μέχρι να κτιστεί το σπίτι, σωστό παλάτι. Και μετά ξανά στην παλιά και
όμορφη ρουτίνα μας.»
Εν τω μεταξύ, το πάρκο είχε γίνει αγνώριστο. Κανένα δέντρο, ούτε μια αμυγδαλιά, ούτε ένα
αγριόχορτο δεν είχε μείνει όρθιο, μονάχα το λυόμενο υπέρ λουξ σπίτι, είχαν βάλει και
κάποιες γλάστρες με λουλούδια να κρέμονται από τα παράθυρα. Η θέα για όποιον

αντίκριζε το πάρκο ήταν αποκρουστική, τρομακτική. Είχε μεταμορφωθεί σε ένα απέραντο
χωράφι με τεράστιες γούβες και λοφίσκους από κόκκινο χώμα σε κάθε γωνιά.
Μια αμυγδαλιά που μέρες έστεκε εκεί, ήταν η τελευταία που είχε απομείνει, το κορμί της
είχε γείρει, τα λουλούδια της έπεφταν σιγά-σιγά. Φαινόταν άρρωστη, όμως είχε δει όλο
αυτό το κακό και η καρδιά της σπάραζε. Περίμενε καρτερικά να πέσει ο ήλιος. Το είχε πάρει
απόφαση. Έπρεπε να ειδοποιήσει και τους υπόλοιπους φίλους της, κάτι κακό συνέβαινε
στο νησί. Τόσες αδελφές και ξαδέρφια χαμένα, ξεριζωμένα και διαμελισμένα. Έπρεπε να
ειδοποιήσει και τους υπόλοιπους…
Μόλις έδυσε ο ήλιος, η αμυγδαλιά έγειρε τα κλαδιά της και ανασήκωσε τον γκριζοκάστανο
κορμό της και άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς το βουνό.
«Πόλεμος! Πόλεμος! Ξέσπασε πόλεμος!» φώναζε η αμυγδαλιά και έτρεχε ακόμη πιο
γρήγορα προς το μεγάλο δάσος, με τα πιο μυρωδάτα δέντρα και λουλούδια.
«Τρελάθηκες;» την αποπήρε το γέρικο έλατο, όταν την είδε. «Είναι αργά, θα τους ξυπνήσεις
όλους. Ποιος πόλεμος; Πρέπει να κοιτάξεις λίγο τα φυλλώματά σου και τι λίπασμα σου
ρίχνουν, γιατί νομίζω σου κάνει κακό.»
«Σου λέω ότι κάτι σοβαρό γίνεται», επέμενε η αμυγδαλιά. «Το μεγάλο πάρκο με τις
αμυγδαλιές δεν υπάρχει πια, οι άνθρωποι το κατέστρεψαν ολοσχερώς. Τις ξερίζωσαν όλες,
τις μεγάλες μου αδερφές και τις κακόμοιρες ξαδέλφες μου. Δεν έμεινε ούτε ένα μικρό
αμυγδαλολουλουδάκι. Τις σκότωσαν και τις πέταξαν στον γκρεμό», είπε και ξέσπασε σε
κλάματα.
«Χμμ, τότε πρέπει να καλέσουμε έκτακτη γενική συνέλευση. Αμέσως κιόλας!» είπε
αποφασιστικά το γέρικο έλατο και συνέχισε: «Έλα, άρχισε να τινάζεις τα φυλλώματά σου,
καλή μου αμυγδαλιά, να ακούσουν όλοι. Έχει βοριά απόψε, άρχισε να κουνάς τα φύλλα
σου και μέχρι αύριο όλα τα δέντρα θα έχουν πάρει το μήνυμα και θα έχουν συγκεντρωθεί
εδώ».
Το μεθεπόμενο βράδυ, όλα τα δέντρα ήταν συγκεντρωμένα απ’ όλο το νησί στο δάσος.
Ανάμεσά τους και τα λουλούδια και λογιών-λογιών ζαρζαβατικά και αγριόχορτα. Όλα
περίμεναν να ακούσουν τι ήταν αυτό το σημαντικό νέο που έκανε το γέρικο έλατο ν’
αποφασίσει έκτακτη γενική συνέλευση. Κάτι που είχε να γίνει πριν από χιλιάδες χρόνια,
από τον Κατακλυσμό του Νώε.
