ΔΑΝΗΛΙΣ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Α΄ ΜΑΚΕΔΩΝ ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΡΩΤΟΣ Ή ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΟΣ ;
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΦΩΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ – ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ
Πάτρα 850 μ.Χ. Μια πόλη με περισσότερους από 100,000 κατοίκους γνώριζε
τη μεγάλη της άνθιση στην εποχή της ακμής της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Και
τούτο χάρις στα «πρωτινά μετάξια της τα πλουτοφόρα». Τότε βέβαια δεν ήταν
«ονείρου πλάνη» ο πλούτος της πόλης, όπως μελαγχολικά στοχάζεται ο Παλαμάς
αλλά η πραγματικότητα. Από την εποχή του Ιουστινιανού κι έπειτα η μεταξουργία
και η ταπητουργία είχαν αναπτυχθεί στην Πάτρα, την Αθήνα, την Κόρινθο, τη Θήβα,
το Άργος και αλλού. Κυρίως όμως στην Πάτρα. Τότε, τον 9 ο αιώνα δύο ολόκληρες
συνοικίες, το Βλατερό (από τη βλάττη, λατ. Blattea = πορφύρα και βλαττάς =
εριουργός ) και τα Καντριάνικα (Κανδρεγιάννικα από τη λέξη κανδρές = αργαλειός
μεταξωτών) ήσαν οι «βιομηχανικές ζώνες» της πόλης, γεμάτες από τα εργαστήρια
μεταξωτών, λινών, μάλλινων πορφυρών υφασμάτων, αξιοθαύμαστων για την
ποιότητά τους, τη λεπτότητά τους και την ομορφιά τους. Χιλιάδες άνθρωποι
εργάζονταν, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, δούλοι ή εσωτερικοί μετανάστες. Και
δούλευαν με μεράκι κι αποτύπωναν την καλαισθησία τους κυρίως στα μεταξωτά
χαλιά. Πατρινό δημοτικό τραγούδι λέει σχετικά: «Θέ μου μια κόρη Πατρινιά/ μια
κόρη από την Πάτρα/ ξανθιά και μαυρομάτα/ έχει ασημένιο αργαλειό/ και
φιλντισένιο χτένι/ σαν την κόρη που το υφαίνει…»
Κι ολόγυρα στην Πάτρα, λόφοι και κάμποι ήταν γεμάτοι από μουριές για την
τροφή των μεταξοσκωλήκων.
Πάτρα 850 μ.Χ. Μια μεγαλούπολη στην καρδιά του Μεσαίωνα. Και μπορεί οι
χιλιάδες των εργαζομένων να εξασφάλιζαν τον επιούσιον άρτον ή και κάτι
περισσότερο αλλά το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου και μάλιστα αφορολόγητο κατά
τον Γίββωνα (επιφανή Άγγλο ιστορικό του 18 ου αιώνα), συγκεντρώνονταν στα
θησαυροφυλάκια των ολίγων, των πολύ ολίγων φεουδαρχών ή όπως ονομάζοντο
τότε, των «Δυνατών». Η πιο ισχυρή οικονομικά οικογένεια τότε στην Πάτρα και σε
ολόκληρη την Πελοπόννησο ήταν η οικογένεια της Δανιηλίδος. Η Δανιηλίς ή
Δανηλίς, χήρα κάποιου Δανιήλ είχε στην κατοχή της μια αμύθητη βασιλική
περιουσία, κινητή και ακίνητη. Την θαύμαζε ακόμη και ο Κωνσταντίνος ο Ζ΄ ο
Πορφυρογέννητος ( αυτοκράτορας του Βυζαντίου 913-959 ) ο οποίος αφηγείται στο
Χρονικό του και τα σχετικά με το θέμα που παρουσιάζουμε, διαπραγματευόμενος τα
«του βίου και των πράξεων Βασιλείου του αοιδίμου βασιλέως (= Βασιλείου Α΄ του
Μακεδόνος, αυτοκράτορα από το 867 ως το 886), που ήταν και παππούς του.
Παραφράζοντας τον Κωνσταντίνο τον Πορφυρογέννητο ο μεγάλος ιστορικός της
Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος στο περιοδικό
«Πανδώρα» γράφει για τον πλούτο της Δανιηλίδος «…αξιόλογον της Πελοποννήσου
μέρος ανήκεν εις αυτήν… είχεν πολλάς μυριάδας δούλων, άπειρα βιομηχανικά
καταστήματα, άμετρον χρυσόν και άργυρον εις σκεύη και εις χρήματα. Το δε
τιμιώτατον ( = το πολυτιμότερον) του πολλού εκείνου πλούτου κόσμημα, το οποίον
άπαντες οι θησαυροί της γης δεν ηδύναντο ν’αγοράσωσιν, ήτο η καλλονή». Ήταν
πράγματι πολύ όμορφη γυναίκα η Δανιηλίς και γύρω στα 40 της χρόνια έδειχνε
νεώτερη. «Η φαιδρότης της λευκής αυτής χροιάς, η στιλπνότης του λειοτάτου και
υποκύρτου μετώπου, η λαμπρότης των καστανείων οφθαλμών, είχον εξέλθει μέχρι
τούδε νικηφόροι από του μακρού προς τον χρόνον αγώνος…μειδίαμα χαρίεν, όσω
προσωρινώς και αν εφώτιζε τα σκιερά εκείνα χείλη, ήτον βαθέως εντετυπωμένον εις
πολλάς καρδίας».Το πέρασμα της πρώτης νεότητας φανερωνόταν μόνον στην
ευπρέπεια του προσώπου της.
Η όμορφη χήρα ήταν αγαπητή στους πολλούς Πατρινούς όχι για τα πλούτη της ή την
αριστοκρατική της καταγωγή ή τη δύναμή της αλλά « δια την χάριν, ήτις διωρηθείσα
άπαξ υπό της προνοίας καθιστά και την ταπεινοτέραν των γυναικών ακαταμάχητον».
