Δ’ ΜΕΡΟΣ (τελευταίο) Επανάσταση μητροπολίτη Διονυσίου Β΄ «Φιλοσόφου»
Απο τον Δημήτρη Κ. Αγγελή
Επανάσταση μητροπολίτη Διονυσίου Β΄ «Φιλοσόφου» στην Καρδίτσα, Άγραφα, Τρίκαλα (1600). Συμμετοχή αρχιεπισκόπου Φαναρίου και Νεοχωρίου Καρδίτσας Σεραφείμ κ.ά. κληρικών.
Δημήτρης Κ. Αγγελής, συγγραφέας – αντιστράτηγος ΕΛ. ΑΣ. (ε.α.).
Δ’ ΜΕΡΟΣ (τελευταίο), συνέχεια της 3/5 και 5/6/2025.
Συνεχίζοντας την εξιστόρηση της επανάστασης στην Καρδίτσα, Άγραφα και Τρίκαλα του μητροπολίτη Διονυσίου, παρουσιάζουμε αμέσως ένα ακόμη δημοτικό τραγούδι για τον, εκτελεσμένο (4-12-1601) απ’ τους Οθωμανούς, θαυματουργό αρχιεπίσκοπο Φαναρίου και Νεοχωρίου Καρδίτσας Σεραφείμ:
«Ο Καλόγερος της Κορώνας.
Καλόγερο τον Σεραφείμ οι Τούρκοι τον παράειδαν· στο μοναστήρ’ ασκήτευε, το λένε της Κορώνας (στην λίμνη Πλαστήρα Καρδίτσας), εις κυπαρίσσινο κλαδί τον κρέμασαν τον δόλιο, και το κλαδί ξεράθηκε, το κυπαρίσ’ ανθίζει, χλωρή είναι η ρίζα του, χλωρή κ’ η κορυφή του.

Του ρίξαν το κεφάλι του μ’ άλλα κλεφτών κεφάλια· τσοπάνης ςτον αφέντη του ςτα Τρίκαλα πηγαίνει, ακοίμητ’ απ’ τον ουρανό φως ςτα κεφάλια βλέπει.
Το είπε ςτον αφέντη του κι’ αυτός του είπε· σύρε, κεφάλι πούβρης λαπμηρό, ςτην εκκλησιά να φέρης.
Τη νύχτα πάγει, κάθισε, βλέπει το φως να φέγγη, κατά μεσής η κεφαλή του Σεραφείμ φωτίζει, ξαμώνει ςτα πολλά μαλλιά και παίρνει το κεφάλι.
Γιανίτσαροι τον απαντούν, θέλουν να του το πάρουν.
Τρέχει αυτός, τον κυνηγούν ςτη Σαλαμπριά εφτάσαν.
Εις το ποτάμι πέταξε τσοπάνης το κεφάλι· γυρίζει ςτον αφέντη του, λέγει το κάμωμά του.
Οι δυο πηγαίνουν για νυκτός ςτο σιγαλό ποτάμι.
Είδαν λαμπάδα ςτα νερά και το κεφάλι βρήκαν.
Στο Ντούσκο στ’ Ασπροπόταμο, ςτην εκκλησιά το θέτουν.
Οι Αγραφιώταις άρχοντες κι’ αυτοί ςτην Πόλιν στέλνουν, το ζήτησαν, το πήρανε, τόχουνε ςτην Κορώνα και το πανηγυρίζουνε σαν κάρα του αγίου.
Οι δύο οι Γιανίτσαροι είναι ζωγραφισμένοι, στο άγιο το κόνισμα μαζί με τον τσοπάνη·
Από πανούκλα ο άγιος χώραις, χωριά γιατρεύει, με το κορμάκι την βαρεί και την πατεί ςτα πόδια».
Ο αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ, πατώντας την πανούκλα.

Και σε παραλλαγή, ως εξής:
«Του Φαναριού τον Πίσκοπο, το γέρο Σεραφείμη σε μια αβανιά τον έρριξαν οι Τούρκοι των Φαρσάλων στο κούτσουρο τον έβαλαν και στα βασανιστήρια και το κεφάλι τώ κοψαν σιμά σε κυπαρίσσι, κ’ οι ρίζες του κυπαρισσιού όλες εξηραθήκαν.
Μαζί με τον Επίσκοπο κόψανε και τρεις κλέφτες, κ’ εκεί που τά ’ριξαν μαζί τα τέσσερα κεφάλια, τη νύχτα είδεν ένα φως ένας καλός τσοπάνος, κ’ έτρεξε στον αφέντη του να του το μολογήσει.
Αφέντης του τον διάταξε να κλέψει το κεφάλι εκείνο οπού έχυνε το φως και να το πάει στο Δούσκο.
Το πήρε κ’ έτρεχε ο βοσκός της Σαλαμπριάς την άκρη.
Τρέχουν και δυο Γιαννίτσαροι, τρέχουν τον κυνηγούνε κ’ εκείνος απ’ τον φόβο του το ’ριξε στο ποτάμι, κι έτρεξε στον αφέντη του να ειπεί το τι συνέβη.
Οι δυο προς τα μεσάνυχτα στην Σαλαμπριά πηγαίνουν, ψάχνουν, κι απ’ την αναλαμπή ηυρήκαν το κεφάλι και πηλαλώντας με χαρά στο Δούσκο ξημερώνουν.
Έτρεξαν νιοι και γέροντες, οι Ασπροποταμίτες και με τιμή το θάψανε μέσα στο Άγιο Δήμα.