Το γέρικο έλατο και η αμυγδαλιά άρχισαν να κουνάνε τα φυλλώματά τους ρυθμικά με το
πρώτο φύσημα του ανέμου. Η αμυγδαλιά ρίζωσε δίπλα του και άρχισε να τινάζει τα φύλλα
της και να κουνάει τα κλαδιά της ρυθμικά. Το νέο διαδόθηκε αμέσως. Όλα τα δέντρα
άρχισαν να ριζώνουν και αυτά σε σειρές, τα μεγάλα δέντρα πίσω, οι λεύκες, τα πεύκα, οι
κέδροι, τα έλατα, οι λεμονιές, οι μανταρινιές, και μπροστά ρίζωσαν τα όμορφα και
μυρωδάτα λουλούδια, τα γαρύφαλλα, οι λεβάντες, τα τριαντάφυλλα, οι βιολέτες, και πιο
πίσω τα χρωματιστά λουλούδια, οι τουλίπες και οι ορχιδέες. Όλος ο τόπος γέμισε από
μυρωδιές και πολλά-πολλά χρώματα, κίτρινο και μωβ και πράσινο και λιλά και πορτοκαλί
και κόκκινο. Όταν πια όλα τα λουλούδια μπήκαν στη σειρά, τέντωσαν τα φύλλα τους και τα

φυλλώματά τους. Το γέρικο έλατο ανασκουμπώθηκε, τα λουλούδια και τα άλλα δέντρα
σώπασαν, σταμάτησαν για λίγο οι μυρωδιές και τα λουλουδομουρμουρητά.
«Λοιπόν, αγαπητά μου λουλούδια και φίλοι δέντρα, σας καλέσαμε απόψε εδώ στο Μεγάλο
Λιβάδι, γιατί συμβαίνουν σημεία και τέρατα στον κόσμο των ανθρώπων και θα πρέπει να
αποφασίσουμε από κοινού τι θα κάνουμε. Θα δώσω το λόγο στην αμυγδαλιά, που έχει να
πει πολύ σημαντικά πράγματα και μας αφορούν όλους», είπε το γέρικο έλατο και κάλεσε
στο βήμα τη νεαρή αμυγδαλιά.
«Φίλοι μου δέντρα, αγαπητά μου λουλούδια, στο νησί αυτές τις μέρες έγινε κάτι φοβερό
και πολύ επικίνδυνο για εμάς. Οι άνθρωποι δεν μας θέλουν πια. Κήρυξαν πόλεμο στα
λουλούδια και μάλιστα εν αγνοία μας.»
«Πο-πο-πο-πο… πόλεμοοοοοοςςςςςςςςςςςς!!!!!» άρχισαν να σιγομουρμουρίζουν όλα τα
λουλούδια μαζί. «Τι τγομεγοοό… Τι φοβεγοοοοοοοοό», επαναλάμβαναν οι ανεμώνες και οι
βιολέτες.
«Παρακαλώ, φίλοι μου, αφήστε με να συνεχίσω», φώναξε η αμυγδαλιά. «Σήμερα το πρωί
είδα ένα αποκρουστικό θέαμα, ξερίζωσαν όλες τις αδελφές μου, από το πάρκο με τις
αμυγδαλιές.»
«Ωωωωωωωωω!!! Φγίκηηηηηηηηηηηη, φγίκηηηηηηηηηηη», επαναλάμβαναν οι βιολέτες
και οι τουλίπες.
Η κακομοίρα η αμυγδαλιά ξέσπασε σε κλάματα. Το γέρικο έλατο την πλησίασε και την
αγκάλιασε με τον μακρύ του κορμό, προσπαθούσε να την παρηγορήσει, μάταια όμως.
«Αγαπητοί μου φίλοι, μια λύση υπάρχει και σας καλώ όλους να την ακολουθήσουμε. Να
εγκαταλείψουμε το νησί, απόψε κιόλας!» δήλωσε το γέρικο έλατο.
Φωνές και λουλουδομουρμουρητά ακούστηκαν από παντού. Τα δέντρα άρχισαν να
κουνούν τα φύλλα τους ως ένδειξη διαμαρτυρίας. «Και τα σπίτια μας; Οι οικογένειές μας;
Θα τα αφήσουμε όλα πίσω;»
«Πεύκα φίλοι μου, “σπίτι” για μας τα δέντρα και τα λουλούδια, είναι όπου μπορούμε και
ριζώνουμε, οπότε δεν θα έχουμε κανένα πρόβλημα. Ας μην υπερβάλλουμε. Ενωμένοι θα
εναντιωθούμε και θα νικήσουμε αυτή τη λαίλαπα των ανθρώπων. Ζητάω από εσάς, λοιπόν,
καλά μου πεύκα, να μας δανείσετε τους κορμούς σας, να τους κάνουμε γέφυρες και να
περάσουμε στην αντικρινή βραχονησίδα. Εκεί θα βρούμε καταφύγιο, μέχρι να
καταστρώσουμε ένα σχέδιο αμυντικής στρατηγικής εναντίον των ανθρώπων.»