Νομίζω ότι στην περιγραφή του ιστορικού περιττεύει κάθε σχόλιο. Και όσο κι αν
αλλάζουν από εποχή σε εποχή τα κριτήρια της γυναικείας ομορφιάς θεωρούμενα ως
υποκειμενικά, η ακτινοβολία του προσώπου – στην οποία επιμένει ο ιστορικός-
προξενεί διαχρονικά βαθειά εντύπωση «εις πολλάς καρδίας» ακόμη κι αν δεν
βρέθηκε ο καλλιτέχνης να την παραδώσει στην εικαστική αιωνιότητα όπως συνέβη
αρκετούς αιώνες αργότερα με το περίφημο «χαμόγελο της Τζοκόντα» του Λεονάρντο
Ντα Βίντσι.
Πάτρα 850 μ.Χ. Στην πολύβουη πόλη φτάνει μια κουστωδία αξιωματούχων
της αυτοκρατορικής αυλής ευρισκόμενη σε έκτακτη αποστολή για κρατικές-
οικονομικές υποθέσεις. Επικεφαλής ήταν ένας κοντός στο ανάστημα μεγιστάνας της
Κωνσταντινούπολης ονόματι Θεοφιλίτσης, ευνοούμενος του ισχυρού άνδρα Καίσαρα
Βάρδα (αδελφός της αυτοκράτειρας Θεοδώρας και θείος του τότε αυτοκράτορα
Μιχαήλ Γ΄ του Μέθυσου, του τελευταίου στη σειρά της εξ Αμορίου δυναστείας). Ο
Θεοφιλίτσης είχε μια μανία : συνήθιζε να προσλαμβάνει στην ακολουθία του άντρες
ψηλόκορμους με ηράκλεια δύναμη σαν γίγαντες και τους έντυνε με θαυμάσιες
ολομέταξες φορεσιές. Ένας τέτοιος ακόλουθός του στην Πάτρα ήταν και ο ιπποκόμος
του Βασίλειος ( ο κατοπινός αυτοκράτορας και ιδρυτής της Μακεδονικής
δυναστείας). Ο Βασίλειος ήταν πανέξυπνος και γενναίος αλλά και τυχοδιώκτης και
αδίστακτα φιλόδοξος. Αγράμματος παντελώς και άξεστος εκμεταλλευόταν πάντοτε
την εξωτερική του εμφάνιση. Ρωμαλέος καθώς ήταν χαλιναγωγούσε και τα πιο
αγέρωχα και ατίθασα άλογα και προξενούσε τον θαυμασμό του πλήθους. Παρόλο
που είχε μεγάλο κεφάλι – ο Θεοφιλίτσης του έδωσε το παρατσούκλι Κεφάλας-
γοήτευε με το παράστημά του καθώς ήταν ψηλός και γεροδεμένος, με στιβαρά χέρια
και αθλητικό κορμί. Το πρόσωπό του είχε έντονα και ζωηρά χαρακτηριστικά και τα
μαλλιά του ήταν σγουρά. Η πολυτέλεια και η λαμπρότητα της μεταξωτής του στολής
του χάριζε ιδιαίτερη κομψότητα. Όταν ήρθε στην Πάτρα ήταν 38 χρόνων. Η
ανθηρότητα της ηλικίας συμπλήρωνε την ευρωστία του σώματος. Ο Βασίλειος στην
Πάτρα εμφανίστηκε πρώτα απ’ όλα ως ένα ωραίο ανθρώπινο πλάσμα – εξωτερικά
τουλάχιστον – που ακτινοβολούσε γοητεία.
Η γοητεία του ήταν ασφαλώς το πρώτο στοιχείο που θα συγκίνησε την ώριμη
πλούσια χήρα Δανιηλίδα, την αρχόντισσα της Πάτρας, η οποία κατά τον ιστορικόν
που αισθάνεται «την ανάγκην να το ομολογήσει με θλίψιν» βρισκόταν σε «ηλικία
θλιβεράν». Βέβαια η ηλικία γύρω στα 40 για μια γυναίκα μπορεί να μην είναι
θλιβερή, είναι όμως κρίσιμη. Και για την Δανιηλίδα λόγω της άνετης και
φροντισμένης ζωής που της εξασφάλιζε ο αμύθητος πλούτος της και λόγω της
νεάζουσας ιδιοσυγκρασίας της η συναίσθηση της ηλικίας της θα ήταν οπωσδήποτε
λιγότερο επώδυνη. Είχε εξάλλου στη χηρεία της στήριγμα το γιο της Ιωάννη (εξ ου
και κανδρές του Γιάννη= κανδρεγιάννικα= καντριάνικα= μεταξουργεία του
Γιάννη)και το νήπιο εγγονό της Δανιήλ. Αλλά «ουδείς ηδύνατο να καυχηθεί ότι
εισήλθεν εις τα άδυτα της ψυχής αυτής». Είναι άβυσσος η γυναικεία ψυχή και
αινιγματική πολλές φορές. Και όπως σημειώνει ο ιστορικός μπορεί να διασώζεται η
σωματική ομορφιά όχι όμως και η «φαιδρότητα της καρδίας». Φτάνει ο άνθρωπος –
όχι μόνο η γυναίκα – ηλικιακά «εις προθεσμίαν ανυπέρθετον» και αισθάνεται την
ανάγκη της αγάπης σφοδρότερη ίσως απ’ ότι στην νεότητά του και δυστυχώς «οι
φθίνοντες της καρδίας κρουνοί δεν δύνανται πλέον να κορέσωσι την άσβεστον αυτής
δίψαν»! Βρέθηκε σε αυτή την ψυχολογική κατάσταση η Δανιηλίς; Ζήλεψε την
περιπέτεια της ομηρικής Καλυψώς με τον Οδυσσέα ή της Διδώς με τον Αινεία του
Βιργιλίου; Αναζήτησε στο πρόσωπο του Βασιλείου το ελιξήριο της νεότητας;
Μάλλον. Ο ωραίος και άλκιμος ξένος σίγουρα την εντυπωσίασε και την εγοήτευσε.
