Συνέντευξη : Χρηστος Κατσεας
Προσκεκλημένος : Γιώργος Κοντογιώργης
[Α΄ μέρος].
Χρηστος Κατσεας
Γιώργος Κοντογιώργης: «Η κοραϊκή θεώρηση και η καποδιστριακή αντίληψη περί Ελληνισμού βρίσκονται σε ουσιώδη αντίθεση!».
«Έπειτα από εκατόν ενενήντα έξι χρόνια, οι εκδόσεις «Αρμός» και η Ακαδημία Κοσμοσυστημικής Γνωσιολογίας κομίζουν, για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα, τούτο το ιστορικό τεκμήριο, το οποίο διατηρεί αμείωτη την
επικαιρότητά του σε όλες του τις διαστάσεις: γεωπολιτική, γεωστρατηγική, εθνική, γλωσσική, κοινωνική και γεωγραφική.» Πηγή: contogeorgis.gr – cosmosysteme.com
Ο Γιώργος Κοντογιώργης —πολιτικός επιστήμονας, θεωρητικός της Κοσμοσυστημικής Σκέψης και πρόσωπο που εδώ και δεκαετίες μετέχει στον ουσιώδη στοχασμό γύρω απ’ την ελληνική ταυτότητα και τη μορφή του
συλλογικού μας βίου— μας εισαγάγει στην ελληνική έκδοση ενός ιστορικού έργου εξαιρετικής σημασίας: Η Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας –
Από την Εποχή της Αλώσεως της Ανατολικής Αυτοκρατορίας (εκδόσεις Αρμός, 2024), που συνυπογράφουν δύο εμβληματικές μορφές του νεοελληνικού πολιτικού και πνευματικού στοχασμού: ο Ιακωβάκης Ρίζος Νερουλός και ο Ιωάννης Καποδίστριας.
Πρόκειται για κείμενο γραμμένο το 1828, στη γαλλική γλώσσα —τη διπλωματική και πολιτική γλώσσα της εποχής— που επαναφέρει, με τρόπο επίκαιρο όσο ποτέ, το ερώτημα τί σημαίνει «Ιστορία» για έναν λαό που δεν έχει ακόμη κατορθώσει να στοχαστεί ριζικά τον ίδιο του τον εαυτό ως ιστορικό υποκείμενο.
Η επανέκδοση και η εισαγωγική προσέγγιση αυτού του έργου από έναν στοχαστή που αρνείται τις συμβατικές ευρωκεντρικές αναγνώσεις του κόσμου, δεν είναι μια απλή επιστημονική πράξη.
Είναι πολιτική κίνηση, είναι παιδευτική πρόκληση. Γιατί το να σκεφτεί κανείς πώς ο ίδιος ο Νεοέλληνας φαντάστηκε
τον εαυτό του μέσα στην παγκόσμια ιστορία —όχι όπως τον όρισαν οι ξένες αφηγήσεις, αλλά όπως τον συνέλαβε η δική του ιστορική συνείδηση— είναι θεμελιακό για να καταλάβουμε όχι μόνο τί υπήρξαμε, αλλά και αν θέλουμε
—και πώς μπορούμε— να υπάρξουμε στο μέλλον ως κοινότητα με συνείδηση και βούληση.
Χωρίς έναν τέτοιον στοχασμό, η «Ιστορία» μας καταντά μια ξένη αφήγηση, μια μνήμη αδρανής, ένα κατασκεύασμα που μας αποξενώνει απ’ τον εαυτό μας, κι όχι κάτι που γεννά μορφή, αυτογνωσία και πράξη.
Κύριε καθηγητά, σας Ευχαριστούμε!