Το γέρικο έλατο τέλειωσε την ομιλία του. Τα λουλούδια είχαν μείνει ακίνητα. Αγάλματα.
Μια φωνή ακούστηκε από το βάθος: «Να φύγουμε, να φύγουμε, να σωθούμε από τη μανία
των ανθρώπων, δεν θέλω να με ξεριζώσουν, αλλά να ζήσω μέχρι να μαραθώ…» ήταν ένα
μικροσκοπικό ροζ κυκλάμινο.
«Κι εγώ… Κι εγώ… Κι εγώ… Να μαραθούμε καλύτερα» ακούστηκαν και άλλες φωνές.

«Τότε, αγαπητοί φίλοι μου, η απόφαση πάρθηκε. Θα εγκαταλείψουμε το νησί μας και θα
πάμε απέναντι στην έρημη νησίδα.»
Τα δέντρα μπήκαν στη σειρά και όλα κατευθύνθηκαν προς την παραλία, τα πιο μεγάλα
πεύκα έπεσαν στο νερό κάνοντας ένα μεγάλο θόρυβο και χρησίμευσαν σαν γέφυρες, καθώς
ενώθηκαν το ένα αγκαλιάζοντας τον κορμό και τα κλαδιά του άλλου. Χρειάστηκαν
δεκαπέντε πανύψηλα πεύκα

για να φτάσουν στην έρημη νησίδα, που σε λίγα λεπτά είχε πρασινίσει και γεμίσει από
μεθυστικές μυρωδιές. Τα λουλούδια ανέβηκαν ένα-ένα στους κορμούς των φύλλων τους
και κατευθύνθηκαν προς τη νησίδα αμίλητα, σκυθρωπά, κάπως μελαγχολικά. Αν και ήταν ο
δρόμος για την ελευθερία τους και την επιβίωσή τους, ο ξεριζωμός δεν ήταν και τόσο
ευχάριστος για κανένα.
Μέχρι την ανατολή του ήλιου, όλα τα λουλούδια και τα δέντρα, ακόμη και οι θάμνοι είχαν
εγκαταλείψει το νησί. Μονάχα λακκούβες σε διάφορα σχήματα είχαν μείνει, για να
θυμίζουν ότι κάποτε εκεί υπήρχαν άνθη και δεντρολούλουδα.
Ο γεωπόνος, που συνήθιζε να κάνει την πρωινή του βόλτα στο δάσος και στα λιβάδια,
σάστισε. Έμεινε έκπληκτος, να κοιτάζει το βουνό από μικρές και μεγάλες λακκούβες και
τρύπες και τρυπούλες, μα δεν υπήρχε ίχνος από λουλούδι, μήτε δέντρο. «Μα την αγελάδα!
Πού πήγε το δάσος;» Έτρεξε σαν τρελός στο Δημαρχείο.
«Δήμαρχεεεεεεεεεεεεεε… Δήμαρχεεεεεεεε» φώναζε λες και κάποιος του είχε δώσει να
καταπιεί μια ολόκληρη ντουντούκα. «Τα δέντρα εκλάπησαν! Τα λουλούδια και τα δέντρα
εξαφανίστηκαν!!!»