Όμως τη βαθύπλουτη Δανιηλίδα θα συγκίνησε και ένα δεύτερο στοιχείο. Η
μέχρι τότε ζωή του Βασιλείου είχε συσχετιστεί με διάφορους θρύλους γοητευτικούς
και προφητικούς. Αν δεν πλάστηκαν εκ των υστέρων από τον εγγονό του
Κωνσταντίνο Ζ΄τον Πρφυρογέννητο και τους υμνητές της Μακεδονικής δυναστείας
βυζαντινούς χρονογράφους, προκειμένου με ένδοξες γενεαλογίες και «θεόσταλτα»
μηνύματα να δικαιολογηθεί η ανάρρησή του στον αυτοκρατορικό θρόνο και να
εξασφαλιστεί η υστεροφημία του, θα πρέπει να κατασκευάστηκαν από τον ίδιο σιγά
σιγά και μεθοδικά. Τα λαϊκά κυρίως στρώματα της θεοκρατικής κοινωνίας του
Βυζαντίου πρόθυμα εδέχοντο διηγήσεις και θρύλους που με υπερφυσικό τρόπο
ιστορούσαν τα νεανικά χρόνια των μεγάλων ανδρών. Έτσι, ένα χρυσό δέντρο που
ονειρεύτηκε στο στήθος της η μάνα του ή οι προρρήσεις του Προφήτη Ηλία στα
όνειρά της για τα μεγάλα πεπρωμένα του γιου της, ένας αετός που πετούσε από πάνω
του όταν ήταν νήπιο, τα μυστηριακά οράματα διαφόρων μοναχών και άλλα παρόμοια
προανήγγειλαν όλα, το μελλοντικό μεγαλείο του Βασιλείου.
Όλη αυτή η φημολογία για το επικείμενο μεγαλείο του Βασιλείου επισημοποιήθηκε
στην Πάτρα τις ημέρες εκείνες. Η αυτοκρατορική αποστολή επισκέφτηκε τον τότε
μητροπολιτικό ναό του Πρωτοκλήτου Αγίου Ανδρέα για προσκύνημα. Η άφιξή της
στην πόλη προκάλεσε την περιέργεια μεγάλου πλήθους Πατρινών και παρατηρήθηκε
κοσμοσυρροή στον Άγιο Ανδρέα. Ο Θεοφιλίτσης περιστοιχιζόταν από τους
πανύψηλους ακολούθους του. Ο Βασίλειος δεν τον συνόδευε · – φαίνεται είχε τους
λόγους του και προσκύνησε λίγο αργότερα. Κάποιος μοναχός – κατά τη μαρτυρία
πάντα του Πορφυρογέννητου Κωνσταντίνου Ζ΄- που φημιζόταν για το προορατικό
του χάρισμα, ενώ δεν είπε λέξη στον άρχοντα και τους λαμπροφορεμένους
δορυφόρους του, όταν είδε τον Βασίλειο – αργότερα – τινάχτηκε όρθιος, υποκλίθηκε
μπροστά του και τον χαιρέτισε προσφωνώντας τον σαν βασιλιά. Ο Βασίλειος
«προσκυνήσας την αγίαν εικόνα, ασπασθείς δε την δεξιάν του μοναχού, απήλθεν
ευλαβώς» και προφανώς κατενθουσιασμένος. Γιατί γνώριζε δύο πράγματα: πρώτον
τα πλούτη και τη δύναμη της όμορφης χήρας και δεύτερον έναν τουλάχιστον από
τους υπηρεσιακούς λόγους της επίσκεψης στην Πάτρα του αυτοκρατορικού
αξιωματούχου και έμπιστου του Καίσαρα Βάρδα, που δεν θα ήταν άλλος από το
«πόθεν έσχες» της «Δυνατής» οικογένειας της Δανηλίδος. Και είχε απεριόριστη
εμπιστοσύνη στον εαυτό του, τόσο στην εξυπνάδα του όσο και στη γοητεία του. Το
επεισόδιο κοινολογήθηκε σε όλη την πόλη. Έφτασε και στ’ αυτιά της Δανηλίδος η
οποία απόρησε για τη διαγωγή του προορατικού καλόγερου και του ζήτησε εξηγήσεις
(το χρονικό δεν κάνει λόγο για την αντίδραση του Θεοφιλίτση). «Μα υποκλίθηκες σ’
έναν ασήμαντο ιπποκόμο, ενώ ποτέ δεν έκαμες σε μένα, την αρχόντισσα του τόπου,
τέτοια τιμή;» του είπε. Και ο καλόγερος της απάντησε: «Σε κανέναν άλλο δεν είπα
ποιόν εχαιρέτισα – σε σένα την αγαθή και φιλάνθρωπη προστάτιδα της Πάτρας λέω
ότι είδα με τα μάτια της ψυχής μου ότι ο νέος αυτός είναι προορισμένος από το
Χριστό να ντυθεί την πορφύρα των αυτοκρατόρων!» Από εκείνη τη στιγμή ασφαλώς
η καρδιά της όμορφης και βαθύπλουτης γυναίκας θα σκίρτησε και «η δίψα της
καρδίας αυτής» να γνωρίσει τον Βασίλειο θα γιγαντώθηκε. Συνέστησε λοιπόν στο γιο
της Ιωάννη να συσχετισθεί μαζί του και να τον καλέσει στο αρχοντικό τους. Και τα
πράγματα πήραν το δρόμο τους· μια πάμπλουτη χήρα που κρατάει στα χέρια της την
οικονομική ζωή της Πάτρας και της Πελοποννήσου και ένας νεώτερος γοητευτικός
αρριβίστας δεν ήταν και δύσκολο να συνεννοηθούν. Άλλωστε ο Βασίλειος δεν θα
ένιωσε κι άσχημα ως υποψήφιος εραστής τέτοιας γυναίκας και καθόλου δε θα έλαβε
υπόψη του την ηλικία της γνωρίζοντας από τη μυθολογία τον έρωτα του νεώτερου
Πάρη προς την Ωραία Ελένη ή από την ιστορία την ομορφιά της γυναικείας
ωριμότητας, κοντά στα σαράντα, της Ασπασίας που κατέκτησε τον Περικλή ή την
Κλεοπάτρα που σαγήνευσε τον Αντώνιο. Και όπως φαίνεται από την εξέλιξη των
σχέσεών του, ο Βασίλειος στάθηκε και πιο έξυπνος από τον Πάρη ή τον Αντώνιο
γιατί και πόλεμο δεν προκάλεσε και την αποστολή του δεν εγκατέλειψε, αλλ’ έμεινε
μόνον στην απόλαυση των θελγήτρων της πανέμορφης χήρας και στην εκμετάλλευση
της οικονομικής της ισχύος. Αν η ωραιότητα των 40 χρόνων της Δανηλίδος του
ενέπνευσε και ακατανίκητο πάθος βαθύτερο, είναι ζητούμενο της ψυχολογικής
περισσότερο παρά της ιστορικής έρευνας.
