Οι Απόκριες στην Ερυθραία της Μικρασίας.(2ο μέρος)

Απο τον Φωτη Καραλη
Τα φαγητά της Αποκριάς ήταν συνήθως απλά, ό,τι βρεθεί κι ό,τι διαθέτει ο καθένας, όμως η διάθεση για γλέντι, τραγούδι και χορό ήταν πλούσια και ποτέ δεν έλειπε από κανέναν, παρ’ όλα τα βάσανα και τις έγνοιες.
Συνηθισμένα αποκριάτικα φαγητά ήταν τα λουκάνικα, ο πατσάς με σκεμπεδάκια και ποδαράκια κι η πηχτή, το μπουμπάρι, οι λαχανοντολμάδες, τα κοτόπουλα και τα ψητά κρέατα κατά την Τσικνοπέφτη και την Κρεατερή. Τ
ην Τυρινή κυριαρχούσαν τα σπιτίσα ή χερίσα ή βρουλίτικα μακαρόνια, τα ζυμαρικά του ματσού, όπως οι χυλοπίτες και ο χερίσος φιδές (κριθαράκι), τα κατιμέρια και οι τυρόπιτες, τα μπουρέκια, οι τσακλαμάδες (στριφτές ή επίπεδες χορτόπιτες), τα τσακλαμαδάκια (τηγανητά χορτοπιτάκια) και τα μπαλίκια (χορτοκεφτέδες), τα κολοκυθίτικα μπουρέκια (κολοκυθόπιτες), οι ακαρονόπιτες ή παυλόπιτες (χορτόπιτα από χυλό με αβγά, τυρί, αλεύρι, μυρουδικά και άφθονους ψιλοκομμένους παύλους ή ακαρόνους, δηλ. τα στελέχη των φρέσκων κρεμμυδιών), το ξύγαλο ή λιγούρτι (γιαούρτι) και τα διάφορα ερυθραιώτικα τυριά (μουτζήθρες, κασκαβάλια κλπ.).

Χαρακτηριστικά γλυκά της περιόδου αυτής είναι το ρυζομπούρεκο, τα αβγοκαλάμαρα (δίπλες), ο σιμιγδαλένιος χαρβάς, οι γαλατόπιτες, το ρυζόγαλο και το καντεϊφι. Κοινή παράδοση όλων των περιοχών της Ερυθραίας ήταν το κλείσιμο της αποκριάτικης ευωχίας μ’ ένα αβγό.
Μετά το δείπνο της Τυρινής Κυριακής, έτρωγαν ένα αβγό κι έλεγαν χαρακτηριστικά: «Με αβγό το σφαλήξαμε και μ’ αβγό θε’ να τ’ ανοίξομε», υπονοώντας την αυστηρότατη νηστεία της Σαρακοστής (κατά την οποία δεν έτρωγαν τίποτε ζωικό) και το πασχαλινό κόκκινο αβγό που τρώγεται αμέσως μετά την Ανάσταση, πριν από τη μαγειρίτσα.
Στη Νέα Ερυθραία, παρά τη φτώχεια, την ανέχεια και τη δυστυχία της προσφυγιάς, διατηρήθηκαν για αρκετές δεκαετίες μετά την εγκατάσταση των προσφύγων (περίπου ως το 1975-80) σχεδόν όλες ετούτες οι συνήθειες.