Μ’ αφορμή την πρόσφατη έκδοση του ιστορικού έργου, το οποίο παρέμεινε αμετάφραστο επί 196 έτη, θα ήθελα να σας υποβάλω τις εξής ερωτήσεις:
Χ. Κ. — Ποια θεμελιώδη αρχή και ποιο ιδεώδες προσανατολίζουν και διαμορφώνουν την πολιτική πορεία του Καποδίστρια;

Γ. Κ. — Σε μια εποχή κατά την οποία η φεουδαρχική απολυταρχία κυριαρχεί στην Ευρώπη και τον κόσμο, ο Ιωάννης Καποδίστριας προαναγγέλλει το μέλλον, την εποχή που η Ευρώπη θα προσεγγίσει μόλις τον 20ό αιώνα.
Υπήρξε, σε πολλά επίπεδα, πρωτοπόρος. Αντιπαραθέτει στην Ιερά Συμμαχία την αρχή των εθνοτήτων, προβάλλοντας το κράτος-έθνος ως θεμελιώδη αρχή, εμφορούμενο από την καθολική ψήφο και τη δημοκρατία. Αρκεί να συλλογιστεί κανείς ότι στη Μεγάλη Βρετανία της εποχής, όπου επικρατεί
απόλυτη μοναρχία, το δικαίωμα ψήφου κατέχει μόλις το 7% των ανδρών.
Έτσι, ο Καποδίστριας αντιπαρατίθεται στους Ευρωπαίους απολυτάρχες αλλά και στους διαφωτιστές, διακηρύσσοντας ότι οι Έλληνες συνιστούν έθνος —ένα έθνος που υφίσταται αδιάλειπτα από την αρχαιότητα και, ως εκ τούτου, δικαιούται να διεκδικήσει την εθνική του ελευθερία.
Ο Μέτερνιχ και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι ηγέτες, με τους οποίους συγκρούστηκε, δηλώνουν παντελή άγνοια της έννοιας του έθνους, ισχυριζόμενοι ότι δεν υπάρχουν έθνη, αλλά μόνο υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επικεφαλής της οποίας βρίσκεται ο σουλτάνος.
Η Γαλλική Επανάσταση ήταν πρωτίστως μια κοινωνική επανάσταση, που αποσκοπούσε στην απελευθέρωση των δουλοπαροίκων και, κατά προέκταση, στην αμφισβήτηση του απολυταρχικού χαρακτήρα της μοναρχίας.
Σε επιστολή του προς τον μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο, ο Καποδίστριας αποσαφηνίζει τη θεμελιώδη διαφορά μεταξύ του δυτικού κοινωνικού και πολιτικού συστήματος και του οθωμανικού, αντιπαραθέτοντας τη μοναδική ανθρωποκεντρική διαδρομή του ελληνικού κόσμου, η οποία
οδηγεί στο εθνικό όραμα των Ελλήνων.
Επισημαίνει ότι οι ευρωπαϊκοί λαοί εκκινούν από την ανάγκη αποτίναξης της φεουδαρχίας, ενώ οι Έλληνες δεν εντάσσονται σ’ αυτήν την κατηγορία· έχουν ήδη συγκροτήσει έθνος, δηλαδή ελεύθερη κοινωνία, η οποία βρίσκεται υπό εθνική και δεσποτική κατοχή.
Ο Καποδίστριας αντιλαμβάνεται αυτό που ακόμη και σήμερα πολλοί νεωτερικοί στοχαστές αδυνατούν να κατανοήσουν: το έθνος δεν είναι τεχνητό κατασκεύασμα ούτε δημιούργημα του κράτους της νεωτερικότητας, αλλά φυσικό ιδίωμα των ελεύθερων κοινωνιών.
Η ταυτότητα ενός έθνους αναδύεται όταν το ίδιο είναι ελεύθερο.
Οι ευρωπαϊκοί λαοί της εποχής του Καποδίστρια ήταν μεν εθνότητες, με διακριτή πολιτισμική φυσιογνωμία, πλην όμως δεν είχαν ακόμη αποκτήσει πολιτική υπόσταση ως έθνη, καθώς στερούνταν του πολιτικού προτάγματος της εθνικής ελευθερίας.