Πάντως όταν μετά δυο μήνες ο Θεοφιλίτσης επεράτωσε τα της αποστολής
του, ανεχώρησε χωρίς τον ιπποκόμο του. Ο Βασίλειος αρρώστησε ( ή το πιθανώτερο
να προσποιήθηκε ότι αρρώστησε) και παρέμεινε στην Πάτρα μέχρι την επόμενη
άνοιξη· φιλοξενήθηκε όπως ήταν αναμενόμενο στο αρχοντικό της Δανηλίδος.
«Προσῳκειώθη» στη Δανηλίδα, γράφει ο Κ. Παπαρρηγόπουλος. Και δεν νομίζω ότι
θα υπάρξει ερμηνευτικό πρόβλημα για τη λέξη, αν δηλαδή σημαίνει «έγινε οικείος» ή
πιο ελευθέρα «σπιτώθηκε» γιατί είναι γεγονός ότι ξεχειμώνιασε στο πολυτελέστατο
ανάκτορο της Δανηλίδος, στη ζεστασιά των μεταξωτών χαλιών της και της αγκαλιάς
της. Γιατί «η Δανηλίς δεν ηδύνατο να μη θαυμάσει το ηρωικόν του νέου ανάστημα,
την χάριν της ομιλίας του, την σύνεσιν των διανοημάτων και την ευγένειαν του
φρονήματος, ήτις πολυειδώς εμαρτύρει, ότι τύχη δυσμενής κατεβίβασεν αυτόν εις
τάξιν πολύ υποδεεστέραν της προγονικής ευκλείας». Γιατί ο Βασίλειος φαίνεται ότι
συνάρπαζε τη γυναικεία ευαισθησία με μυθικές διηγήσεις για την αριστοκρατική του
καταγωγή από το γένος των Αρσακιδών της Παρθίας, ότι συγγένευε με τους
Μακεδόνες του Μ. Αλεξάνδρου εκ πατρός και με τον Μ. Κωνσταντίνο εκ μητρός!
Βρέθηκε όμως η οικογένειά του στην Ανδριανούπολη όπου εδυστύχησε κι ο ίδιος
αιχμαλωτίσθηκε από βαρβάρους αλλά εδραπέτευσε και σταδιοδρόμησε ως ιπποκόμος
στην Κωνσταντινούπολη! Και μπορεί η ιστορική έρευνα να αμφιβάλλει για τις
πλαστές γενεαλογίες αλλά η γυναικεία ψυχή εκεί λίγο μετά τα σαράντα αρέσκεται να
ζει ένα παραμύθι ότι τάχα την ερωτεύτηκε ο πρίγκιπας των ονείρων της! Για την
Δανηλίδα ο Βασίλειος δεν ήταν πια ένας κομψευόμενος ιπποκόμος αλλά ο ωραίος
πρίγκιπας με την ελληνική και ρωμαιοπολίτικη ευγένεια της καταγωγής του που είχε
δυστυχήσει. Γι’ αυτό «και ηγάπησε πιθανώτατα τον νέον εκείνον, όστις υπερείχε
πολύ όλων των εν Πάτραις λατρευτών της και ηδύνατο να θεραπεύσει εξ ίσου την
καρδίαν της και την φιλοδοξίαν της.»
Και η φιλοδοξία της ταυτιζόταν με τα οικονομικά της συμφέροντα τα οποία
έβλεπε να εξυπηρετούνται πλήρως στο πρόσωπο ενός μελλοντικού διεκδικητή του
θρόνου. Συνδυάζοντας λοιπόν το τερπνόν μετά του ωφελίμου εφρόντισε να επεκτείνει
το δεσμό της και πέρα από τα όρια μιας εφήμερης ερωτικής σχέσης. Γιατί δεν έτρεφε
ασφαλώς αυταπάτες έχοντας επίγνωση τόσο της φθαρτικής επίδρασης της ηλικίας της
στις σχέσεις της όσο και της βιολογικής ακμής του νεώτερου Βασίλειου.