Ο Δήμαρχος, που εκείνη την ώρα ήταν στο κουρείο του κυρ- Θοδωρή, βγαίνει σαστισμένος,
με τις σαπουνάδες στη μούρη. «Μα τι συμβαίνει; Ποιος φωνάζει έτσι; Ποια δέντρα και
λουλούδια;»
Ο γεωπόνος πλησιάζει το Δήμαρχο, που εξακολουθεί να έχει τις σαπουνάδες στο πρόσωπό
του, και του εξιστορεί τα γεγονότα. Ότι είχε πάει βόλτα στο δάσος και είδε τις λακκούβες,
ούτε δέντρα ούτε λουλούδια, ούτε οι βιολογικές καλλιέργειες, ούτε ντομάτες, ούτε
αγγουράκια, τίποτα…
«Αγαπητέ μου, νομίζω ότι σας χτύπησε ο ήλιος. Τόσες φορές σας έχω πει, όταν πηγαίνετε
για βόλτα στο δάσος και στο Μεγάλο Λιβάδι, να βάζετε κάνα καπέλο. Θέλετε να πιστέψω
ότι έβγαλαν πόδια κι έφυγαν τα αγγουράκια και οι ντομάτες;»
«Δήμαρχε, τα πράγματα είναι σοβαρά. Δεν αστειεύομαι. Σας συμβουλεύω να πάμε μαζί για
να το δείτε με τα ίδια σας τα μάτια. Είναι γεγονός: Τα δέντρα και τα λουλούδια
εξαφανίστηκαν».
Ο Δήμαρχος σκουπίζοντας τις σαπουνάδες από το πρόσωπό του έτρεξε πίσω από τον
γεωπόνο, για να δει επιτέλους τι ήταν όλα αυτά τα περίεργα που του διηγήθηκε. «Ακούς
εκεί να εξαφανιστούν τα δέντρα», μονολογούσε και περπατούσε προς το δάσος.

Παρατήρησε όμως ότι σε όλη τη διαδρομή δεν συνάντησε ούτε ένα λουλούδι, ούτε καν μια
τσουκνίδα, τίποτα, και καμιά μυρωδιά δεν απλωνόταν στην ατμόσφαιρα, μονάχα μικρές
γούβες και ένας σωρός από χώμα υπήρχε τριγύρω, όπου κι αν έπεφτε το μάτι του.
Ο Δήμαρχος κοντοστάθηκε. Κοίταξε για λίγο γύρω του. Τίποτα. Ούτε δέντρο, ούτε φύλλο.
«Μάλλον ο γεωπόνος έχει δίκιο. Κάτι συμβαίνει και πρέπει να το εξακριβώσω.» Έφυγε για
τη Χώρα και πήγε στο Αστυνομικό Τμήμα. Ζήτησε να δει τον κύριο Ενωμοτάρχη και αφού
έκλεισε πόρτες και παράθυρα, του είπε για την εξαφάνιση των δέντρων και των
λουλουδιών.
«Κύριε Δήμαρχε, σας εκτιμώ βαθύτατα, αλλά μ’ αυτά που μου διηγείστε νομίζω ότι έχετε
ανάγκη από άλλη βοήθεια, και σίγουρα όχι τη δική μου. Νομίζω ότι πρέπει να πάτε στον
κύριο Γερουλάνο.»
«Δεν μου χρειάζεται γιατρός, αγαπητέ μου Ενωμοτάρχη» δήλωσε ο Δήμαρχος. «Υπάρχει και
δεύτερος μάρτυρας, ο γεωπόνος και θα καταθέσει ενόρκως ότι σας είπα. Από εσάς
χρειάζομαι βοήθεια σ’ έμψυχο υλικό. Να πάμε, να ψάξουμε το νησί, να δούμε τι μπορεί να
έγιναν τα δέντρα μας, τα φυτά μας. Μπορεί να δεχτήκαμε κάποια επίθεση από εξωγήινους,
μπορεί και να μας τα έκλεψαν από το γειτονικό νησί, λόγω της μεγάλης συμφωνίας που
κλείσαμε με τις εταιρείες αρωμάτων…»
«Κύριε Δήμαρχε, ελάτε στα συγκαλά σας, τι εξωγήινους και κουραφέξαλα;», αναπήδησε ο
κύριος Ενωμοτάρχης από έκπληξη. «Σας παρακαλώ σοβαρευτείτε, άλλωστε γνωρίζετε πολύ
καλά ότι δεν μπορώ να σας δώσω ούτε έναν αστυνομικό, μάλλον ξεχνάτε ότι είναι όλοι σε
επαγρύπνηση για τα θησαυροφυλάκια του Μεγιστάνα». Ο Δήμαρχος σηκώθηκε κι άρχισε
να φέρνει γύρες στο γραφείο του Ενωμοτάρχη. «Να πάρει», ψιθύρισε. Είχε ξεχάσει το
Μεγιστάνα, τα έντεκα θησαυροφυλάκια και όλη την τρελο-οικογένεια και τις παράλογες
απαιτήσεις τους.