Τσ’ Απόκριες το κέφι δεν ήλειπε, ενώ τα τσιμπόυσια και τα ζέφκια ήταν μια διέξοδος στα αμέτρητα προβλήματα των προσφύγων. Με λιγοστούς μεζέδες και πολλή διάθεση στηνόταν το αποκριάτικο τσιμπούσι στο άψε-σβήσε.
Τα μετρημένα μόμπιλα (έπιπλα) έβγαιναν στην αυλή και το προσφυγικό δωματιάκι γινόταν πίστα χαράς και ξεφάντωσης.
Οι κουδουνάτοι, πάντα καλομπεγέντιστοι (ευπρόσδεκτοι), σκορπούσαν το γέλιο και χόρευαν ασταμάτητα, τραγουδώντας ούλα τ’ αρσίζικα του ντουνιά!
Ψυχή της Αποκριάς στη Ν. Ερυθραία ήταν κάποτε ο θρυλικός Βασίλης Ντεληγιάννης, ένας Βουρλιώτης πρόσφυγας που σοφιζόταν κάθε χρόνο χίλια δυο μασκαρέματα κι έφτιαχνε μικρούς «θιάσους», παρέες κουδουνάτων που έκαναν την αποκριάτικη εμφάνισή τους στην κεντρική πλατεία της Ν. Ερυθραίας, μπροστά στο σπίτι του, μέσα σε πανδαιμόνιο από γέλια, τουμπελέκια και φάρσες.
Πότε καλούσε τσι χήρες για να ντως βρει γαμπροί, πότε μάζευε ένα κοπάδι μαντράχαλους ντυμένους μωρά και τους κυνηγούσε μ’ ένα βρακί ως ταλαίπωρη μάνα, πότε έκανε τον ψαρομανάβη και πουλούσε αντί για ψάρια ομοιώματα γεννητικών οργάνων, διαλαλώντας χαρακτηριστικά: ‘’Λούτσοι, έχω λούτσοι καλοί με σαφρίδια μπόλικα!

Να τρώ’ η χήρα και να μη δώνει τση παντρεμένης!’’ Πολλές φορές η ψωρομπατούλια (παλιοπαρέα) του γέρο-Ντεληγιάννη με τους κουδουνάτους του έφτανε με τα πόδια ως την Καισαριανή, σκορπώντας το κέφι σε φίλους, συγχωριανούς και συγγενείς που έμεναν σ’ εκείνη την προσφυγογειτονιά, όπως έκανε και πριν από το 1922, που ηγύριζε ξεφαντώνοντας σε ούλοι τσι μαχαλάδες του Βουρλά.
Στις μέρες μας τα αποκριάτικα γλέντια συνεχίζονται σχεδόν ξέπνοα, χωρίς ελληνικό χρώμα, βαθύτατα επηρεασμένα από τον απάνθρωπο ρυθμό και τις συνθήκες της εποχής μας. Έχουν χάσει πια το γνήσιο λαϊκό χαρακτήρα τους, έχουν γίνει αστικά καρναβάλια βραζιλιάνικου ή βενετσιάνικου τύπου, πνιγμένα σε χολυγουντιανά στρας.
Το Μοσχάτο κι Πάτρα ‘’ουδεμίαν απολύτως σχέσιν έχουν’’ με το πραγματικό, το αληθινό ελληνικό καρναβάλι.
Ο υποκριτικός καθωσπρεπισμός, η άκρατη ξενομανία κι ο ενοχλητικός σουσουδισμός είναι πλέον τα κύρια και χαρακτηριστικά γνωρίσματά τους, όπως σε τόσες και τόσες άλλες πτυχές της ζωής μας. Δυστυχώς, τα αρσίζικα τραγούδια και τα τουμπελέκια έχουν σιγήσει για πάντα στις γειτονιές της Ν. Ερυθραίας.
Ελάχιστα σπίτια (κάθε χρόνο και λιγότερα) στήνουν πια τα πατροπαράδοτα αποκριάτικα ζέφκια. Οι κουδουνάτοι γινήκανε μετρημένοι στα δάχτυλα. Καμιά μουτσούνα δεν χτυπά σήμερα ακάλεστη την πόρτα ενός σπιτιού.
Το διονυσιακό κέφι της Αποκριάς και η καλή διάθεση των χτεσινών γλεντοκόπων αντικαταστάθηκαν από τη μουρτζουφλιά (βαρυθυμία), την ανγκούσα (άγχος) και τη μιζέρια του σύγχρονου τρόπου ζωής.
ΥΓ……..Απόσπασμα δημοσίευσης του Θοδωρή Κοντάρα.