Αδελφοποίησε λοιπόν πρώτα το γιο της Ιωάννη με τον Βασίλειο (η αδελφοποιία ήταν
εκτεταμένη στους Βυζαντινούς παρόλη την αποδοκιμασία της από το επίσημο
κράτος). Έπειτα, όταν ο Βασίλειος ανεχώρησε για την Κωνσταντινούπολη στην
οποίαν «εκάλει αυτόν η μυστηριώδης φωνή της ειμαρμένης, η Δανιηλίς, εις την
καρδίαν της οποίας ο έρως και το πολιτικόν συμφέρον δεινώς αντεπάλαιον»
εξυπηρετώντας το συμφέρον της τον φόρτωσε τόσα δώρα όσα ήσαν αρκετά να
μετατρέψουν έναν ιπποκόμο σε μεγάλο γαιοκτήμονα στη Μακεδονία: Τριάντα
δούλους να τον υπηρετούν, πλούσιο ρουχισμό και πολύ χρυσάφι με το οποίο ο
Βασίλειος αγόρασε κτήματα. Τόσα πλούτη που του έδωσαν άλλον αέρα στην
Κωνσταντινούπολη. Από σταβλάρχης έγινε αυλάρχης (παρακοιμώμενος του
αυτοκράτορα) συμβασιλέας και αυτοκράτορας από το 867 (χρησιμοποιώντας βέβαια
πέραν από τις ικανότητές του και την μέχρις εγκλήματος δολοπλοκία).
Ο έρωτας θα μπορούσε να ξεχαστεί –και ξεχάστηκε από τον Βασίλειο- όχι
όμως και η ευεργεσία. Γι’ αυτό όταν στέφθηκε αυτοκράτορας αναγόρευσε τον
Ιωάννη Πρωτοσπαθάριο (= επικεφαλής των υπασπιστών) στην Κωνσταντινούπολη
και κάλεσε και την Δανηλίδα στην Πρωτεύουσα και την υποδέχτηκε σαν βασίλισσα
στ’ ανάκτορα της Μαγναύρας δίνοντάς της και τον τίτλο της Βασιλομήτορος. Ο Κ.
Παπαρρηγόπουλος αναρωτιέται «αν το αξίωμα τούτο εθεράπευσε τας κρυφιωτέρας
της Δανηλιδος ευχάς, ή αν έκοψεν άλλας ελπίδας». Ενδεχομένως ως γυναίκα «εις τον
απώτατον ορίζοντα της αχανούς αυτής φαντασίας να διέβλεπε την πορφύραν της
βασιλίδος». Οι χρονογράφοι παραδίδουν ότι «είχε φλογερό πόθο για τον
αυτοκράτορα». Και αυτό φαίνεται αληθινό αν λάβουμε υπόψη μας ότι πήγε από την
Πάτρα στην Κωνσταντινούπολη –ταξίδι 45-50 ημερών- δια ξηράς πάνω σε μαλακό
σκίμποδα (= κρεβάτι φορείο) που βάσταζαν 300 σκλάβοι ανά δέκα φέρνοντας μαζί
της δώρα «οία ουδείς σχεδόν μέχρι τότε προς Βασιλέα Ρωμαίων εισήγαγε». Ο
Βασίλειος είχε στείλει δορυφόρους φύλακες για να τη συνοδεύουν και να φρουρούν
και τα δώρα. Τα δώρα (που η αξία τους καθόλου δεν μειώνεται κι αν ακόμα
θεωρήσουμε υπερβολικό το χρονικό) δείχνουν πολλά πράγματα. Πρώτα-πρώτα την
ακμή της υφαντουργίας και μεταξουργίας στη Πάτρα και τη συσσώρευση αμύθητου
πλούτου στα θησαυροφυλάκια της Δανηλίδος. Γιατί συνοδεία 300 σκλάβων και
προσφορά δώρων που συμπεριλαμβάνουν 500 ακόμα σκλάβους από τους οποίους
100 όμορφους ευνούχους, 100 γυναίκες υφάντρες και κεντήστρες, 100 μανδύες
ποικιλόχρωμους από πορφύρα, «σινδόνια έργα παμποίκιλα εκατόν, λινομολοτάρια
(=λινά και μάλλινα κλινοσκεπάσματα) εκατόν, αμάλια λινά ψιλά διακόσια και έτερα
υπέρ τα του αραχνίου νήματα εις λεπτότητα, ων έκαστον εις καλάμου κόνδυλον
ενεβέβλητο, και αυτά εκατόν, και σκεύη πολυτελή εξ αργύρου και χρυσού ικανά και
διάφορα» δείχνουν ασφαλώς και μεγάλο αριθμό των δούλων («υπέρ τας μυίας εν
έαρος ώρα» αναφέρει το χρονικό) και τις τεράστιες ποσότητες ιματισμού και
πολύτιμων σκευών που απέμεναν στην ιδιοκτησία της Δανηλίδος.
Έπειτα τα τόσα δώρα φανερώνουν τις διαθέσεις και τις κρυφές ελπίδες της
γυναικείας καρδιάς. Η Δανηλίς πήγαινε στην Βασιλεύουσα με μια πολύ μεγάλη
προίκα. Στόχευε και στο γάμο της με τον προ δεκαπενταετίας λατρευτό της ή ήθελε
να εξασφαλίσει ευνοϊκή νομοθεσία για την περιουσία των «Δυνατών» που φαινόταν
στον ορίζοντα ότι εκινδύνευε από την οικονομική πολιτική της νέας δυναστείας του
Βασιλείου; Αισθανόταν ότι «εμαραίνετο παρ’ αυτή ο χαρίεις του έρωτος θάμνος» και
γι’ αυτό «έθαλλε το αγέρωχον δένδρον της φιλοδοξίας»; Άραγε την ωθούσε προς τον
Βασίλειο «η περί των πολιτικών συμφερόντων πρόνοια» και η απαίτηση «πλείονος
τινος μερίδος εις τα κέρδη της θαυμασίας εκείνης τύχης» ή ο έρως και «η γυνή εκείνη
ησθάνθη ότι έκρουσε ήδη η ώρα του τελευταίου και κρισίμου της ζωής αυτής
δράματος»; Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος γράφει «εγώ δεν αναλαμβάνω να λύσω το
περιπλεγμένον τούτο ζήτημα» και προσθέτει με ελεγειακή απαισιοδοξία «των μεν
ιερογλυφικών η ανάγνωσις κατωρθώθη, ίσως δε κατορθωθή ποτέ και της Φοινικικής
και της Βαβυλωνιακής γραφής η ανάγνωσις, αλλά τα μυστήρια της ανθρώπινης
καρδίας και μάλιστα της γυναικείας ουδέποτε θέλουν εξηγηθή».