Βίωναν την ύπαρξή τους πρωτίστως ως υπήκοοι του απολυταρχικού μονάρχη και όχι ως πολιτικά συνειδητοποιημένες πολιτισμικές συλλογικότητες.
Ο Καποδίστριας ήδη από το 1820 διατυπώνει ένα θεμελιώδες συμπέρασμα, το οποίο και ο ίδιος έχω διαπιστώσει μέσα από διαφορετική επιστημονική διαδρομή: ο Ελληνισμός συνιστά έθνος, ενώ οι Ευρωπαίοι της εποχής του αποτελούσαν μόνον εθνότητες, που σταδιακά, στο βάθος του 19ου και 20ού αιώνα, θα μετασχηματίζονταν σε έθνη.
Είναι, επίσης, κρίσιμη μια ακόμη διευκρίνιση αναφορικά με το πολιτικό πρόταγμα των Ελλήνων. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η Ελληνική Επανάσταση υπήρξε φιλελεύθερη.
Αυτό είναι ακριβές, στον βαθμό που δεν ήταν κομμουνιστική. Ωστόσο, η έννοια του φιλελευθερισμού για τους Έλληνες και τον Καποδίστρια διαφοροποιείται ριζικά από τον φιλελευθερισμό της νεωτερικότητας.
Ο ελληνικός φιλελευθερισμός ήταν εθνικός και συνδεδεμένος με το ιδεώδες της κοσμόπολης —του κράτους της οικουμένης— στο οποίο συνυπήρχαν η οικονομική και η πολιτική δημοκρατία. Αντίθετα, ο νεωτερικός φιλελευθερισμός ταυτίζεται με το πολιτικό σύστημα της συνταγματικής ή εκλόγιμης μοναρχίας, το οποίο ενσαρκώνεται στο κράτος και περιθωριοποιεί την κοινωνία, μετατρέποντάς τη σε παθητικό θεατή της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας.
Στον ελληνικό κόσμο, το έθνος ενσαρκώνεται ως κοσμοσύστημα μέσω των πόλεων, των κοινών και της δημοκρατικής πολιτείας.
Πρόκειται για μια αδιάσπαστη εξελικτική πορεία, που εκτείνεται από την εποχή του Σόλωνα μέχρι και την Οθωμανική περίοδο —μια πλήρης κοσμοσυστημική βιολογία.
Συγκριτικά, ο Ευρωπαίος της νεωτερικότητας βρίσκεται ακόμη στο στάδιο της πολιτικής και κοινωνικής βρεφικότητας, ενώ ο Έλληνας, μέσα από την ιστορική του διαδρομή, έχει ήδη φθάσει στην ωριμότητα.
Ο Έλληνας άνθρωπος, ως συλλογικότητα, δεν αποξενώνεται από τους θεσμούς του, αλλά τους ενσαρκώνει· δεν εκχωρεί την πολιτική του υπόσταση σε μια απολυταρχική εξουσία.
Το ελληνικό έθνος αποτελεί αντικείμενο διαχείρισης από τις πόλεις και, αργότερα, στην περίοδο της οικουμένης, από τη Βασιλεύουσα Πόλη.
Ο Πολύβιος, στη συνέχεια του Αριστοτέλη, επισημαίνει ότι η ελευθερία του έθνους ταυτίζεται με την ελευθερία των πόλεων· όταν οι πόλεις είναι αφρούρητες και ανεξάρτητες, τότε το έθνος είναι ελεύθερο.
Αντίθετα, οι νεωτερικοί αντιφρονούντες επιμένουν ότι η δημοκρατία στον ελληνικό κόσμο εξέλειψε με τον Αλέξανδρο.
Αγνοούν, όμως, ή εσκεμμένα παραβλέπουν το γεγονός ότι ο Αλέξανδρος διέταξε την εγκαθίδρυση δημοκρατιών παντού στον δρόμο του.
