Tα πλοία της σωτηρίας
Απο την Παναγιώτα Ιωακειμίδου
Οι δικοί μας πρόγονοι ήρθαν μέσω Χαλεπίου- Βηρυτού
Φθινοπώριασε πια. Τα βράδια κάνει κρύο στη Βηρυτό. Ο αέρας τσούζει τα πονεμένα κορμιά. Οι αντοχές στέρεψαν, το ίδιο και τα δάκρυα.
Κάθε μέρα περιμένουν τα πλοία που δεν έρχονται.
Στους τρεις μήνες απάνω επιτέλους φτάνει το πλοίο της σωτηρίας τους. Επιβιβάζονται χωρίς τάξη, τσαλαπατώντας ο ένας τον άλλον.
Το καράβι ξεκινάει.
Πίσω του η Βηρυτός χάνεται, χάνεται. Κοιτάνε μπροστά, η ελπίδα ζεσταίνει τις καρδιές.Το βαπόρι τραβάει για την Ελλάδα.
Ήταν ένα παλιό σαπιοκάραβο φορτωμένο τρεις χιλιάδες ψυχές. Πάνω στο πλοίο θέριζαν οι αρρώστιες και ο θάνατος.
Όσους πέθαιναν τους έριχναν στη θάλασσα για να μην μολύνουν και τους άλλους. Αποθηριώνεται ο άνθρωπος σε ακραίες συνθήκες και δεν το νοιάζει πια ο θάνατος του διπλανού του, αλλά η δική του σωτηρία.
Οι συνθήκες πάνω στο πλοίο είναι άθλιες. Καταστρώματα, αποθήκες, αμπάρια έχουν ξεχειλίσει από το πλήθος των πενομένων.
Ο συγχρωτισμός χιλιάδων ανθρώπων, η έλλειψη νερού και η απουσία κάθε στοιχειώδους καθαριότητας έχουν σαν επακόλουθο την εμφάνιση λοιμωδών νόσων.
Οι ψείρες και ο τύφος αποδεκατίζουν το ταλαίπωρο πλήθος. Οι θάνατοι πάνω στα πλοία είναι καθημερινοί. Ανακύπτει τότε το σοβαρό πρόβλημα της ταφής των νεκρών.
Δεν ήταν δυνατόν να ταφούν στη στεριά ούτε και ήταν σωστό και ηθικό να ριχτούν τα πτώματα στη θάλασσα.
Τη λύση έδωσε η τότε κυβέρνηση Πλαστήρα, η οποία έδωσε εντολή να καίγονται οι νεκροί στους κλιβάνους των πλοίων.
Είναι πια 23 Σεπτεμβρίου του 1923,όταν η τελευταία αυτή ομάδα των προγόνων μου καταφθάνει στο λιμάνι του Πειραιά.
Τα πλοία ξεφορτώνουν τον κόσμο, έναν κόσμο κουρελή, αναμαλλιασμένο, με άδεια βλέμματα και δέρμα ζαρωμένο πάνω σε κόκαλα. Νιώθουν εντελώς χαμένοι, ξένοι σε μια ξένη χώρα.
Τα άφησαν όλα πίσω τους, πεθαμένους, περιουσίες, τη γη τους. Μια νέα ταυτότητα θα τους ακολουθεί από δω και πέρα «πρόσφυγες».
Κατευθείαν και αυτοί οδηγούνται στον Αι- Γιώργη στο λοιμοκαθαρτήριο. Μένουν σαράντα μέρες και στη συνέχεια με τρένο έρχονται στη Θεσσαλονίκη.
Διαμένουν μερικές εβδομάδες σε σχολεία και εκκλησίες, μέχρι να αποφασίσει η επιτροπή πού θα τους στείλει. Κατακλύζουν τους δρόμους και τα πεζοδρόμια της Θεσσαλονίκης.
Πεθαίνουν οι γέροι, γεννάνε οι γυναίκες, ερωτεύονται τα νιάτα.
Η ζωή συνεχίζεται με τους ρυθμούς της κάτω από οποιασδήποτε συνθήκες. Τους επιβιβάζουν στο τρένο για Βεγόρα και από εκεί με κάρα της επιτροπής και αυτοί πάνε στο Χαϊδαρλί.
Τα κάρα μεταφέρουν μόνον τα σκελετωμένα σώματα, δεν έχουν πια τίποτα μαζί τους, παρά μόνον την ελπίδα και δυο χαλύβδινα χέρια.
Από τη Βεγόρα ως το Χαϊδαρλί κάνουν όνειρα. Ζεσταίνεται η καρδιά τους. Ελπίζουν ξανά. Θα αποκτήσουν μια στέγη, ένα χωραφάκι, εκκλησία, παιδιά.
Το νέο τους χωριό έχει ακόμα Τούρκους κατοίκους. Στεναχωριούνται και αυτοί πολύ που θα φύγουν.
Τους ρωτάνε πώς είναι εκεί ο τόπος, οι άνθρωποι. Δε θέλουν να φύγουν από τον τόπο και την πατρίδα τους.
Εδώ ζούνε καλά.
Έχουνε πολλά χωράφια, είναι γεωργοί, κτηνοτρόφοι.
Το μέλλον στην ξένη γη τους φοβίζει.
Οι άνθρωποι μετακινούνται, οι τόποι αλλάζουν, αλλά οι πατρίδες μένουν βαθιά μέσα στις ψυχές και τις παρηγορούν στα δύσκολα που θα ακολουθήσουν.
Δεν έχουν την πολυτέλεια ούτε το κουράγιο να χύσουν άλλα δάκρυα. Εγκαθίστανται στα άδεια τούρκικα σπίτια και ο αγώνας της επιβίωσης ξεκινάει.
Απο την Παναγιώτα Ιωακειμίδου
(Από το βιβλίο μου «Ματωμένος Νόστος», εκδόσεις Κυριακίδη).
Το σχόλιο σας θα δημοσιευθεί αφου εγκριθεί πρώτα απο τον διαχειριστή για την αποφυγή υβριστικού η προσβλητικού περιεχομένου.