Και μπορεί να μην εξηγούνται τα μυστήρια της ανθρώπινης καρδίας αλλά
είναι βέβαιο ότι εάν η Δανηλίς είχε βλέψεις αυτοκράτειρας θα απογοητεύτηκε. Και
όχι τόσο γιατί η ηλικία της (θα ήταν τότε 55 -58 ετών) «είχεν αποξηράνει ήδη και τας
τελευταίας ρανίδας της αυχμηράς (= στεγνής) εκείνης καρδίας»- και ο πλούτος ξέρει
να υπερνικά τις κοινές του βίου δυσχέρειες και η απόκρυψη της ηλικίας δεν είναι
προνόμιο μόνο της σύγχρονης γυναίκας –όσο γιατί θα είδε στην πρωτεύουσα ιδίοις
όμμασιν και τον τρόπο της ανόδου του Βασιλείου στο θρόνο και πού ξοδευόταν ο
ερωτικός του πληθωρισμός.
Και πράγματι ο Βασίλειος στη δολιότητα των ραδιουργιών του και των
εγκληματικών μηχανορραφιών του προκειμένου να ανέβει στον αυτοκρατορικό
θρόνο ενέπλεξε και πλείστες ερωτικές περιπέτειες- για τον ίδιο πάντα στόχο-. Στη
πορεία του προς το στέμμα, όπως έγραψε ο Maurice Barrès βρίσκουμε «αίμα, ηδονή
και θάνατο». Θα φωτίσουμε περισσότερο τη σχέση του με τη Δανηλίδα αν δούμε και
ορισμένες άλλες περιπέτειές του (απ’ όσες φυσικά μας διέσωσαν οι χρονογράφοι της
εποχής). Ο Βασίλειος επανερχόμενος στη Μακεδονία μετά το ταξίδι του στην Πάτρα
το 850 έγινε με τα χρήματα της Δανηλίδος, όπως είπαμε, μεγαλοκτηματίας.
Παντρεύτηκε μια όμορφη Μακεδονοπούλα, ονόματι Μαρία. Όταν όμως
εγκαταστάθηκεν στη Κων/πολη και μπήκε στη υπηρεσία των ανακτόρων
εκμεταλλευόμενος «τας ταπεινάς αδυναμίας του αυτοκράτορος» όπως
χαρακτηριστικά γράφει ο Δ. Ζακυθηνός, διέλυσε τον πρώτο γάμο του και έστειλε τη
Μαρία στη πατρίδα της δίνοντάς της κάποιο χρηματικό ποσόν. Ο αυτοκράτορας
Μιχαήλ ο Γ΄ φρόντισε να τον ξαναπαντρέψει με μια πολύ όμορφη ερωμένη του, την
Ευδοκία Ιγγερίνα με τη συμφωνία μάλιστα ότι θα εξακολουθήσει ο πολυετής δεσμός
τους! Ο Βασίλειος δέχτηκε και η συμφωνία τηρήθηκε με προθυμία αφού αυτό
εξυπηρετούσε τις φιλοδοξίες του. Είχε άλλωστε βρει και τον τρόπο να κλείνει τα
μάτια μπροστά στη μοιχεία της γυναίκας του: έγινε ερωμένος της Θέκλας, αδερφής
του αυτοκράτορα· ήταν η άτυπη αυτοκρατορική αντιπαροχή προς το Βασίλειο. Ο
αυτοκράτορας έκλεινε κι αυτός τα μάτια και όπως ο γράφει ο Charles Diehl «όλοι
αυτοί, αποτελούσαν την πιο όμορφη οικογένεια που μπορεί να φανταστεί κανείς»!
Κάποιοι μάλιστα χρονογράφοι αναγνωρίζουν τον Μιχαήλ το Γ΄ σαν πραγματικό
πατέρα των δύο πρώτων παιδιών του Βασιλείου.(Οι διάδοχοι αυτοκράτορες Λέων ο
Στ΄ ο Σοφός και Αλέξανδρος). Ο Βασίλειος πέρα από τον αναγκαστικό συμβιβασμό
φαίνεται ότι είχε κυριευθεί από κάποια ακατανίκητη έλξη για την Ευδοκία, γιατί την
κράτησε κοντά του και μετά τη δολοφονία του αυτοκράτορα (στην οποία ο ίδιος είχε
πρωτοστατήσει). Συγχωρούσε μάλιστα και τη σκανδαλώδη ζωή της καθώς και τις
νέες ερωτικές της περιπέτειες μετά το θάνατο του αυτοκράτορα εραστή της. Αυτό
βέβαια δεν το έκανε χωρίς συμφέρον. Η Ευδοκία ήταν αγαπητή σε μεγάλη μερίδα του
λαού και είχε φροντίσει να έχει τη φήμη όχι μόνο για την ομορφιά και τη χάρη της
αλλά και για τη σύνεση και την αρετή της. Γι’ αυτό και ο Βασίλειος αγνοώντας τα
παραστρατήματά της από την πρώτη μέρα που στέφθηκε αυτοκράτορας εμφανιζόταν
μαζί της με πομπώδεις τρόπους προκείμένου να σταθεροποιήσει την εξουσία του. Και
το περίεργο είναι ότι ενώ δεν σκοτιζόταν για την κατ’ εξακολούθησιν απάτη της
γυναίκας του πειράχτηκε όταν τον απάτησε η ερωμένη του Θέκλα με κάποιον
νεώτερο εραστή, φίλο του δολοφονημένου Καίσαρα Βάρδα, και πρόσταξε να
επιβληθεί και στους δυο η προβλεπόμενη για τη μοιχεία ποινή: ραβδισμός και
μαστίγωση: Είχε στην Θέκλα ερωτική αδυναμία; Τη ζήλευε; Ίσως αλλά το βέβαιο
είναι ότι εδήμευσε την περιουσία της Θέκλας!