Η δημοκρατία, μάλιστα, στη συγκροτημένη της μορφή —χωρίς την ύπαρξη δουλείας και με εφαρμογή της δημοκρατικής αρχής τόσο στην οικονομία όσο και στην πολιτική— διατηρήθηκε στον ελληνικό κόσμο μέχρι το τέλος του Βυζαντίου και ακόμη περισσότερο, έως το τέλος της Οθωμανικής κυριαρχίας.
Οι πρώτοι που κατήργησαν με νόμο τη δημοκρατία στην Ελλάδα ήταν οι Βαυαροί απολυτάρχες, οι οποίοι, στο όνομα του «εκσυγχρονισμού», επιδίωξαν να μας μετατρέψουν σε πιστό αντίγραφο της ελέω Θεού απολυταρχικής Ευρώπης.
Η ιστορική επίγνωση αυτής της συνέχειας του Ελληνισμού καθιστά το επιχείρημα του Καποδίστρια επαναστατικό. Και δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η Ιστορία του Καποδίστρια-Νερουλού αποτελεί την πρώτη Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας.

Χ. Κ. — Ποια θα ήταν η απάντησή σας σ’ εκείνους που αποδίδουν στον Καποδίστρια αυταρχικές τάσεις στη διακυβέρνησή του ή που τον χαρακτηρίζουν φιλορώσο;

Γ. Κ. — Ποιος κατηγόρησε τον Καποδίστρια για αυταρχική διακυβέρνηση; Οι επικριτές του παραβλέπουν ότι εξελέγη από την Εθνοσυνέλευση, η οποία του ανέθεσε την εξουσία αναστέλλοντας το Σύνταγμα για δύο βασικούς λόγους: πρώτον, διότι δεν υπήρχε κράτος ικανό να το εφαρμόσει και η Επανάσταση είχε περιέλθει σε δεινή κατάσταση, από την οποία την είχαν οδηγήσει ακριβώς αυτοί που τον κατηγορούσαν.
Δεύτερον, διότι η απολυταρχική Ευρώπη αντιδρούσε σφοδρά σε κάθε σκέψη περί μη μοναρχικού ή μη απολυταρχικού πολιτεύματος.
Δεν επιθυμούσε καν να ακούσει για Σύνταγμα και αντιαπολυταρχική διακυβέρνηση, καθώς η Ελληνική Επανάσταση είχε ήδη πυροδοτήσει ένα γενικότερο κίνημα αμφισβήτησης των απολυταρχικών
καθεστώτων στην Ευρώπη.
Εξάλλου, οι Μεγάλες Δυνάμεις έθεταν ως όρο, για οποιαδήποτε συζήτηση περί αναγνώρισης ενός ελληνικού κράτους, την προσήλωσή του σε μοναρχικές αρχές.
Οι πολέμιοι του Καποδίστρια ήταν εκείνοι που συνωμοτούσαν, εκλιπαρώντας τους Ευρωπαίους ηγεμόνες να τους απαλλάξουν από την παρουσία του.
Δεν τον εχθρεύονταν επειδή ήταν αυταρχικός, αλλά επειδή η πολιτική του περιθωριοποιούσε τα προσωπικά τους συμφέροντα.
Δεν δίστασαν να υποκινήσουν αιματηρές εξεγέρσεις εναντίον του κυβερνήτη, τον οποίο λάτρευε
ο λαός. Παρότρυναν τους αγωνιστές να απαιτούν μισθούς, τους Μανιάτες και τους Υδραίους να ζητούν αποζημιώσεις για τη συμμετοχή τους στην Επανάσταση, ενώ κατακρατούσαν τα δημόσια έσοδα προς ίδιον όφελος.
Ο επικεφαλής όλων αυτών έφτασε στο σημείο να ωθήσει τον Μιαούλη να πυρπολήσει τον ελληνικό στόλο.
Στη σημερινή εποχή, ακόμα και μια απλή διαδήλωση αντιμετωπίζεται με δακρυγόνα και καταστολή.