Γύρισε προς τον Ενωμοτάρχη και είπε: «Δεν με νοιάζει, ακούς, δεν μου καίγεται καρφί για
τον τρελο-Μεγιστάνα και τα θησαυροφυλάκιά του. Αναλαμβάνω όλες τις ευθύνες, θέλω
τώρα κιόλας να συσταθεί μια ομάδα έρευνας και να ψάξει όλο το νησί. Όλοο!» ούρλιαξε ο
δήμαρχος.
Έτσι κι έγινε. Σε χρόνο αστραπή, ο Ενωμοτάρχης έφτιαξε την πρώτη ομάδα κι αυτοί
κατευθύνονταν προς την άλλη πλευρά του νησιού. Σκυλιά πήγαιναν μπροστά. Κάποιοι
χωρικοί ακολουθούσαν κι αυτοί, απορημένοι. Το απόγευμα όλο το χωριό ήταν επί ποδός,
και όλοι έκαναν την ίδια ερώτηση: «Πού πήγαν τα στάχυα μου, πού είναι το καλαμπόκι
μου, μα πού είναι οι ντομάτες μου;» Καμιά απάντηση.
Άρχισαν όλοι να ψάχνουν πυρετωδώς, πήραν τα τρακτέρ και άλλοι τα αυτοκίνητα. Άλλοι με
τα φορτηγά και άλλοι πεζοί, έψαξαν όλο το νησί. σπιθαμή προς σπιθαμή. Δυο μέρες
πέρασαν και κανένα ίχνος από τα δέντρα ή τα λουλούδια.
Εν τω μεταξύ, ο Μεγιστάνας είχε γίνει ανυπόφορος. Όταν είδε τους αστυνομικούς να
εγκαταλείπουν το πόστο τους, άρχισε να φωνάζει και να διαμαρτύρεται για τα
θησαυροφυλάκιά του και την ασφάλειά τους.

Παραπονιόταν ότι πλέον αποτελεί «τροφή» για κλέφτες και ορκιζόταν σε θεούς και
δαίμονες ότι θα μηνύσει όλες τις άρχουσες τάξεις, για την ανευθυνότητα και αγνωμοσύνη
που έδειξαν απέναντί του.
Η απάντηση του Δημάρχου ήταν καθοριστική: «Μωρέ δεν πάει να κουρευτεί. Εδώ έχουμε
σοβαρά προβλήματα. Μπορεί να μας φέρει πίσω τα δέντρα, τα μυρωδάτα λουλούδια, τις
ντοματούλες μας, με τα έντεκα θησαυροφυλάκιά του;»
Στη μικρή νησίδα που είχαν καταφύγει τα λουλούδια και τα δέντρα, οι μέρες κυλούσαν
ειρηνικά και όμορφα. Τα πεύκα τεντωνόντουσαν για να νιώσουν βαθιά τη ζέστα του ήλιου,
οι τουλίπες και οι βιολέτες απολάμβαναν τον ίσκιο τους. Όλα είχαν ριζώσει κι έδειχναν
ευτυχισμένα. Το γέρικο έλατο αγνάντευε το νησί και άκουγε και τα νέα από τα σπουργίτια:
«Έχουν τρελαθεί οι κάτοικοι από τότε που φύγατε. Κάνουν συνέχεια βόλτες στο Μεγάλο
Λιβάδι και στο δάσος. Βγάζουν κάτι μεγάλες κορδέλες και μετρούν και ξαναμετρούν τις
λακκούβες και τη γύρω περιοχή. Ψάχνουν για αποτυπώματα», τιτίβισαν τα σπουργίτια και
πέταξαν…
«Ψάχνουν για αποτυπώματα; Χαχαχαχα, είναι τρελοί οι άνθρωποι» είπε το γέρικο έλατο.