Όλα αυτά και άλλα ίσως που δεν αναφέρουν οι χρονογράφοι της εποχής, η
αρχόντισσα της Πάτρας τα είδε· έκλεινε όμως κι αυτή τα μάτια στο «πρωτόγονο και
άξεστο πλάσμα, με τα σκληρά και βάναυσα ένστικτα, με τα βίαια πάθη, με τη χυδαία
και ταπεινή ψυχή, που δε γνώριζε κανέναν ενδοιασμό μπροστά στο συμφέρον»
(Diehl). Στον Βασίλειο, κι αν είδε κάποτε το νεώτερο εραστή, τώρα έβλεπε μόνο το
θεμελιωτή μιας δυναστείας, έναν μεγάλο πολιτικό που υποσχόταν λαμπρές μέρες για
το Βυζάντιο. Πίστευε ότι τέτοιος επιτήδειος αυτοκράτορας χρειαζόταν. Και πράγματι
οι ερωτικές περιπέτειες του τυχερού Μακεδόνα δεν τον εμπόδισαν να προετοιμάσει
με τη διακυβέρνησή του δυο αιώνες ακμής και δόξας για το Βυζάντιο. Γι’ αυτό
υπερβαίνοντας τα συναισθήματά της σκέφτηκε σαν επιχειρηματίας. Ο St. Runcinan
τη θεωρεί «επιχειρηματικό πνεύμα που εκμεταλλευόταν τις περιστάσεις». Έδωσε
λοιπόν άλλο νόημα στη σχέση της. Με τη φιλία της προς τα ανάκτορα προστατεύει
και τα δικά της συμφέροντα ως «Δυνατής». Ποτέ δεν έδωσε λόγο για το «πόθεν
έσχεν». Και ο Κων/νος Άμαντος επίσης, επειδή θεωρεί ύποπτη την προέλευση του
πλούτου της Δανηλίδος- πιθανόν από συγγενείς της στρατηγούς οι οποίοι επλούτιζαν
εις βάρος των στρατιωτών τους και των επαρχιωτών- αποδίδει τις περιποιήσεις της
προς τον Βασίλειο από την αρχή της σχέσεώς τους στη γυναικεία ευφυΐα της:
επεδίωκε να βρει τρόπους προκειμένου να «εξέλθει εκ της δυσκόλου θέσεώς της».
Και οι δυο διαπρεπείς βυζαντινολόγοι- όπως κι άλλοι- κλίνουν υπέρ της απόψεως ότι
τις σχέσεις Βασιλείου- Δανηλίδος κατηύθυνε το συμφέρον.
Βέβαια η παραδοχή της μιας θέσης δεν αναιρεί κατ’ ανάγκην την άλλη. Η
προδιαγραφές του χαρακτήρα του Βασιλείου και το κάλλος της Δανηλίδος σε καμιά
περίπτωση δεν αποκλείουν τη συνύπαρξη έρωτος και συμφέροντος. Από τη δική του
όμως πλευρά οπωσδήποτε, η οποιαδήποτε μορφή έρωτος εξαντλήθηκε εν Πάτραις το
σωτήριον δι’ αυτόν έτος 850 αποκλειστικά χάριν του συμφέροντος. Αργότερα απλώς
έδειχνε την ευγνωμοσύνη του με το αζημίωτο όμως. Με τον ίδιο τρόπο περίπου
εκινήθη και η Δανηλίς. Η ψυχολογία της ηλικίας και μάλιστα εν χηρεία και το
εντυπωσιακό παρουσιαστικό του Βασιλείου μάλλον επιβεβαιώνουν τη γέννηση του
έρωτος. Τα τόσα δώρα εν Πάτραις το 850 τη συνύπαρξη έρωτος και συμφέροντος. Το
μεγάλο ταξίδι το 867 στη Βασιλεύουσα μάλλον τη φιλοδοξία και το συμφέρον μαζί.
Και η μετά το ταξίδι συμπεριφορά, το συμφέρον και την επιθυμία της υστεροφημίας.
Γιατί μια έξυπνη γυναίκα που ξέρει να προασπίζει τα συμφέροντά της γνωρίζει
κάλλιστα να προστατεύει και το όνομά της, να φαίνεται τίμια, έστω κι αν δεν έγινε «η
γυναίκα του Καίσαρα» αλλά ήταν μια πλούσια αρχόντισσα της Πάτρας. Η Δανηλίς
λοιπόν αφού έβλεπε και τον «θάμνον του έρωτος» να έχει πλέον μαρανθεί, και «το
δένδρον της φιλοδοξίας» να φυλλορροεί, εφρόντιζε πλέον και για την υστεροφημία
της. Η πρώτη ευκαιρία της δόθηκε όταν κατασκεύασε στα εργαστήριά της και δώρισε
σε ναό που χτιζόταν κατά την επίσκεψή της στην Πόλη ωραιότατους τάπητες για να
καλύψουν όλο το δάπεδό του (τη δωρεά δεν αναφέρει ο πατριάρχης Φώτιος στον
εγκωμιαστικό του λόγο για τη Νέα Εκκλησία, τη μνημονεύει όμως ο Κωνσταντίνος
Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος). Και κάθε χρόνο πάλι, από τότε που γύρισε στην Πάτρα
έστελνε πλουσιώτατα δώρα, επιβεβαιώνοντας την αφοσίωσή της στον αυτοκράτορα.