Τι έπρεπε, λοιπόν, να κάνει ο Καποδίστριας;
Είναι ο ίδιος που αρνήθηκε κατηγορηματικά να καταργήσει την καθολική ψήφο, παρά τις πιέσεις εκείνων που τον κατηγορούσαν για αυταρχισμό.
Εισήγαγε δημοκρατικούς θεσμούς στην τοπική αυτοδιοίκηση, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση των κοτζαμπάσηδων και των πολιτικών του αντιπάλων, όπως ο Μαυροκορδάτος.
Είναι ο ίδιος που θεμελίωσε την Ελβετική Πολιτεία, την οποία σήμερα θαυμάζουν όλοι, και που είχε
κατηγορηθεί στην Ιόνια Πολιτεία από τον Ρώσο προβλεπτή για υπερβολικό φιλελευθερισμό.
Τους πολιτικούς του αντιπάλους τους προειδοποιούσε να μην συνωμοτούν με τις ξένες Δυνάμεις, διότι αυτές θα τους επέβαλαν ως ηγέτη κάποιον ανώριμο πρίγκιπα από τις ευρωπαϊκές αυλές, και τότε θα
αντιλαμβάνονταν τι σημαίνει πραγματική απολυταρχία.
Ήταν ο ίδιος που επικοινωνούσε με τον Λεοπόλδο, προτείνοντάς του να ζητήσει την έγκριση του
ελληνικού λαού για να κυβερνήσει.
Στο κρίσιμο σημείο όπου είχε περιέλθει η Επανάσταση, υπήρχαν δύο επιλογές: ο δρόμος του Καποδίστρια και ο δρόμος των Μαυροκορδάτου και Κοραή.
Με τη δολοφονία του Καποδίστρια επικράτησε ο τελευταίος, με τα γνωστά αποτελέσματα για τον ελληνισμό: την αποδόμηση του μεγάλου ελληνικού κόσμου και, εντέλει, τη σημερινή λεηλασία και πτώχευση της χώρας.
Στην Ιστορία του ο Καποδίστριας αναλύει με εξαιρετική ακρίβεια γιατί η Επανάσταση απέτυχε τόσο στη Μολδοβλαχία όσο και στην Πελοπόννησο.
Προτείνει δε τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να επιτύχει: αντί της αποσπασματικής εξέγερσης, έπρεπε να μετατραπεί σε οργανωμένο διακρατικό πόλεμο, με μια συγκροτημένη πολιτική και στρατιωτική δομή.
Το κεντρικό κράτος δεν συγκροτήθηκε ποτέ, με αποτέλεσμα να ξεσπούν συνεχώς εμφύλιες διαμάχες και να υπονομεύεται ο Αγώνας.
Για να κατανοήσει κανείς την Ελληνική Επανάσταση, αρκεί να μελετήσει τον Θουκυδίδη και τον Πελοποννησιακό Πόλεμο.
Όπως και τότε, έτσι και το 1821, έλειψε η κεντρική ηγεσία. Δεν μπορεί να υπάρξει επιτυχημένη επανάσταση χωρίς ηγεσία.
Ο Καποδίστριας, με διορατικότητα, ανέλυσε στο υπόμνημά του γιατί η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν καταδικασμένη να καταρρεύσει: η κρίση της ήταν εγγενής και αναπόφευκτη, καθώς αποτελούσε έκφανση της ασιατικής δεσποτείας.
Η αλλαγή του οθωμανικού καθεστώτος θα ήταν δυνατή μόνο αν ο Τούρκος έπαυε να είναι Τούρκος, κάτι που, όπως προέβλεπε, δεν θα συνέβαινε ποτέ.
Ο Καποδίστριας δεν έθετε το δίλημμα «Ανατολή ή Δύση», αλλά υποστήριζε έναν ελληνικό δρόμο. Αναλύοντας τη Ρωσία, κατέληγε στο συμπέρασμα ότι μια απελευθέρωση των Ελλήνων από τους Ρώσους θα είχε καταστροφικές και μη αναστρέψιμες συνέπειες. «Αλλοίμονό μας αν μας ελευθερώσουν οι Ρώσοι» έλεγε, «θα γίνουμε ρωσσογραικοί και τότε δεν θα ελευθερωθούμε ποτέ».