Και πρόσθεσε, «πρώτα κάνουν πόλεμο και μετά ψάχνουν για αποτυπώματα, πού βρίσκουν
το χρόνο;». Ο διάλογος που ακολούθησε ήταν κάπως κωμικοτραγικός μεταξύ του
σπουργιτιού και του γέρικου έλατου. Το σπουργίτι τον διαβεβαίωσε με τη γλυκιά φωνή του,
ότι ποτέ δεν είχε ξεσπάσει πόλεμος στο νησί, ούτε και πουθενά αλλού στη γύρω περιοχή,
γιατί πουλί ήταν και τα πουλιά τα ξέρουν όλα, μια και πετούν από άκρη σε άκρη. Το
σπουργίτι διηγήθηκε ακόμη για τον ερχομό του Μεγιστάνα και ότι μάλλον αυτός είχε
τρελάνει τους νησιώτες κι έτρεχαν όλοι πανικόβλητοι. Αυτός μάλιστα είχε φέρει μεγάλη
αναστάτωση. Ήταν ένας ξένος που έφτασε στο νησί με κάτι πελώρια μεταλλικά κουτιά και
από τότε όλα άλλαξαν στο νησί. Πολλές φορές, το ίδιο το σπουργίτι είχε ακούσει τον
γεωπόνο και τον Δήμαρχο να τσακώνονται γι’ αυτόν και τα τεράστια μεταλλικά κουτιά του.
Ότι πράγματι είχαν διαλύσει όλο το πάρκο με τις αμυγδαλιές και τις ξερίζωσαν μία-μία με
κάτι τεράστια μηχανήματα με δόντια. Αλλά για πόλεμο, το σπουργίτι δεν είχε ακούσει
τίποτα.
«Μα είναι δυνατόν να έκανε τόσο λάθος η αμυγδαλιά; Αυτή μυρίζεται την άνοιξη από
χιλιόμετρα!» δήλωσε το γέρικο έλατο.
«Δεν ξέρω για την άνοιξη, φίλε μου. Πάντως πόλεμος δεν έγινε. Ίσως η αμυγδαλιά να
κλονίστηκε, τόση οικογένεια έχασε σε λίγες ώρες. Πάντως καλά κάνατε. Μακριά από τους
ανθρώπους είναι πολύ καλύτερα», τιτίβισε το σπουργιτάκι και πέταξε προς τη φωλιά του.
Το γέρικο έλατο έξυσε τον κορμό του, τίναξε τα φύλλα του. Ήταν κάπως σκεφτικό. Ακόμη κι
αν έκανε λάθος η αμυγδαλιά και φύγαμε άρον άρον από τα σπίτια μας, πρέπει να βρεθεί
τρόπος να επικοινωνήσουμε με τους ανθρώπους, δεν θα μπορέσουμε να μείνουμε για πολύ
σ’ αυτή τη βραχονησίδα, αλλά είναι και ευκαιρία για να τους δηλώσουμε τα αιτήματά μας»,
σκέφτηκε το γέρικο έλατο.
«Εεεεε, κυρ-Έλατο, μιλάς μόνος σου ή στον άνεμο;», τον διέκοψε ένας κέδρος που
περνούσε από εκεί.

«Σκέφτομαι» του απάντησε το γέρικο έλατο.
«Τι σκέφτεσαι;», τον ρώτησε ο κέδρος.
«Σκέφτομαι την επιστροφή μας στο νησί και πρέπει να είναι θριαμβευτική», είπε ξανά το
γέρικο έλατο. Και άρχισε να διηγείται όσα του είπε το σπουργίτι, ότι δεν έγινε πόλεμος, ότι
ένας ξένος με κάτι παράξενα μεταλλικά κουτιά ήρθε στο νησί και αναστάτωσε όλους τους
κατοίκους. Αυτός ήταν η αιτία για το χαμό της οικογένειας της αμυγδαλιάς και αυτά του
είπε το σπουργίτι. Βρίσκεται ακόμη στο νησί και έχει παράλογες απαιτήσεις. «Αυτό πρέπει
να σταματήσει, για να μπορέσουμε κι εμείς να πάμε στα σπίτια μας» δήλωσε αποφασιστικά
το γέρικο έλατο και απομακρύνθηκε, φωνάζοντας στον κέδρο, «το βράδυ να βρεθούμε όλοι
στην παραλία, να μη λείψει κανείς!».
Έτσι κι έγινε. Το βράδυ συγκεντρώθηκαν πάλι όλα τα δέντρα, τα λουλούδια και τα
ζαρζαβατικά, και ρίζωσαν το ένα δίπλα στο άλλο. Το γέρικο έλατο άρχισε να τους διηγείται
με το νι και με το σίγμα όλη την ιστορία που του είπε το σπουργίτι, και τέλος τους εξήγησε
ότι η κακομοίρα η αμυγδαλιά έπαθε νευρικό κλονισμό και βλέποντας την κατάσταση της
οικογένειάς της νόμιζε ότι γινόταν πόλεμος. Όμως ο υπεύθυνος για όλη αυτή την
κατάσταση είναι ένας πλούσιος άντρας, ο Μεγιστάνας, που πήρε το μεγάλο πάρκο, όπου
βρίσκονταν οι αμυγδαλιές, για να φυτέψει τα έντεκα τεράστια κουτιά του. «Και τι
λουλούδια θα βγάλουν αυτά τα κουτιά; Πιο όμορφα από εμάς;» είπαν οι τουλίπες. «Πιο
μυγωδάτα από εμάς;» είπαν οι βιολέτες.