Οι Αγραφιώτες το ’μαθαν, γράφουν στον Πατριάρχη για να τους στείλει προσταγή την κάρα να τους δώσουν.
Την πήραν και την έβαλαν ψηλά μεσ’ στην Κορώνα, για να την εορτάζουνε και σκέπη να την έχουν.
Στο ’κόνισμα που το ’φτιασεν ένας καλός ζωγράφος έφτιασ’ απάνω το βοσκό και τους Γιαννιτσαρέους, και κάτω στα ποδάρια του την τρομερή πανούκλα, οπού την εκαμάκιζε και την κλωτσοπατούσε.
Γι’ αυτό από τότε στ’ Άγραφα θανατικό δε μπαίνει».
Στο σημείο αυτό παρατίθεται μικρό τμήμα της βιογραφίας του Σεραφείμ, όπως την κατέγραψε το 1740 ο Αναστάσιος Γόρδιος: «Ούτος ήτον από ένα χωρίον της επαρχίας Αγράφων (Καρδίτσας) ονομαζόμενον Μπεζήλα· γεννηθείς δε από γονείς θεοσεβείς ονομαζομένους Σωφρόνιον και Μαρίαν, ανετράφη υπ’ αυτών εναρέτως τε και θεοφιλώς, και εις σχολείον εξεδόθη ιερών γραμμάτων […] […
] ηγάπησε την των μοναχών ζωήν, και μισήσας κόσμον και τα του
κόσμου τερπνά, υπήγεν εις το μοναστήριον […] επονομαζόμενον Κορώνα
και Κρυερά Βρύσι, […] εδώθει εις αγώνας πνευματικούς, […] εδέχθη το της
ιερωσύνης αξίωμα, […] μετά αναβιβάζεται εις τον θρόνον του
αρχιεπισκόπου Φαναρίου και Νεοχωρίου, […] ποιμαίνων ως αληθινός
ποιμήν το ποίμνιόν του […]
[…] τόσην ταπείνωσιν είχεν οπού ωνόμαζε δούλον αχρείον τον
ευατόν του, […] επεθύμει ν’ αξιωθή του διά Χριστόν μαρτυρίου, και περί
τούτου εδέετο καθ’ εκάστην του Θεού, όστις και τον ηξίωσε να το
απολαύση […]».
Γνωρίζουμε ότι ο Διονύσιος χρησιμοποιούσε σφραγίδα κυκλική με σταυρό στη μέση, όπου και η λέξη «ΔΙΟΝΥCΙΟς», ενώ στους τρεις κεντημένους ομόκεντρους κύκλους της έφερε την επιγραφή:
«Ο ΤΑΠΕΙΝΟς Μ(ΗΤ)ΡΟΠΟΛΙΤΗς ΛΑΡΙCCΗς–ΥΠΕΡΤΙΜΟς Κ(ΑΙ) εΞΑΡΧΟς ΘΕΤΤΑΛΙΑC ΠΑCΗς ΚΑΙ ΕΛΛΑΔΟς Ης Κ(ΑΙ) ΒΛΑΣΤός»· ης και βλαστός, δηλαδή της οποίας Θεσσαλίας είναι βλαστός – τέκνο, περηφανευόμενος έτσι για τη θεσσαλική ελληνική καταγωγή του.
΄΄Ο Καπετάν΄΄ Διονύσιος, τμήμα της υπογραφής και η σφραγίδα του.
Πράγματι υπήρξε μια τραγική, μαρτυρική κι ηρωική ελληνική μορφή, ύψιστης γενναιότητας και πατριωτισμού, άξιος ιεράρχης, μπροστάρης στη σωτηρία του ποιμνίου και του γένους, ασυμβίβαστος, φλεγόμενος από απελευθερωτικό πάθος, πρωτοπόρος της ελληνικής παλιγγενεσίας.
Τελειώνοντας αναφέρεται ο χαρακτηρισμός που δίδει ο ιστορικός Π. Αραβαντινός για το μητροπολίτη Διονύσιο:
Είναι πλήρης «[…] εθνικής αρετής και ενθουσιασμού πατριωτικοτάτου», και
Ο ιστορικός Κ. Μέρτζιος: «[…] ο Διονύσιος […] ήτο […] ένας μεσαιωνικός ιππότης, ένας
ενθουσιώδης, τολμηρός, πλην εύπιστος και επιπόλαιος ήρως, ένας αγνός
πατριώτης ονειροπόλος, ο οποίος ωραματίζετο την απελευθέρωσιν, […] εις
μίαν εποχήν, καθ’ ην […] αι ταλαιπωρίαι ας υφίσταντο οι χριστιανοί ήσαν
τόσον σκληραί, ώστε εξισούντο προς τον θάνατον.
Πλην έπεσεν ατυχές θύμα των απατηλών υποσχέσεων (των Δυτικών) ο ρομαντικός εκείνος ήρως και υπέκυψεν εις φρικωδέστατον και μαρτυρικώτατον θάνατον».
Τέλος.
Το πρώτο εκ των συνολικά τεσσάρων μερών του παρόντος άρθρου, δημοσιεύθηκε στο vima365. gr την 12-3-2025. Έρρωσο.
Καλό καλοκαίρι.
Εις το επανιδείν το φθινόπωρο.-
«Η μεν χειρ διαλέλυται εν τάφω, η δε γραφή μένει αιώνας».
fb Δημήτρης Αγγελής
Το σχόλιο σας θα δημοσιευθεί αφου εγκριθεί πρώτα απο τον διαχειριστή για την αποφυγή υβριστικού η προσβλητικού περιεχομένου.