Περιέγραφε με γλαφυρότητα την κατάσταση στη Ρωσία, όπου οι άνθρωποι πωλούνταν στα παζάρια όπως τα άλογα. Αυτή η στάση του απαντά ευθέως σε όσους τον κατηγορούσαν για φιλορωσική πολιτική.
Ο Κοραής, από την άλλη, κατηγόρησε τον Καποδίστρια επειδή αρνήθηκε να μετατρέψει την Ελλάδα σε γαλλικό προτεκτοράτο.
Μαζί με τους κοτζαμπάσηδες, υπονόμευσε τον κυβερνήτη, οδηγώντας τελικά στη δολοφονία του.
Σήμερα, η ελλαδική πολιτική και πνευματική τάξη συνεχίζει την παράδοση αυτής της υποτέλειας, αποεθνικοποιώντας την παιδεία και πανηγυρίζοντας για τη διάλυση της εθνικής ταυτότητας.
Ο Καποδίστριας είχε πλήρη επίγνωση ότι η δύναμη του ελληνισμού βρισκόταν στην οικουμενική
του διάσταση, όχι στην υποταγή σε ξένες δυνάμεις.
Το χάσμα μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, που εδραιώθηκε από την εποχή της βαυαρικής μοναρχίας, παραμένει μέχρι σήμερα.
Η κομματοκρατία που εγκαθιδρύθηκε από τότε εξακολουθεί να κατατρώει τον ελληνισμό.
Οι πολίτες, άλλοτε φορείς της πολιτικής βούλησης μέσω των κοινοτήτων, έχουν μετατραπεί σε πελάτες των πολιτικών.
Η μακραίωνη ελληνική δημοκρατική παράδοση αντικαταστάθηκε από ένα συγκεντρωτικό, αποκομμένο από την κοινωνία σύστημα εξουσίας, που διαιωνίζει την εξάρτηση και την υποτέλεια.

Χ. Κ. — Εάν η ελληνική σύλληψη της πολιτικής ελευθερίας εύρισκε εφαρμογή στον ιστορικό χρόνο, ποιο θα ήταν το «πρόσωπο» και το ήθος της;
Γ. Κ. — Υπάρχουν, θεμελιωδώς, δύο διακριτές οδοί προς τη νεωτερικότητα.
Η μία είναι η ελληνική, η οποία διεκόπη βιαίως από τη σύμπραξη της δυτικής και της ασιατικής βαρβαρότητας, με αποκορύφωμα την άλωση του Βυζαντίου.
Κατά την περίοδο μεταξύ των Ισαύρων και των Μακεδόνων αυτοκρατόρων διαμορφώθηκαν στο εσωτερικό της Βυζαντινής Οικουμένης οι προϋποθέσεις για τη μετάβαση στη «μεγάλη κλίμακα», δηλαδή στο εδαφικά συγκροτημένο κράτος.
Η κοσμοσυστημική αυτή μετάβαση, η οποία εκινείτο προς έναν ανθρωποκεντρικό μεταβυζαντινό κόσμο, μεταφέρθηκε έκτοτε στη Δύση, όπου και άρχισε να εξελίσσεται μέσα από έναν μακροϊστορικό ανταγωνισμό —από το 1204 και ιδίως μετά το 1453, η πρωτοβουλία του ιστορικού γίγνεσθαι πέρασε πλέον στα δυτικά χέρια.
Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 υπήρξε η τελευταία, ύστατη απόπειρα ανάκτησης και ανοικοδόμησης του ελληνικού οικουμενικού δρόμου προς τη νεωτερικότητα —ενός δρόμου που, εφόσον είχε επικρατήσει, θα θεμελιωνόταν εξ υπαρχής στη δημοκρατική αρχή. Αν ανατρέξει κανείς στο πολιτειακό όραμα του Ρήγα Βελεστινλή, διαπιστώνει ότι η δημοκρατία παρουσιάζεται ως
βιωματικό στοιχείο της ελληνικής κοινωνίας, το οποίο αναδύεται μέσα από τα κοινά, τις κοινότητες και τις πόλεις καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, αλλά και πολύ πριν από αυτή.
Στην Ελληνική Δημοκρατία του Ρήγα, η δημοκρατία δεν περιορίζεται σε ένα συγκεντρωτικό μοντέλο εξουσίας· αντιθέτως, αποτελεί καθολικό πολίτευμα εντός των τοπικών κοινών, ενώ η κεντρική εξουσία ασκεί μόνον νομοπαρασκευαστικές αρμοδιότητες, χωρίς κυριαρχική εξουσία στη λήψη αποφάσεων.
Σε ευθεία αντίθεση με το μοντέλο της εκλόγιμης μοναρχίας των νεοτέρων χρόνων, το πολίτευμα του Ρήγα εγγράφεται στον ανθρωποκεντρικό κανόνα της βάσης και όχι της κορυφής. Αρκεί, δε, μια σύγκριση με τις πολιτικές αντιλήψεις του Ρουσσώ, για να αντιληφθεί κανείς πόσο αρχαϊκός φαντάζει ο Ελβετός διανοητής έναντι του ώριμου πολιτειακού λόγου του Ρήγα.
Ο Ρήγας και ο Καποδίστριας, αμφότεροι, μας υπενθυμίζουν ότι οι ελληνικές κοινότητες της Τουρκοκρατίας δεν ήταν παραρτήματα εξουσίας αλλά συνεχίζουσες των πόλεων-κρατών της ελληνιστικής και βυζαντινής οικουμένης· με την ίδια αξιακή και θεσμική υποδομή.
Όταν, όμως, κατέφθασαν οι Βαυαροί μετά την Επανάσταση, κατήργησαν τις τοπικές συνελεύσεις και
μαζί με αυτές τη δημοκρατία, επιβάλλοντας ένα τιμοκρατικό σύστημα διοίκησης, όπου οι δήμαρχοι επιλέγονταν όχι βάσει δημοκρατικών διαδικασιών αλλά με γνώμονα την αποδοχή της «ελέω Θεού» μοναρχίας.
Παρά ταύτα, οι Έλληνες, αν και τελούν υπό εθνική δεσποτική κατοχή, επιμένουν να αυτοοργανώνονται σύμφωνα με τα πρότυπα της δημοκρατικής αυτοκυβέρνησης. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η Κάλυμνος, το νησί των σφουγγαράδων, το οποίο, στο σύνταγμά του του 1894, θεσμοθετεί τη βιωμένη
δημοκρατία που ήδη ασκούσε.
Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς: πώς εξηγείται ότι η Οθωμανική, ασιατικής κοπής, δεσποτεία ανεχόταν τις ελληνικές κοινότητες και τη λειτουργία της δημοκρατίας, ενώ η ευρωπαϊκή «φωτισμένη» δεσποτεία τις κατήργησε με συνοπτικές διαδικασίες;
Η απάντηση είναι απλή: οι Οθωμανοί, αν και δεσποτικοί, παρέμειναν μέχρι τέλους δηωτικοί κατακτητές· δεν ενδιαφέρονταν για την εσωτερική οργάνωση των υποτελών, εφόσον εισέπρατταν τον φόρο.
Αντιθέτως, η δυτική απολυταρχία —και κυρίως η πρώιμη αστική τάξη που αναδύθηκε εντός της— δεν κατέλυσε μόνον την απολυταρχία αλλά και υφάρπαξε το κράτος, υποτάσσοντας τις κατώτερες τάξεις σε μια νέα, οικονομική δουλεία: εκείνη της εργασιακής εξάρτησης και της ιδιωτικής απορρόφησης του κοινωνικού πλούτου.