«Δεν ξέρω τι λουλούδια ή τι καρποί θα βγουν από αυτά τα κουτιά» είπε το γέρικο έλατο.
«Εμείς πρέπει να επιστρέψουμε πίσω στα σπίτια μας, για να γίνει όμως αυτό πρέπει να
θέσουμε όρους!»
«Όγους; Τι είναι αυτοί οι Όγοι;» ρωτούσαν συνέχεια οι βιολέτες.
«Είναι… Είναι… Όταν βρέχει, οι ρίζες σας πίνουν νερό και έτσι στέλνετε σε όλον τον κορμό
σας βιταμίνες και τα λουλούδια και τα φύλλα σας μεγαλώνουν» είπε το γέρικο έλατο.
«Αυτό είναι ό όρος: Υπάρχουν τα σύννεφα και ξαφνικά από άσπρα γίνονται γκρι και αρχίζει
και βρέχει… Αααααααα, χημεία και φυσική… αλλά δεν έχω το χρόνο να σας τα εξηγώ
τώρα.» «Αααααααααααααααααααα, μάλιστα, κατάλαβες;» είπε το κυκλάμινο στο
ζουμπούλι.
«Όχι πολλά! Αλλά αυτό είναι το γέρικο έλατο. Είναι σοφό δέντρο τα ξέρει όλα», είπαν
μεταξύ τους και τα γαρύφαλλα που βρίσκονταν στην πίσω σειρά.
«Λοιπόν, λίγη ησυχία. Πρέπει να βάλουμε όρους για την επιστροφή μας. Για να γίνουμε
κατανοητοί, θα τα χαράξουμε σε ένα φλοιό ή στα μεγάλα φύλλα του πλάτανου. Ποιος όμως
θα τα πάει στους ανθρώπους;». Το γέρικο έλατο τίναξε τα κλαδιά του, ίσιωσε τον κορμό
του. Και είπε: «Η αμυγδαλιά!».
«Ναι, ναι, η αμυγδαλιά. Αυτή μας έμπλεξε» είπαν όλα με μια φωνή τα λουλούδια και τα
ζαρζαβατικά, τα λαχανικά και τα γαϊδουράγκαθα.

«Ας είναι λοιπόν, θα πάει η αμυγδαλιά να δώσει τους όρους μας στους ανθρώπους» είπε το
γέρικο έλατο. Πήρε ένα φύλλο από ένα μεγάλο πλάτανο και με τις πευκοβελόνες χάραξε
κάποια σύμβολα πάνω στο πράσινο φύλλο κι ύστερα το έδωσε στην αμυγδαλιά.
«Μα ποιος θα τα καταλάβει αυτά τα σύμβολα;» διαμαρτυρήθηκαν οι μαργαρίτες και οι
ανεμώνες. «Ο γεωπόνος, αυτός θα τα καταλάβει», δήλωσε το γέρικο έλατο.
Τύλιξε το πράσινο μεγάλο φύλλο του πλάτανου, το κρέμασε σε μια αλυσίδα από
πευκοβελόνες και το τοποθέτησε σ’ ένα πολύ χαμηλό κλαδί της αμυγδαλιάς. «Είσαι έτοιμη
τώρα, μικρή μου. Πήγαινε και φέρε πίσω την άνοιξη σ’ εμάς και τους ανθρώπους». Το
γέρικο έλατο την αγκάλιασε με τον κορμό και τα κλαδιά του. Και η μικρή αμυγδαλιά έφυγε
κρατώντας στο μικρό κλαδί της εκτός από τους όρους των φίλων της, των δέντρων, και το
μέλλον των κατοίκων του νησιού και μέσα της ήλπιζε ότι θα έφερνε πίσω την άνοιξη για
πάντα .

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Το σχόλιο σας θα δημοσιευθεί αφου εγκριθεί πρώτα απο τον διαχειριστή για την αποφυγή υβριστικού η προσβλητικού περιεχομένου.

Με Μια Ματιά