Και όταν το 886 πέθανε ο Βασίλειος και ανέβηκε στο θρόνο ο γιός του Λέων
Στ΄ο Σοφός ή κατά το βυζαντινό χρονικό «πλουτοκράτωρ γραύς» έκανε και δεύτερο
ταξίδι στη Βασιλεύουσα κομίζοντας πλουσιώτατα δώρα. Θέλει να διασκεδάσει κάθε
υποψία ότι οι ευεργεσίες της προς τον Βασίλειο απέρρεαν από προσωπικούς-
ερωτικούς λόγους και να δοθεί η εντύπωση ότι στήριζε τον άξιο ηγεμόνα και τώρα τη
δυναστεία του. Φέρεται πλέον ως η προστάτιδα και του διαδόχου του Βασιλείου σαν
να ήταν εκείνος ο γιος της. Ο δικός της , ο Ιωάννης, είχε πεθάνει, ο εγγονός της ο
Δανιήλ είχε αρκετά για να ζήσει πλουσιοπάροχα και γι’ αυτό κληροδότησε στο
Λέοντα την τεράστια περιουσία της: Ογδόντα «προάστεια» με εκτάσεις γης (ανάμεσά
τους και η περιοχή Ρωμανού στα περίχωρα της Πάτρας, όπου και εργαστήρια
μεταξουργίας· το όνομα της περιοχής από τον Ρωμανό Α΄ συμβασιλέα του
Πορφυρογέννητου που αναγνώρισε με χρυσόβουλλό του την Εκκλησία των Πατρών
ως Μητρόπολη), χωριά, κωμοπόλεις, εργαστήρια μεταξωτών και λινών υφασμάτων,
εργαστήρια χαλιών ήταν η ακίνητη περιουσία που κληρονόμησε η δυναστεία. Αλλά
και η κινητή ήταν «άξια βασιλέως μάλλον ή ιδιώτου»: χρήματα, χρυσά και ασημένια
σκεύη, πολύτιμα υφάσματα, πλήθος ζώων και πολυάριθμοι δούλοι. Μάλιστα ο Λέων
απελευθέρωσε 3000 απ’ αυτούς και τους έστειλε ως αποίκους στην Ιταλία. Η ίδια η
Δανηλίς είχε ζητήσει να σταλεί στην Πάτρα βασιλικός επίτροπος για την καταγραφή
όλου αυτού του όγκου της κληρονομιάς!
Ο θάνατος επισφράγισε «το πραγματικότερον αποτέλεσμα όλης εκείνης της
μεταξύ Βασιλείου και Δανηλίδος σχέσεως»· τη μεταβίβαση δηλαδή της αμύθητης
περιουσίας στ’ ανάκτορα με τα οποία όπως φαίνεται η Δανηλίς εταύτιζε το κράτος.
Όταν επέστρεψε από την Πόλη στην Πάτρα- μετά το δεύτερο ταξίδι- «ζώντας έτι του
προορατικού εκείνου μοναχού ήκουσε παρ’ αυτού, ότι μετά δεύτερον χρόνον μέλλει
απαίρειν του ζην». Μια γυναίκα γύρω στα 76-78 χρόνια της φροντίζει όχι μόνο για
την υστεροφημία της, αλλά, συναισθανόμενη και το τέρμα του βίου, και για τη
σωτηρία της ψυχής. Έπαιξε κάποιο ρόλο στην απόφαση για τη διαθήκη της εκείνος ο
καλόγερος; Ενδεχομένως. Η «πλουτοκράτωρ γραύς» πάντως παρόλο που είχε
ευεργετήσει και την εκκλησία προτίμησε τώρα ν’ αφήσει τον κύριο όγκο της
περιουσίας της στο κράτος· γιατί αφήνοντας την κληρονομιά της στον αυτοκράτορα
πίστευε ότι γίνεται αγαθοεργός ευεργέτης του διαδόχου του Βασιλείου, ενός
ανθρώπου με τον οποίο όχι μόνο συνδέθηκε συναισθηματικά και τον εβοήθησε να
φτάσει στο θρόνο ή και ευνοήθηκε από αυτόν για τη διατήρηση και την αύξηση του
πλούτου της, με τον οποίο μ ‘ άλλα λόγια είχε σχέσεις έρωτος και συμφέροντος, αλλά
ενός ανθρώπου που πέτυχε τη νίκη της βυζαντινής εξουσίας εναντίον των αντιπάλων
της, την ενίσχυση του διοικητικού μηχανισμού του κράτους και τον πλήρη
εξελληνισμό του, τη νομοθετική μεταρρύθμιση και την ασφάλεια των συνόρων·
πίστευε- και δεν έσφαλλε- ότι αφήνει κληρονομιά σε χέρια ικανά να οδηγήσουν το
κράτος- και το οδήγησαν- στην ακμή και τη δόξα· ασχέτως, όπως προαναφέραμε, αν
τα χέρια αυτά αναρριχήθηκαν στην εξουσία στηριζόμενα «στο αίμα την ηδονή και το
θάνατο».
ΤΕΛΟΣ
ΦΩΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ Δ/ΝΤΗΣ ΠΕΙΡ/ΚΟΥ ΓΥΜΝ. ΠΑΝ/ΜΙΟΥ ΠΑΤΡΩΝ
Για το vima365
Λεζαντα – https://eranistis.net/
Το σχόλιο σας θα δημοσιευθεί αφου εγκριθεί πρώτα απο τον διαχειριστή για την αποφυγή υβριστικού η προσβλητικού περιεχομένου.